Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Νεμπράσκα *****
ΗΠΑ, 2013, Ασπρόμαυρο
Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν
Πρωταγωνιστούν: Μπρους Ντερν, Γουίλ Φόρτε, Τζουν Σκουίμπ
Διάρκεια: 115’
Πόσος καιρός πάει από τότε που μια ταινία σας έκανε να βγείτε από τον κινηματογράφο νιώθοντας πως αγαπάτε όλο τον κόσμο; Όχι να σας συγκίνησε λίγο ή να σας προβλημάτισε, να σας έκανε να αισθανθείτε μια παράφορη στοργή προς οτιδήποτε κινείται και να σας κάνει να σκεφτείτε λίγο τη ζωή σας. Να θέλετε να δείχνετε κατανόηση στους πάντες και στα πάντα, να σταματήσετε το περπάτημα και να δείτε πόσο γλυκιά είναι η ζωή. Δεδομένης της υπερπαραγωγής των εύκολων και επιφανειακών κοινωνικών ταινιών που προσπαθούν σώνει και ντε να δείξουν την άσχημη πλευρά της καθημερινότητας ή να σοκάρουν με την αγενή όψη του ανθρώπου, θα υποθέσω αρκετός ώστε να ξεχάσετε το συγκεκριμένο συναίσθημα.
Μα κάποιοι σκηνοθέτες γνωρίζουν ότι η ουσιαστική απλοποίηση δεν σε περνά από το στρατοδικείο των σκηνοθετών, ούτε πως η μετρημένη μαυρίλα είναι αναγκαστικό να έχει μαύρο τέλος, είναι η καθοδική κίνηση της ρόδας πριν αυτή αρχίσει να ξανανεβαίνει. Ένας από αυτούς είναι ο Αλεξάντερ Πέιν. Και η νέα του ταινία, Νεμπράσκα, φαντάζει ως μια στάλα δροσιάς, ένα όμορφο εναλλακτικό σοκάκι μέσα στις καταθλιπτικές διαδρομές που ταυτίζονται με την καθημερινή μας βόλτα στον κόσμο.
Ο υπερήλικας Γούντι λαμβάνει ταχυδρομικά μια επιστολή στην οποία αναγράφεται πως κέρδισε ένα εκατομμύριο δολάρια. Χωρίς να έχει απόλυτα σώας τας φρένας και έχοντας περάσει προβλήματα με τον αλκοολισμό, πιστεύει πως όντως πλέον είναι εκατομμυριούχος, παρά το εμφανές διαφημιστικό τρικ που αποτελεί η συγκεκριμένη επιστολή. Προσπαθεί, παρά τις αντιθέσεις των υπόλοιπων συγγενών του, να κατέβει μέχρι το Λίνκολν της Νεμπράσκα για να παραλάβει το βραβείο του. Ο μικρότερος γιος, Ντέιβιντ, θα υποκύψει στην εμμονή του πατέρα του και θα δεχτεί να τον πάει μέχρι εκεί για να τελειώνει όλος αυτός ο παραλογισμός. Μα στη διαδρομή και σε μια στάση που θα κάνουν στη γενέτειρά τους, ο Ντέιβιντ θα ανακαλύψει πολλά περισσότερα για τον πατέρα του απ’ όσα θα γνώριζε ποτέ του.
Με το χέρι στην καρδιά, με μια λέξη η ταινία θα περιγραφόταν ως γλυκύτατη. Όχι μόνο λόγω της πίστης της στην αγάπη και την κατανόηση, μα και λόγω μιας απλοϊκής και λυρικής αισθητικής που καθιστούν αδύνατη την οποιαδήποτε απόσπαση από τα επί της οθόνης δρώμενα. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που δεν παρουσιάζει μιαν άσχημη, μονότονη ζωή, μα αφήνει τον καθέναν από μας να φανταστεί με τι χρώματα θα ήθελε να γεμίσει το κάδρο, μέχρι να μείνει ικανοποιημένος από αυτό. Μια ήπιων τόνων πλοκή, άλλοτε ευχάριστη και άλλοτε δεόντως συγκινητική, που δεν ντρέπεται να δείξει την άπληστη τάση του ανθρώπου, όταν ο φθόνος μπαίνει στη ζωή του για τα καλά, χωρίς όμως να κινηθεί σε σοβαροφανείς οδούς.
Οι άριστες ερμηνείες του καστ (ο Μπρους Ντερν δεν παίζει, μα αφουγκράζεται αριστουργηματικά, δείχνοντας το γήρας με πρωτόγνωρα αληθινό τρόπο) εξυψώνουν την ταινία στα επίπεδα του εξαιρετικού, αποφεύγοντας την υπερβολή του αριστουργήματος. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται και η καταπληκτική σπουδή του Πέιν στους ανθρώπους. Παρουσιάζει με νατουραλιστικό τρόπο κάθε χαρακτήρα, ταλαντευόμενος σταθερά ανάμεσα στο πλήρως ρεαλιστικό και στο κινηματογραφικό. Το προσεγμένο σε καινοφανές σημείο σενάριο του Μπομπ Νέλσον, με τις ευφυέστατες ατάκες και τους καλοδουλεμένους διαλόγους εξερευνά σχολαστικά τον άνθρωπο και τις επιπτώσεις που τα γεγονότα της ζωής έχουν πάνω του. Και, μέσα στο ρεαλισμό του, εμπλέκει τις έννοιες της αγάπης και της μετάνοιας, της συγχώρεσης και της τρυφερότητας χωρίς να τις κάνει να φαντάζουν τετριμμένες ούτε λεπτό.
Αντιθέτως, τις γδύνει από οποιαδήποτε υπερβολή ή επιφανειακότητα μαστίζει την κινηματογραφική τους παρουσίαση και τις δίνει με όση αλήθεια γίνεται. Δεν πρόκειται για το αριστούργημα που θα σταθεί δίπλα στα μεγαθήρια όλων των εποχών, μα παραμένει μέχρι τέλους μια πέρα για πέρα αξιοπρόσεκτη ταινία που σφύζει από γλύκα για αυτά τα πλάσματα που χάνονται στον ίδιο τους τον εαυτό και ανακαλύπτουν πολύ αργά τα όνειρα της ζωής τους. Παραμονεύει για να τους συμπαρασταθεί και να τους προσφέρει τη δεύτερη ευκαιρία που πάντα ζητούσαν. Έτσι γίνονται οι απλές καλές ταινίες που κυοφορούν και ένα ωφέλιμο νόημα. Δεύτε λάβετε φως.
Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά **1/2***
Ελλάδα, Τσεχία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ελίνα Ψύκου
Πρωταγωνιστούν: Χρήστος Στέργιογλου. Μαρία Καλλιμάνη, Γιώργος Σουξές
Διάρκεια: 88’
Κάποιον καιρό τώρα όλο το ελληνικό ίντερνετ υποτίθεται πως είναι στο πόδι για να μάθει τι απέγινε αυτός ο fictional θεμέλιος λίθος της τηλεόρασης, Αντώνης Παρασκευάς. Τον είδαμε να μαγειρεύει με την Ελένη Ψυχούλη παραδοσιακή σάλτσα ντομάτας με μήλο. Ανήσυχος δήλωσε για την εξαφάνισή του ο Μίστερ Πλανητάρχης αυτοπροσώπως, ο Τάσος Μπουγάς, όπως και ο Αλέξης Κωστάλας. Στις 8 Ιανουαρίου ένα βιντεάκι του ίδιου μας καθησύχασε, λέγοντάς πως έφερε βόλτα τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη και ανακοινώνοντας τη μεγαλειώδη του επιστροφή στην Αθήνα.
Πρώτη φορά μετά από αμνημόνευτα πολλά χρόνια συναντάμε τόσο έξυπνα μαρκετινίστικα τρικ για την προώθηση μιας ταινίας, πόσο μάλλον εγχώριας. Οφείλω να δώσω τα συγχαρητήριά μου στους εμπνευστές των ιδεών, μα ταυτόχρονα να δηλώσω ότι με μπέρδεψαν κάπως. Ένας λογικός άνθρωπος που δεν έχει δει το πιο προϊδεαστικό τρέιλερ (δεν το είδα μέχρι μετά την ταινία), μέσα απ’ όλο αυτό το τέχνασμα θα υπέθετε πως θα δει μια κωμωδία που θα ειρωνεύεται με camp τρόπο το όλο τηλεοπτικό lifestyle, χωρίς να τον προετοιμάζει σωστά για το τι θα δει.
Ο Αντώνης Παρασκευάς κλείνεται σε ένα άδειο ξενοδοχείο, αφήνοντας τον κόσμο να νομίζει πως έχει πέσει θύμα απαγωγής. Ο προφανής λόγος της απομόνωσής του είναι το χτίσιμο ενός αγωνιώδους πυρετού γύρω από το όνομά του, προκειμένου να ανέβουν τα νούμεράκια και, επακόλουθα, το brand name του, μα και να αποσυρθεί για λίγο από την εγκόσμια κούραση. Μέσα σε αυτό το καθεστώς μοναξιάς που περιλαμβάνει μακαρόνια με κέτσαπ, προσπάθειες μοριακής μαγειρικής και τη μετακίνηση των τηλεοράσεων ακόμα και μέσα στην τουαλέτα προκειμένου να μπορεί μέχρι και εκεί να απολαμβάνει τον τηλεοπτικό του εαυτό και τον ντόρο γύρω από την απαγωγή του, θα βρουν το δρόμο για να σκαρφαλώσουν προς τα έξω κάποιες μανίες που έμεναν κρυμμένες για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Προσπαθώντας να συνδυάσει το weird cinema με λίγη από τη κλειστοφοβία της Λάμψης του Κιούμπρικ, στοχεύοντας σε μια artsy ψυχολογική παρωδία της lifestyle μοναξιάς και εγωμανίας, η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά της Ελίνας Ψύκου καταφέρνει να αποδείξει κάτι που σπανίως βλέπει κανείς σε ένα μεγάλου μήκους πρωτόλειο: σκηνοθετική δεινότητα, Η Ψύκου έχει άποψη στην απόδοση του πλάνου και αυτό είναι κάτι το αδιαμφισβήτητο. Σωστή χρήση του βάθους πεδίου και υψηλής αισθητικής συνθέσεις στο χώρο είναι τα στοιχεία που την κάνουν να παίρνει το προβάδισμα σε σχέση με τους πρόσφατους συμπορευόμενους της στη συγκεκριμένη χρήση της φιλμικής γλώσσας. Τα εξωτερικά πλάνα της, δε, είναι το λιγότερο μαγευτικά, έχουν κάτι από τον ήρεμο μυστικισμό του Βλαντισλάβ Βλατσίλ, χωρίς την θρησκευτική/«παγανιστική» αντίληψη της φύσης που έχει ο δεύτερος, βέβαια, μα με πλήρη αρμονία να διακατέχει κάθε νοητό τετραγωνάκι του κάδρου.
Εδώ, όμως, τελειώνουν τα στοιχεία που μπορούν να την απογειώσουν ψηλότερα από τη νεφελώδη στρατόσφαιρα του weird cinema, καθώς σε θέμα σεναρίου και νοήματος χαρακτηρίζεται από μια κενότητα και παντελή έλλειψη πρωτοτυπίας ως προς την προβληματική της. 5 χρόνια μετά τον Κυνόδοντα είναι σαν να βλέπουμε την ίδια ταινία ακριβώς ως προϊόν του «καλλιτεχνικού» εγχώριου κινηματογράφου. Αν επρόκειτο για την άποψη ενός και μόνο σκηνοθέτη, τουλάχιστον θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ίδιον του και ούγια του, μα επί του προκειμένου οι χαρακτήρες που παραπατούν στο παράλογο με εμφανή στοιχεία αποστασιοποίησης από το συναισθηματικό κινηματογραφικό παίξιμο μοιάζουν περισσότερο σαν μια μολυσματική ασθένεια που περιορίζει τις πιθανότητες ανάπτυξης μιας διαφορετικής στυλιστικής πρότασης.
Έτσι, αποτυγχάνει να ξεχωρίσει ως προς την αξία του και παραμένει άλλο ένα λανθιμικό αποπαίδι με μηδενικό σενάριο και νόημα με μόνη διαφορά την αισθητική του υπεροχή. Δεν καταφέρνει να καταδείξει, πόσο μάλλον να καταδικάσει την τόσο παθογόνα ατμόσφαιρα της μικροαστικής αντίληψης που μαστίζει τα καθ’ ημάς και ναι, αυτό είναι κατακριτέο εφ’ όσον για μια ακόμα φορά λείπει το στοιχείο της πρωτοτυπίας. Έπρεπε να έχει κρατήσει περισσότερες σημειώσεις στο που απέτυχαν οι προηγούμενες ταινίες και να κάνει τη διαφορά, αν και δε νομίζω στον κόσμο του Παρασκευά έστω και ένας από τους προγόνους του να θεωρείται αποτυχημένος.
Είμαι σίγουρος πως αν η ταλαντούχα σκηνοθέτης καταπιαστεί με ένα διαφορετικού τύπου σενάριο, απομακρυσμένο από τα καθιερωμένα ηθελημένα περίεργα πρότυπα, θα διαπρέψει. Φαίνεται η ικανότητά της στο να βλέπει υπέροχες εικόνες, ας συνοδευτούν και από ένα περιεχόμενο που θα τις κάνει να έχουν λόγο ύπαρξης αντί να γίνεται το αντίθετο. Και εδώ θα είμαστε να τη χειροκροτήσουμε πρώτοι όταν με το καλό συμβεί αυτό.
Στην επόμενη σελίδα: Η Κλέφτρα των Βιβλίων, και Η Εκδίκηση του Έντερ