Ο Γιώργος Σίμωνας διασκευάζει ελεύθερα και μεταφέρει στην «Κυανή» τη νουβέλα της Μαίρη Σέλλεϋ «Ο θνητός αθάνατος» για να φτιάξει το δικό του θεατρικό ρομάντσο. Αφήνοντας για φέτος στυγερούς δολοφόνους και αιμοδιψείς ιστορίες του παρελθόντος, η ομάδα Νοσταλγία καταπιάνεται με την –ακόμα σκοτεινότερη- υπόθεση του έρωτα και χαρτογραφεί ένα μελαγχολικό ταξίδι από το Rabbithole στο μακρινό Αστέρα Στάχυ.
Είναι η κατάδυση στον έρωτα σαν ένα διαγαλαξιακό ταξίδι επιστροφής; Ο σκηνοθέτης μιλά για την επιστροφή του σε μια ιστορία αγάπης με sci-fi φιλμικές αναφορές και μαγεία παλιού Χόλιγουντ.
Ποια είναι η ιστορία της Κυανής, με δυο λόγια; Είναι μια ιστορία ενός αντρόγυνου, της Μπεθ και του Φρανκ. Γνωρίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ερωτεύονται και στη συνέχεια αυτός φεύγει για ένα μακρινό αστέρι αφήνοντάς την πίσω στη γη. Επιστρέφει ύστερα από 50 χρόνια όταν πληροφορείται ότι αυτή πρόκειται να πεθάνει. Στην επιστροφή παρουσιάζεται η κοινή τους ζωή – η ζωή που δεν έζησαν.
Τι σημαίνει υπέρτατος ρομαντικός έρωτας, όπως παρουσιάζεται χωρίς ενοχές στην παράσταση, το 2019 και γιατί η επιλογή αυτού του θέματος τώρα; Όταν παρουσιάζεται στην εποχή μας ένα θέμα το οποίο χαρακτηρίζεται ως ρομαντικό, λανθασμένα το θεωρούμε ως κάτι γλυκανάλατο, ευαίσθητο, τρυφερό ίσως. Δεν είναι έτσι. Ο ρομαντικός έρωτας είναι μια σκοτεινή, οριακή υπόθεση πολύ πιο σκληρή για τον ανθρώπινο ψυχισμό από ό,τι νομίζουμε ότι ζούμε τον έρωτα τώρα. Μερικά πράγματα που σκέφτονταν και έπρατταν οι ρομαντικοί εμείς δεν μπορούμε να τα δεχτούμε τώρα. Μπορούμε να τα καταλάβουμε, μπορούμε να τα θαυμάσουμε αλλά όχι να συμφωνήσουμε. Δηλαδή, ζούμε σε εποχές τόσο αποξενωμένες και τόσο φοβισμένες, όπου ο έρωτας λειτουργεί με «σχέδιο διαφυγής». Αυτό το «σχέδιο διαφυγής» παίρνει σάρκα και οστά στην Κυανή, συγκρίνοντας το τότε με το τώρα. Εξ’ου και η παράσταση είναι καρφωμένη στο Τώρα. Είναι κάτι γνώριμο και παλιό.
Η Κυανή ξεκινά τη δεκαετία του ’60 και εκτυλίσσεται σε αμερικανικές πόλεις, σε μπαρ, σε ένα πανδοχείο στην Αλάσκα και σε ένα διαστημικό σταθμό! Θυμίζει, μεταξύ άλλων, το Solaris αλλά φέρει και την παραμυθένια αίγλη του παλιού Χόλιγουντ σαν το La La Land. Πώς συνταιριάζεις τέτοιες αναφορές; Είναι μια μυθοπλασία που «μαγειρεύει» πολλές επιρροές, κυρίως από τον αμερικάνικο κινηματογράφο οπότε, όπως είναι και επόμενο, από τον αμερικάνικο τρόπο ζωής ή καλύτερα, από τον αμερικάνικο χώρο/περιβάλλον. Στην Κυανή βέβαια το μέρος δεν έχει τόση σημασία, παρά μόνο ως κάτι εξωτικό, μακρινό και ξένο: η Αλάσκα, ένα μακρινό αστέρι, κάπου μέσα στην νύχτα. Το ότι όλα αυτά θυμίζουν κάτι παλιό σχετίζεται φυσικά και με το φαινόμενο της νοσταλγίας και της μελαγχολίας που πηγάζουν από την παράσταση. Μέσα από αυτό το φίλτρο βλέπεις τα μέρη αλλιώς. Είναι σαν να τα θυμάσαι, όλα, είναι μνήμες. Δεν είναι χώροι – είναι χώροι μέσα στην μνήμη.
Αναφέρεται στην παράσταση ότι αυτοί που δεν θέλουν να ξεχάσουν, ξεχνούν, ενώ όσοι επιθυμούν να ξεχάσουν δεν τα καταφέρνουν. Πώς λειτουργεί το ζήτημα της μνήμης στην παράσταση; Η μνήμη είναι ο αστάθμητος παράγοντας και η κινητήριος δύναμη του έργου. Όλα σχετίζονται και κινούνται σύμφωνα με τη μνήμη. Μνήμη που δεν ορίζεται, μνήμη που προσπαθούν να την ορίσουν, φευγαλέα μνήμη, ψεύτικη μνήμη, μνήμη αναλλοίωτη, επαναπροσδιορισμένη μνήμη – αυτή η τελευταία κρύβει πολλές ανατροπές μάλιστα. Και ο άνθρωπος ταυτίζεται ξέρετε… Ταυτίζεται με έναν άνθρωπο που προσπαθεί να θυμηθεί. Προσπαθεί να κρατηθεί από τη μνήμη του.
Οι χαρακτήρες της Κυανής είναι συγκινητικοί, ευάλωτοι αλλά και μαχητές. Με τι υλικά φτιάχνεις τους ήρωές σου; Αναλόγως την πρώτη ύλη. Εκεί που βασίζεται το έργο. Εδώ τέσσερις χαρακτήρες υπήρχαν στο διήγημα της Σέλλεϋ: το ερωτευμένο ζευγάρι, ο αντίζηλος και ο δάσκαλος/επιστήμονας. Όλοι αυτοί έκαναν έναν μεγάλο διάλογο με ήρωες από τη ρομαντική κουλτούρα, αλλά και από τη φιλμογραφία. Μέσα τους βρίσκεται ο Χήκλιφ και η Κάθι, όπως βρίσκεται ο Γκάτσμπυ, όπως ο Μπέντζαμιν Μπάτον, όπως το Σολάρις κτλ. Οι ήρωες φτιάχνονται από τα υλικά που προϋπήρχαν. Γι’ αυτό είναι και τόσο προσεγγίσιμοι σε εμάς. Είναι οι διπλανοί μας άνθρωποι. Συνηθισμένοι άνθρωποι σε ασυνήθιστες καταστάσεις.
«Ή ιστορία δεν τελειώνει αν το αγόρι δε συναντήσει το κορίτσι», γράφεις στην Κυανή. Μπορείς να μοιραστείς κάτι για το τέλος αυτού του ρομαντικού δράματος; Όταν ξεκίνησα την Κυανή ο στόχος ήταν πώς «ο Φρανκ επιστρέφει για να βρει την Μπεθ». Δεν με ένοιαζε και δεν με νοιάζει και τώρα αν θα την βρει. Με ενδιαφέρει η επιστροφή, η κίνηση που ξαφνικά οδεύει, στοχεύει προς αυτήν (μπορεί και πάντα να στόχευε). Πρέπει να σκεφτούμε αυτήν την κίνηση σαν την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο. Είναι αργή και απολαυστική στο κάθε λεπτό: όσο και να σκεφτόμαστε το καλοκαίρι για παράδειγμα, η αναμονή για αυτό, ο χρόνος μας μακριά από αυτό, οι μέρες που το πλησιάζουμε είναι όλη η μαγεία. Αυτό είναι και το τέλος του έργου. Το έργο τελειώνει «την τελευταία μέρα της άνοιξης»…