Φωτογραφία: Βασίλης Ξενιάς.

H  ψυχαναλυτική σειρά των εκδόσεων Γαβριηλίδη σε επιμέλεια του Θανάση Χατζόπουλου εισάγει στην ελληνική γλώσσα τα κείμενα και το έργο ξένων ψυχαναλυτών: Freud (Φρόυντ), Ferenczi (Φερέντζι), Gyuomard (Γκιγιομάρ), Αvrane (Αβράν), Dethiville (Ντετιβίλ) και ταυτόχρονα προωθεί το έργο των ελλήνων: Νασίκα, Αλεξανδρίδη, Αρβανιτάκη, Δημόπουλου, Μανωλόπουλου.

Συνδέει έτσι την ψυχανάλυση με τους τόπους, στις γλώσσες και τους  χρόνους της διευκολύνοντας τον Έλληνα αναγνώστη στην δημιουργία μιας συνέχειας  που διατηρεί τα περάσματα  και φωτίζει την ιστορική κατασκευή της. Επιπλέον για τον αναγνώστη-κλινικό η σειρά αυτή δημιουργεί έναν ψυχαναλυτικό τόπο  από τον οποίο μπορεί να ξεκινά και να επιστρέφει για την πρακτική του μια και τα κείμενα καθοδηγούνται από την ίδια την εργασία των συγγραφέων τους. Έρχεται να συμπληρώσει κενά προηγούμενων εκδόσεων –του Φρόυντ–  αλλά και να προχωρήσει την έκδοση στα ελληνικά σημαντικών κειμένων όπως αυτό του Σαντόρ Φερέντζι. Ακόμη προτείνει μεταφράζοντας Πατρίκ Αβράν και Πατρίκ Γκιγιομάρ  το έργο και την θέση των δύο γάλλων ψυχαναλυτών, έτσι όπως αυτή ξετυλίγεται στα κείμενά τους για την ψυχανάλυση του παιδιού και του ενήλικου.


Φιλοξενεί κείμενα που συνομιλούν με άλλα πεδία όπως αυτά του Νασίκα (λογοτεχνία των στρατοπέδων, Πάουλ Τσέλαν) και του Αρβανιτάκη (ρομαντικοί, Διονύσιος Σολωμός) ενώ εν τέλει φροντίζει για τη διατήρηση μιας ψυχανάλυσης ενεργής μέσα από την αποτύπωση των γραπτών της. Αριθμεί πλέον έντεκα βιβλία, μονογραφίες ή συλλογές κειμένων και ετοιμάζει την έκδοση άλλων πέντε.

Επιλέξαμε τα βιβλία των Γκιγιομάρ, Φερέντζι, Ντετιβίλ-Nικολοπούλου και Νασίκα για τους θεωρητικούς δεσμούς μεταξύ τους, στοιχείο που φωτίζει τις έννοιες τους καθώς περνάει κανείς από το ένα στο άλλο, αλλά και για τη διαμόρφωση εντός τους μίας κλινικής σκέψης  που στοχεύει την ίδια την πρακτική με τις δυσκολίες της.

 H έννοια της σεξουαλικότητας και το ζήτημα του παιδικού απασχολούν στο πρώτο βιβλίο με τίτλο Για την παιδική σεξουαλικότητα τον συγγραφέα, γάλλο ψυχαναλυτή, Πατρίκ Γκιγιομάρ, ο οποίος εστιάζει στα αδιέξοδά τους και στην αντιμετώπισή τους με την τεχνική. Τι μέσα στην σεξουαλικότητα εναντιώνεται στην ικανοποίηση;

Σύμφωνα με τον Lacan (Λακάν) η ίδια η ορμή σχετίζεται με το ανικανοποίητο του πάντα χαμένου αντικειμένου, απώλεια πρωταρχική. Για τον Φρόυντ εξάλλου η σεξουαλικότητα μετονομάζεται σε ψυχο-σεξουαλικότητα και το ανικανοποίητο προέρχεται από το ψυχικό. Βλέπει στη μορφή του παιδιού που θηλάζει το στήθος, το πρότυπο κάθε ερωτικής σχέσης και αναρωτιέται για τις απαραίτητες συνθήκες αυτής της συνάντησης. Τι δίνει βάρος στις λέξεις της μητέρας και τις κάνει πιστευτές; Και ο Γκιγιομάρ εξηγεί: πρόκειται μάλλον γι αυτό που κάνει μία μητέρα να μπορεί να λειτουργήσει αυτή τη λεπτή σύνδεση ανάμεσα στις λέξεις και στις πράξεις έτσι ώστε οι πράξεις να μπουν στο λόγο, να ευνουχιστούν από την ομιλία και από την άλλη οι λέξεις να πάρουν το βάρος που τους δίνουν οι πράξεις. Αυτή η πρώτη και πιο σημαντική κατά τον Φρόυντ σεξουαλική σχέση δεν διαχωρίζεται άλλωστε αρχικά από την κατάποση τροφών και το τάισμα. Από την άλλη για τον Λακάν το σεξουαλικό δεν είναι το στήθος ως αντικείμενο, δεν είναι το τρόφιμο ως τροφή. Το στήθος της μητέρας θεωρείται ως αυτό  που λείπει από το υποκείμενο ώστε να συμπληρωθεί και να μην του λείπει τίποτα. Σε αυτή την οπτική «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση», δεν υπάρχει δηλαδή σχέση με το στήθος ως χαμένο αντικείμενο. Τέλος ο Φερέντζι διακρίνει την τρυφερότητα του παιδιού από τη σεξουαλικότητα του ενηλίκου και διαπιστώνει στη σύγχυση ανάμεσα στα πεδία το τραυματικό για το παιδί και τις συνέπειές του. 


Ο Γκιγιομάρ συναντά το λόγο του Φερέντζι στη Σύγχυση Γλωσσών κατά την εγκατάσταση της μεταβίβασης όταν ο τραυματισμός προσβάλλει αυτή την δυνατότητα. Γράφει: «Πώς μία ανάλυση γίνεται εφικτή ιδιαίτερα σε συμφραζόμενα όπου υπήρξαν τραυματισμοί για έναν ασθενή με την έννοια των αποσυνδέσεων, των προσβολών στη δημιουργικότητα;» Aυτή η σκέψη πάνω στη δυνατότητα μιας ανάλυσης αφορά επίσης τη δημιουργικότητα και τη διατήρηση του πλαισίου. Για τον Winnicott (Γουίνικοτ) το παιδικό και το σεξουαλικό φύονται σε ότι δημιουργικό μπορεί να έχει ένα παιδί, στην ικανότητά του να δημιουργεί το παιχνίδι. H κίνηση «αυταπάτη-διάλυση της αυταπάτης» από τη μητέρα έχει τη μεγαλύτερη σχέση, σχολιάζει ο Γκιγιομάρ, με την εγκατάσταση μιας μεταβίβασης που να είναι λειτουργική.

«Το ασυνείδητο της ψυχικής ζωής είναι το παιδικό», και από το 1916 στον Φρόυντ το παιδικό γίνεται ένα άλλο όνομα για το ασυνείδητο και δεν περιορίζεται πια στην παιδική ηλικία. Η παιδική σεξουαλικότητα συμπυκνώνει από δω και πέρα τον άρρηκτο δεσμό της διπλής εξέλιξης της σεξουαλικότητας προς το σεξουαλικό και της παιδικής ηλικίας προς το παιδικό. «Η παιδική σεξουαλικότητα δεν παρουσιάζεται υπερβολικά συχνά κλινικά και θεωρητικά με την μορφή μιας σύγχυσης;» αναρωτιέται ο Γκιγιομάρ. «Αυτό το χαρακτηριστικό θα μπορούσε να δηλώνει μια επίπτωση του σεξουαλικού, τον πάντα υποκειμενικό και εναντιωματικό σε κάθε αντικειμενοποίηση χαρακτήρα του.» O Φρόυντ στις «Εισαγωγικές διαλέξεις» παραδέχεται πως δεν διαθέτει ένα καθολικά αναγνωρισμένο σημάδι της σεξουαλικής φύσης μιας διαδικασίας. H σύγχυση των γλωσσών μεταξύ του ενήλικου και του παιδιού είναι μετατραυματική κατά τον Φερέντζι καθώς γεννιέται ταυτόχρονα από την ερωτικοποίηση του δεσμού τρυφερότητας και από την τραυματική εισβολή της σεξουαλικότητας σε αυτό τον δεσμό με την σεξουαλικότητα του ενήλικου. Η σύγχυση είναι το σημάδι του μπερδέματος του ερωτικού και της τρυφερότητας, της ανάκλισης και του σεξουαλικού σχολιάζει ο Γκιγιομάρ.

Η σύγχυση των γλωσσών ως τραυματική μνήμη εκδηλώνεται στη μεταβίβαση και στην αναγνώρισή της δεν θα αποφύγει να κατονομασθεί η θέση του καθενός και να ξαναπιαστεί εκ των υστέρων η διαφορά ανάμεσα στο παιδί και στον ενήλικο. Ο Λακάν, περισσότερο από τον Φρόυντ θεώρησε εξαιρετικό το ερώτημα του Φερέντζι. «Τι μέσα σε μια ανάλυση αποκαθιστά τη συμμετοχή του παιδιού στο εσωτερικό του ενήλικου;» Το διακύβευμα, συνεχίζει ο Γκιγιομάρ είναι πολύ σημαντικό, διότι η αντίληψη που έχουμε για τη παρουσία του «παιδιού» μέσα στη συνεδρία και του τρόπου που το ονομάζουμε, παιδί μέσα στον ενήλικο, παιδί στο εσωτερικό του ενήλικου δεσμεύει στην έννοια και στην αξία που καθένας αποδίδει στην παλινδρόμηση.

Η  συζήτηση για την παλινδρόμηση και για το ποιος βρίσκεται στο ντιβάνι, το παιδί, ο ενήλικος, και ο ένας και ο άλλος, γίνεται ανάμεσα στον Granoff (Γκρανόφ) και στον Λακάν σε σχέση με τον Φερέντζι. Το ερώτημα αναδιατυπώνεται ως εξής: αν κατά την ανάλυση του ενήλικου υπάρχει στο ντιβάνι και ένα παιδί, αυτό το παιδί είναι παρόν μεταφορικά ή κυριολεκτικά; Για τον Λακάν το παιδί εισβάλλει αιφνιδιαστικά, όπως το ασυνείδητο, πρόκειται για μια απότομη εισβολή ενός λόγου, ο οποίος αναδύεται από το παιδικό. Το παιδί όμως δεν υπάρχει χωρίς το σώμα και τη μνήμη αυτού του σώματος αντιλέγει ο Γκρανόφ. Και από το νήμα αυτό ο Γκιγιομάρ ξεκαθαρίζει πως δεν διαχωρίζουμε την ανάλυση από τις συνθήκες που την καθιστούν δυνατή, το λόγο επομένως από το σώμα, από το σώμα αυτού του λόγου, ούτε από το σώμα του λόγου.

«Εν τέλει το παιδικό δεν καταφέρνει ποτέ να εξαλείψει το παιδί», αυτό το τραυματισμένο παιδί που ευφυώς ανέσυρε ο Φερέντζι. Το αναγνωρίζουμε ταυτόχρονα ως πραγματικό αλλά και από την πληθώρα των συνεπειών του, από τις φαντασιακές εγγραφές του. Το αναγνωρίζουμε και στις δύο διαστάσεις, απαιτείται να εννοηθεί κυριολεκτικά και μεταφορικά γράφει ο συγγραφέας στην ακρόαση και διεξαγωγή της θεραπείας. Τα τελευταία χρόνια το παιδικό, συνεχίζει ο Γκιγιομάρ, έγινε αντικείμενο σκέψης στην ψυχανάλυση και επανέφερε τον τρόπο που το παιδικό σεξουαλικό είναι συστατικό στοιχείο της παραγωγής φαντασιώσεων. (Η φαντασιωτική διαδικασία στην ανάλυση μπορεί να είναι αυτή καθεαυτή μία θεραπεία του τραύματος. Η κίνηση του ελεύθερου συνειρμού του Φρόυντ  βάζει σε κίνηση την κατασκευή φαντασιώσεων και ανοίγει τον δρόμο της συμβολοποίησης. Η φαντασίωση κατασκευάζει επίσης την παιδική σεξουαλικότητα εκ των υστέρων). Και καταλήγει πως πολλές αναλυτικές θεραπείες εκτυλίσσονται  χωρίς να είναι ποτέ παρόν το τραυματισμένο παιδί και παρά τις δυσκολίες για την επανόρθωση του τραυματισμού δεν πρέπει ξεχνάμε ποτέ ότι χρειάζεται να αναρωτιόμαστε για το παιδί κάθε φορά που αναφερόμαστε στο παιδικό.


To πέρασμα από το βιβλίο του Γκιγιομάρ στο βιβλίο του Φερέντζι, που περιλαμβάνει το πρωτότυπο κείμενο της «Σύγχυσης των Γλωσσών ανάμεσα στους ενήλικους και στο παιδί», στο οποίο τόσο διεξοδικά ανέτρεξε ο πρώτος, είναι φυσικό και επακόλουθο αν όχι προαπαιτούμενο για τον αναγνώστη. Εκφωνήθηκε το 1932 στο 12ο  Ψυχαναλυτικό Συνέδριο από τον ίδιο με τον τίτλο «Τα πάθη των μεγάλων και η επίδρασή τους στην εξέλιξη του χαρακτήρα και της σεξουαλικότητας στο παιδί». Κείμενο που εντάσσεται στη συγγραφική περίοδο 1928-1932 κατά την οποία γράφει πολλά έργα αναφορικά με το τραύμα. Eίναι κείμενο τεχνικής και εξετάζει τη μεταβίβαση αλλά και την ανάλυση του αναλυτή. Κάνει λόγο για την ακραία υποταγή του ασθενούς και την ταύτιση με τον αναλυτή του ενώ όσο αφορά τον δεύτερο θίγει την επαγγελματική υποκρισία και την αναγνώρισή της και συνδέει αυτή την κίνηση με την αναμνημόνευση του τραυματικού στον ασθενή. Γράφει: η επαγγελματική υποκρισία  και η συγκαλυμμένη ενίοτε αντιπάθεια απέναντι στον ασθενή δεν διαφέρει από την κατάσταση των πραγμάτων που άλλοτε στην παιδική ηλικία τον είχαν αρρωστήσει. Η δημιουργία κατά την αναλυτική κατάσταση της εμπιστοσύνης του ασθενούς εγκαθιστά την αντίθεση ανάμεσα στο παρόν και σε ένα τραυματογόνο παρελθόν, αντίθεση που επιτρέπει την αναβίωση του παρελθόντος όχι σαν ψευδαισθητική αναπαραγωγή αλλά σαν αντικειμενική ανάμνηση.

Από αυτή την τεχνική αποκτά πρόσβαση στο υλικό του τραύματος που ξεκινά όταν ένας ενήλικος και ένα παιδί αγαπιούνται. «Το παιδί έχει παιγνιώδεις φαντασιώσεις, να παίξει έναν μητρικό ρόλο απέναντι στον ενήλικο… το παιχνίδι μπορεί να πάρει ερωτική μορφή, παραμένοντας στο επίπεδο της τρυφερότητας. Αν ο ενήλικος απαντήσει με πάθος και σαγήνη και μετά εξαιτίας της ενοχής του μαλώσει και τιμωρήσει το παιδί, το νόημα που θα αποκομίσει το παιδί προεικάζει την σύγχυση που θ’ ακολουθήσει: αθώο και ένοχο συγχρόνως. Η σύγχυση είναι παρούσα ως αποτέλεσμα μιας διαφοράς ανάμεσα στο παιδί και στον ενήλικο, το παιδί μέσα στον ενήλικο, όπως και τον ενήλικο που καταλαμβάνεται από το παιδικό σεξουαλικό». Ο Γκιγιομάρ σημειώνει πως η σύγχυση των γλωσσών, πλάι στη σύγχυση των λέξεων εγγράφει την διαφοροποίηση μεταξύ του παιδιού και του ενηλίκου και επιδέχεται πάντοτε τραυματικά στοιχεία. (Η έννοια της ταύτισης με τον επιτιθέμενο συλλαμβάνεται από τον Φερέντζι ως αποτέλεσμα της αγχώδους ταύτισης του παιδιού με τον ενήλικο και της ενδοβολής του αισθήματος ενοχής του. Στη μεταβίβαση η υποταγή ή ο θαυμασμός μπορεί να κρύβουν αυτή την ταύτιση.)

Στη μελέτη του τραυματικού εντός της γλώσσας μας εισάγει το πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο βιβλίο του Νασίκα που επικεντρώνεται στην υπόθεση ότι η τραυματική κατάσταση καταστρέφει τον ψυχικό μηχανισμό κατασκευής γλωσσικών συνδέσεων. Η σκέψη αυτή σε συνομιλία με τα ποιήματά του Πάουλ Τσέλαν διαπιστώνει σε αυτά την έννοια της εξορίας από την γλώσσα: ο Τσέλαν ψηλαφεί με τη σκέψη του που έχει δομηθεί μέσα στη γερμανική γλώσσα και με αυτή «τις ραφές και τις ενώσεις που κάλυψαν μία πραγματικότητα στην οποία οι λέξεις δεν είχαν  πλέον πρόσβαση». Η εξολόθρευση των λέξεων δεν συμβαίνει μόνο επειδή πρόκειται για την γλώσσα των δημίων και των δολοφόνων των γονιών του στο Ολοκαύτωμα αλλά επειδή αδυνατούν να ονομάσουν και να δώσουν τη μαρτυρία τους για τις καταστροφές που έγιναν. Στην αναζήτησή του μιας πραγματικότητας  και για «να διασχίσει τα χιλιάδες σκοτάδια θανατηφόρου λόγου» δεν έχει άλλη λύση παρά να βρει την γλώσσα, τα λόγια για να πει αυτό που συνέβαινε.

Στα ποιήματα που γράφει τοποθετεί το κράτημα του από τη ζωή εφόσον κάποιος τα ακούει και τα καταλαβαίνει. Προσδοκά την αποκατάσταση μέσα από την κατανόηση και την ονοματοδοσία από τον άλλον, θέση που δίνει στο Χάιντεγκερ παρά το ναζιστικό παρελθόν του φιλοσόφου ή ίσως εξαιτίας αυτού και προσδοκά να ξαναδοθεί στην κοινή τους γλώσσα η δυνατότητα να λέει την αλήθεια. Η διάψευση της εξόντωσης όμως από την πλευρά του Χάιντεγκερ τον εμποδίζει  ν’ ακούσει την αγωνία του ποιητή. Μετά την δεύτερη συνάντησή τους ο Τσέλαν βάζει τέλος στην ζωή του. Ο Νασίκας επισημαίνει πως η αναγνώριση από δύο υποκείμενα του ίδιου νοήματος στις λέξεις μπορεί να αποκαταστήσει την ομοιότητά τους  ως ανθρώπινων όντων, που μπορούν ωστόσο να έχουν διαφορετική καταγωγή και όνομα. Ο φόνος της ομοιότητας, την οποία δηλώνει η γλώσσα καταλήγει στην εξορία από την γλώσσα και στην έκπτωση από τη ζωή.

Oι μάρτυρες του Ολοκαυτώματος ή άλλων εμπειριών ολοκληρωτισμού μέσα από τα κείμενά τους επιχείρησαν να περιχαράξουν το άφατο της φρίκης. Η καταστροφική ικανότητα όμως ενός «υπολοίπου» που μένει αόρατο και άφατο παραμένει ανεξάρτητα από το χρόνο και μπορεί να εκδηλωθεί πολύ καιρό μετά την εμπειρία. Μπορεί αυτό το υπόλοιπο να ενταχθεί σε αυτό που μπορεί κανείς να σκεφτεί και να διηγηθεί; Η αυτονόμηση της αντιληπτικής γλώσσας απέναντι στην ανικανότητα των λέξεων να αφηγηθούν έγινε ένας συμπληρωματικός  τρόπος αφήγησης γράφει ο Νασίκας  διαβάζοντας τον Ζέμπαλντ: το συνεχές βύθισμα των λέξεων του συγγραφέα μέσα στις εικόνες που παρεμβάλλονται στις σελίδες του βιβλίου του, του επιτρέπει να συνδέσει ό,τι σκοτεινό, ό,τι χωρίς μνήμη και ό,τι αισθητηριακά ανυπόφορο αφυπνίζουν μέσα του αυτές – οι δύο αφηγήσεις, εκείνη των εικόνων και εκείνη των λέξεων ενοποιούνται σιγά-σιγά.

O Φρόυντ ασχολήθηκε με τους τρόπους παρουσίας αυτού του υπολοίπου, του «εκτός γλώσσας» στον ψυχισμό του υποκειμένου και με την αδυναμία πρόσβασής του στην αναμνημόνευση. Το 1937 στο κείμενό του για την κατασκευή επιβεβαιώνει την ικανότητα της αντίληψης, και κυρίως του οπτικού-ψευδαισθητικού να διατηρεί «αναμνήσεις», σαν ίχνη αμετάφραστα σε λόγια. Τα ίχνη των εντυπώσεων της αντίληψης συγκρατούνται στο ασυνείδητο αλλά δεν συνδέονται με ασυνείδητες αναπαραστάσεις που θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν  σε αναμνήσεις. Το εκτός γλώσσας των ιχνών, συνεχίζει ο συγγραφέας,  έρχεται με φυσικό τρόπο στην αναλυτική συνθήκη μέσω της μεταβίβασης. Το περιεχόμενο του ονείρου ή οι ασυνείδητες συγκινήσεις έχουν την τάση να εγκαθιστούν στην περίπτωση της μεταβίβασης συνδέσεις ή παράταιρα παντρέματα με αισθητηριακά στοιχεία της αναλυτικής διαδικασίας παίρνοντας έτσι τον δρόμο της επικαιροποίησης.

Η αντιληπτική γλώσσα της μεταβίβασης διαφοροποιείται από τη γλωσσολογική γλώσσα και το περιεχόμενο της πρώτης είναι αμετάφραστο στη δεύτερη .Με την πρώτη, όπως είδαμε, το όνειρο και η μεταβίβαση κατασκευάζουν το περιεχόμενό τους και είναι αυτή που ωθεί τις λέξεις του αναλυόμενου να εγκαταλείψουν τη γλωσσική τους σύνταξη και να παλινδρομήσουν σε εκείνη της πράξης. Μέσω αυτής της συνθήκης η ανάλυση παλινδρομεί στις συνθήκες δημιουργίας της γλώσσας. Η δράση αυτή συμβαίνει μέσα από αποσυμπυκνωμένες λέξεις ,που έχουν χάσει το νόημά τους και έχουν παλινδρομήσει αυτούσιες ή διαμελισμένες σε αισθητηριακές και προγλωσσικές μορφές που ανήκουν στον κόσμο των σημείων εξηγεί ο συγγραφέας. Οι σημειωτικές αυτές αναδύσεις μέσα στην «αρένα» της μεταβίβασης αναπαράγουν διαρκώς την ανάδυση όλων των απαρχών: της κατανομής των θέσεων, του προσδιορισμού της ονοματοδοσίας, της γενεαλογίας. Πρόκειται για μία σταθερή ανακατασκευή της γλώσσας στην οποία βρίσκουν την πηγή τους η αναλυτική ερμηνεία και η ονοματοδοσία. Με την τελευταία λέει  το υποκείμενο  ανατοποθετεί μέσα του τους νεκρούς από τους οποίους έλκει την καταγωγή του και ανατοποθετεί τη θέση του ανάμεσά τους και μέσα στην κοινωνική πολλαπλότητα.

Στο τελευταίο βιβλίο η Γαλλίδα ψυχαναλύτρια  Λόρα Ντετιβίλ (αντιπρόεδρος της IWA), η οποία διευθύνει ένα πολυετές σεμινάριο για τον Γουίνικοτ στο πλαίσιο της SPF και συγγραφέας δύο βιβλίων γύρω από το έργο του, συνομιλεί με την ψυχαναλύτρια Ελίζα Νικολοπούλου. Η συνάντησή της με τον Γουίικοτ,μας λέει, την οδηγεί σε μία διαφορετική θέση σε σχέση με την μεταβίβαση και την αντιμεταβίβαση: Ο αναλυτής είναι πολύ λιγότερο απόμακρος, πρόκειται κυριολεκτικά για τη εργασία δύο ατόμων, ο ένας μεταλλάσσεται από τον άλλο. Το διαφορετικό είναι ο τρόπος σκέψης γύρω από το υλικό του ασθενούς. Στο  κλινικό παράδειγμα που ακολουθεί κατά το οποίο ο ασθενής καθυστερεί πολύ από λάθος που κάνει στη γραμμή του μετρό δεν ερμηνεύεται η επιθετικότητα του ασθενούς αλλά η ικανότητα επιβίωσης του αντικειμένου. Λέει: η αναγκαιότητά του ήταν να βιώσει μία μητέρα η οποία θα μπορούσε να είναι θυμωμένη, αλλά δεν ήταν, να βιώσει επίσης ένα αντικείμενο το οποίο μπορούσε να δεχτεί επίθεση χωρίς να καταστραφεί, δηλαδή χωρίς να αλλάξει συμπεριφορά.

Εξηγεί ακόμη πως η θεραπευτική παλινδρόμηση στον Γουίνικοτ σημαίνει να έχει κανείς πρόσβαση στο παιδί που υπήρξε και στο συναισθηματικό βίωμα αυτού του παιδιού. Η Ντετιβίλ διευκρινίζει  ότι πολλές φορές ορισμένα τραύματα αφορούν μια έλλειψη, μια απουσία, κάτι που δεν έγινε ενώ όφειλε να γίνει. Επειδή η απώθησή τους δεν είναι δυνατή, εφόσον δεν υπήρξε αναπαράσταση αυτού που δεν έλαβε χώρα –όπως είδαμε για άλλους λόγους και στη μελέτη του Νασίκα  υπόκεινται σε αποσύνδεση, διχοτόμηση και οδηγούν στην κατάρρευση. Οι αντιδράσεις στους σφετερισμούς, δηλαδή σε τραυματισμούς πρόωρους ή μεγάλης έντασης, πλήττουν το αίσθημα συνέχειας του είναι κατά τον Γουίνικοτ,προσέγγιση που συναντά το πρωταρχικό τραύμα στον Φερέντζι. O Γουίνικοτ πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος για την θεραπεία ή για την ανάκτηση της διαδικασίας ωρίμανσης είναι να επανέλθει κανείς στη στιγμή πριν από το τραύμα, κατάσταση που μέχρι τότε είναι μία διαρκής προσδοκία. Η θεραπεία είναι ο ψυχικός τόπος αυτής της επιστροφής χάρη στον αναλυτή που βρίσκεται σε εκείνο το ψυχικό σημείο όπου υπάρχει αναγκαιότητα για τον ασθενή.


 Η σειρά «Γραφές της Ψυχανάλυσης» σε επιμέλεια Θανάση Χατζόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Εδώ εξετάζονται τα βιβλία:

Dethiville Laura-Νικολοπούλου Ελίζα, Συνομιλώντας για τον Winnicott  και την κλινική του, μετάφραση: Ελίζα Νικολοπούλου, Αθήνα 2014.

Ferenczi Sandor, Θάλασσα-Δοκίμιο για μια θεωρία της Γενετήσιας Ζωής και Σύγχυση γλωσσών ανάμεσα στους ενήλικους και στο παιδί, εισαγωγή-μετάφραση: Έρη Κούρια, Αθήνα 2015.

Νασίκας Κώστας, Εξορίες γλώσσας, μετάφραση από τα γαλλικά: Τερέζα Βακιαρέλλη, εισαγωγή: Μπερνάρ Γκολς, Αθήνα 2016.

Gyomard Patrick, Για την παιδική σεξουαλικότητα, μετάφραση: Κωνστάνς Αθανασιάδου, Ελένη Ζησοπούλου-Τσακυράκη, Σοφία Λεωνίδη, Βίκυ Μαλισόβα-Χατζοπούλου, Ελίζα Νικολοπούλου, Νίκος Παυλάτος, Αθήνα 2016.

Η Έφη Ζαμπούνη είναι κλινική ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια.