Ο Κώστας Γουζέλης, είναι αρχιτέκτονας. Αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό που έχεις στο μυαλό σου. Ναξιώτης γόνος Μικρασιατών προσφύγων, έκανε δημοτικό στη Βαγδάτη και τέλειωσε το Κολέγιο Αθηνών, πριν φοιτήσει στην Αρχιτεκτονική της Ρώμης, όντας μέλος της ομάδας Άρης του Ρήγα Φεραίου παράλληλα. Όταν τέλειωσε τη σχολή, ασχολήθηκε με τη γη, έκανε τεχνικά έργα στη Βαγδάτη, κι ύστερα εγκαταστάθηκε στη Σύμη για να ανακατασκευάσει την Ευαγγελίστρια. Ένα ιστιοφόρο, με το οποίο μπαρκάρισε ταξιδεύοντας στο Αιγαίο και την Τουρκία, εμπορευόμενος κιλίμια. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στη Νάξο και κατασκεύασε το δρόμο της Χώρας προς την Απύρανθο, την ίδια ώρα ασχολούμενος επαγγελματικά με την αλιεία.
Οι άνθρωποι της θάλασσας, έχουν κάτι το ευγενικό στην σκέψη, μια φουρτουνιασμένη ποίηση στην ψυχή, μια λαλιά αλλιώτικη, που σα να ‘χει ταξιδέψει από πολύ μακριά για να ‘ρθει να σε συναντήσει. Κι έχει φέρει μαζί της το σεβασμό στη ναυτοσύνη, το δέος και την αγάπη για τη θάλασσα, κι αυτήν την προσμονή για το ταξίδι στο βλέμμα, που αντικρίζει τον ορίζοντα πριν καν μουσκέψει το σκαρί. Ο Κώστας Γουζέλης, είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Και μ’ αυτήν του την αφοσίωση σε ένα στοιχειώδες κομμάτι της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας, έχει εμποτίσει το νέο του ντοκιμαντέρ, Αθηνά εκ Μηδενός. Όπου με την βοήθεια του Φοίβου Κοντογιάννη στη σκηνοθεσία, καταγράφει την διαδικασία κατασκευής ενός ξύλινου καϊκιού ακριβώς απ’ το μηδέν, απλώνοντας σε 53 λεπτά όχι μόνο τη διαδικασία του χτισίματος ενός ζωντανού μνημείου που κρατάει ρίζες απ’ τους αρχαίους χρόνους, αλλά και το μέγεθος του κενού που αφήνει πίσω της, μια τέχνη και μια διαδικασία που χάνεται.
«Το έναυσμα αυτού το ντοκιμαντέρ, ήταν το ‘εκ του μηδενός’», εξηγεί ο Φοίβος. «Δεν φτιάχνονται πια τέτοια καΐκια. Άντε να γίνουν αναπαλαιώσεις, αλλά το να φτιαχτεί απ’ την αρχή, και να έχεις την ευκαιρία να καταγράψεις την διαδικασία απ’ τη στιγμή που κόβονται τα ξύλα, μέχρι εκείνη που γίνεται το πρώτο ταξίδι με πανιά, το να καταφέρεις μέσα σε μία ώρα, να δεις μια διαδικασία τεσσάρων ετών, αυτό είναι κάτι το πολύ σημαντικό», λέει, κι ο Γουζέλης συμπληρώνει: «Δεν ήταν ένα πράγμα που μας ήρθε ξαφνικά και το κάναμε. Έχω μια πολύ μακρινή ιστορία με καΐκια, απ’ το 1977, αυτό είναι το έκτο μου. Ήθελα πάντα να κάνω ένα καΐκι ελληνικό, παραδοσιακό, που να πάει με πανιά. Για να πάει με πανιά, πρέπει να χτιστεί με τις γραμμές και το βύθισμα που χρειάζεται, είναι μια ιστορία που έχει ένα τεχνικό μέρος πολύ έντονο και πολύ δύσκολο: το να χτίσεις ένα καΐκι, είναι πιο δύσκολο απ’ το να χτίσεις ένα σπίτι».
Επειδή μπορεί να έχεις ήδη αρχίσει να αγχώνεσαι με τα τεχνικά, το χτίσιμο του καϊκιού, είναι μονάχα το περίγραμμα του ντοκιμαντέρ. Όπως λέει κι ο Κοντογιάννης, «εμένα, ως τον άνθρωπο που θα το κατέγραφε όλο αυτό, δεν μου έφτανε καθόλου να είναι ένα ντοκιμαντέρ τεχνικό, για το πώς φτιάχνεται ένα καΐκι. Και δεν είναι καθόλου ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ. Το τεχνικό κομμάτι είναι μόνο ο κορμός. Γύρω απ’ αυτόν, το ντοκιμαντέρ μιλάει για το τι αντιπροσωπεύει μια τέτοια κατασκευή. Είναι ένα κοινωνικό ντοκιμαντέρ για μένα, δεν είναι μια παρουσίαση του στυλ ‘εδώ θα μπουν 60 βίδες’, ας πούμε. Αν κάναμε ένα ντοκιμαντέρ για μια ομάδα ανθρώπων που φτιάχνουν μια καρέκλα, ξερωγώ, πάλι θα μπορούσαμε, μέσα απ’ αυτήν την διαδικασία, να μιλήσουμε για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Κι αυτό κάνουμε μέσα απ’ το ντοκιμαντέρ μας. Είναι ένα έργο που μπορεί να σταθεί και κοινωνικά, εκτός από τεχνικά».
Κοινωνικές προεκτάσεις, που είναι διάσπαρτες στην πορεία της ταινίας, άλλοτε ως νύξεις στην αφήγηση του Γουζέλη, κι άλλοτε ως ευθείες αναφορές στην βίαιη πολιτική κατάργησης της σχέσης του ελληνισμού με τη ναυτοσύνη. «Είναι ένα τεράστιο θέμα αυτό που έχει συμβεί τα τελευταία 10 χρόνια», λέει ο Γουζέλης, αναφερόμενος στην εξ Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδοτούμενη επιβολή καταστροφής των παραδοσιακών ελληνικών ψαροκάικων: «Επέβαλαν τη μείωση του αλιευτικού στόλου. Κι επειδή θεώρησαν ότι εμείς, ως λαμόγια, ναι μεν θα παραδίδαμε τις άδειες αλιείας, αλλά θα κάναμε και το ψάρεμά μας, κάπου έπεσε η ιδέα να σπάσουμε τα καΐκια. Κι εμείς είπαμε ‘ναι’. Δεν είπε κανένας ‘σιγά ρε παιδιά’, να βρεθεί μια άλλη εγγύηση, ας πούμε. Πήραν δηλαδή τη λογική, ότι εσύ μπορεί να κλέψεις, άρα θα σε βάλουμε φυλακή, πριν κλέψεις».
Στην επόμενη σελίδα: το ζήτημα του “ξεκοιλιάσματος” της ντόπιας αλιείας.