Έχει ενδιαφέρον το πώς δύο από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του πλανήτη, που συμπτωματικά είναι υπεύθυνοι για τις δύο καλύτερες ταινίες της χρονιάς, βρίσκονται σε αυτή τη φάση της ζωής τους σε διάθεση ενδοσκόπησης και διαλόγου με το έργο τους, ακόμα κι αν τους χωρίζουν μερικές δεκαετίες: στο
Κάποτε… στο Χόλιγουντ, ο
Κουέντιν Ταραντίνο ξαναγράφει την ιστορία της βιομηχανίας των ονείρων μέσα από ένα προσωπικό ταξίδι στην εποχή που διαμόρφωσε την προσωπικότητα και την τέχνη του, φαινομενικά αποφασισμένος να συμφιλιωθεί με το επώδυνο τέλος της. Στον
Ιρλανδό, που ξεκίνησε previews την περασμένη εβδομάδα και κυκλοφορεί από σήμερα σε μεγαλύτερο κύκλωμα αιθουσών, ο
Μάρτιν Σκορσέζε συγκεντρώνει πρωταγωνιστές-τοτέμ κι αποχαιρετά οριστικά (μάλλον) το σινεμά των μαφιόζων, στο οποίο έβαλε ανεξίτηλη σφραγίδα τα τελευταία 30 χρόνια, με μια συναρπαστική, αλλά πένθιμη αποδόμηση ολόκληρου του είδους και της παρακαταθήκης του. Και οι δύο ταινίες τρέφονται από τη νοσταλγία, αλλά οι συγκεκριμένοι δημιουργοί βρήκαν τον τρόπο να δώσουν ουσιαστικό νόημα και να προτείνουν μια νέα αντιμετώπιση σε ένα faux συναίσθημα και μια τάση που έχει κατακλύσει τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα με τους πιο basic, τεμπέλικους, κυνικούς και προφανείς τρόπους.
Παρακολουθήσαμε τον
Ιρλανδό στην παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης πριν ένα μήνα και
μεταφέραμε πιο αναλυτικά (και σε κατάσταση ημι-trance) τις σκέψεις μας για αυτό το late-period σκορσεζικό αριστούργημα:
Στα πρώτα λεπτά του Ιρλανδού, της νέας ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε, οι πόρτες ανοίγουν και η κάμερα περιπλανιέται στο χώρο υπό τους ήχους μιας παλιάς doo wop επιτυχίας. Αν ο χρόνος καταστρέφει τα πάντα, δεν του γλιτώνει ούτε η πιο εμβληματική ίσως σκηνή ολόκληρης της φιλμογραφίας του αμερικανού σκηνοθέτη: το 1990, ο 48χρονος τότε Σκορσέζε πέταγε τον Ρέι Λιότα (ως γκάνγκστερ Χένρι Χιλ) και τους θεατές, μέσα στο αστραφτερό Copacabana (και στην απατηλή αγκαλιά της ζωής στην άλλη πλευρά του νόμου), ενώ οι Crystals τραγουδούσαν το “Then He Kissed Me”, στην κλασική εναρκτήρια σεκάνς του Goodfellas. Το 2019, το “In The Still Of The Night” των Five Satins καλωσορίζει το κοινό και το μονοπλάνο του Σκορσέζε εξερευνά σχεδόν διστακτικά έναν οίκο ευγηρίας, για να σταματήσει στη γερασμένη μορφή του πρώην εκτελεστή Φρανκ Σίραν, τον υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Είναι αυτή η καλύτερη δυνατή μοίρα στην οποία μπορεί να ελπίζει ένας μαφιόζος;
Αντιμέτωπος όχι μόνο με το είδος στο οποίο διέπρεψε, αλλά και με την αμερικάνικη Ιστορία του τελευταίου τετάρτου του 20ού αιώνα, ο Σκορσέζε κάνει ένα σχεδόν meta απολογισμό της καριέρας του κι εξακολουθεί, όπως και στο τρομερά υποτιμημένο Σιωπή, να αποζητά τη λύτρωση, εδώ με μια γενναιότητα που έχει τη δύναμη να αναστατώσει ακόμα και όσους βλέπουν μπροστά τους πολλά ακόμα κεριά (με την καβαφική έννοια). Αυτή τη φορά, οι εσωτερικές διεργασίες της μαφίας, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων της (επώδυνες ή διασκεδαστικές, εφήμερες και παντοτινές) και η ίδια η ταινία με τη βαρύτητα που κουβαλάει στην πραγματική ζωή (η μυθολογία γύρω από το δημιουργό, τους ηθοποιούς και τις σχέσεις της με προγενέστερα έργα, από το Νονό μέχρι Τα Καλά Παιδιά) είναι απλώς ο Δούρειος Ίππος για να κοιτάξει κατάματα ο Σκορσέζε το τίμημα των επιλογών στη ζωή ενός άντρα.
Από την στιγμή που ανακοινώθηκε, ο Ιρλανδός είχε ήδη εξασφαλισμένη τη θέση του στο σινεμά, όποια χρονιά κι αν κυκλοφορούσε. Τελικά έκανε πρεμιέρα-homecoming στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, προσφιλή θεσμό του σκηνοθέτη για ευνόητους λόγους, κι απαντήθηκαν σχεδόν όλα τα φλέγοντα ερωτήματα που το συνόδευαν όλα αυτά τα χρόνια της αναμονής:
Είναι το πολυσυζητημένο, πάνακριβο ψηφιακό de-aging των πρωταγωνιστών όσο αποτυχημένο βιάστηκαν να το ανακηρύξουν τα social media; Όχι. Μπορεί η πρώτη επαφή με το νεότερο Ντε Νίρο να σε στέλνει απευθείας στο Πολικό Εξπρές, αλλά συνηθίζεται γρήγορα και η κινηματογραφική μαεστρία του Σκορσέζε σε επαναφέρει στον κόσμο της ταινίας χωρίς άλλους αντιπερισπασμούς. (Και τέλος πάντων, όποιος θέλει να αφιερώσει 209 λεπτά από το χρόνο του για να καταγράφει πόσο, πού κι αν λειτουργεί το εφέ, μπορεί να πάει να γίνει εξυπνάκιας και όχι θεατής κινηματογραφικής ταινίας.)
Τι δουλειά έχει ο λάτρης της κινηματογραφικής εμπειρίας Σκορσέζε με το μεγαλύτερο εχθρό της σκοτεινής αίθουσας, το Netflix; Έχει 160 εκατομμύρια δουλειές: τόσα είναι τα λεφτά που κόστισε το φιλόδοξο project (τα προαναφερθέντα εφέ ανέλαβε η ILM της Lucasfilm, κι ο Τζορτζ δεν έκανε έκπτωση στον παλιόφιλό του) και η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι κανένα παραδοσιακό στούντιο στην παρούσα φάση της pop culture ανακύκλωσης δεν θα έδινε ούτε το 1/3 στο σκηνοθέτη για να πραγματοποιήσει το όραμά του. Ακόμα πιο θλιβερή είναι η πραγματικότητα ότι η μεγαλύτερη μερίδα του κοινού θα δει μια τόσο «κινηματογραφική» ταινία στην τηλεόραση, αλλά η ειρωνεία είναι μέρος του Ιρλανδού οπότε ίσως είναι και ταιριαστή.
Θα γραφτούν μερικές σελίδες κινηματογραφικής ιστορίας με την ένατη ένωση Ντε Νίρο-Σκορσέζε, την επιστροφή του Τζο Πέσι που είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση μέχρι που τον μετέπεισαν οι ικεσίες του Ντε Νίρο, και την πρώτη φορά που συνεργάζεται ο Σκορσέζε με τον Αλ Πατσίνο; Όπως θα έλεγε και η Μπίλι Άιλις… duh.
Για το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων 3,5 ωρών από τη στιγμή που συναντάμε τον Σίραν, η εξιστόρηση των γεγονότων που καθόρισαν τη ζωή του ως δεξιού χεριού πανίσχυρων παρανόμων είναι πάνω-κάτω κλασικός Σκορσέζε, με τον ενθουσιασμό των προηγούμενων εξορμήσεών του στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος να έχει μετριάσει η ορατή απειλή του χρόνου και των συνεπειών του, αλλά με το χιούμορ και τις κορυφαίες ερμηνείες των πρωταγωνιστών του να δίνουν αξία σε κάθε μικρό και μεγάλο επεισόδιο των τριών δεκαετιών στις οποίες πηγαινοέρχεται η ταινία. Ο Σίραν, βετεράνος του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, δουλεύει ως φορτηγατζής στην Φιλαδέλφεια όταν γνωρίζει τον τοπικό αρχι-μαφιόζο Ράσελ Μπουφαλίνο (Τζο Πέσι) και γίνεται το πιστό δεξί του χέρι. Αρχικά εισπράττει μετρητά για τα νέα του αφεντικά (που συμπεριλαμβάνουν τον Χάρβει Καϊτέλ σε ένα σύντομο πέρασμα), αλλά δεν αργεί η πρώτη δολοφονία για λογαριασμό τους. Όσο ο Φρανκ αφοσιώνεται στον Ράσελ, τόσο αποξενώνεται από τη σύζυγο και τις κόρες του – η μικρότερη, η Πέγκι (Λούσι Γκαλίνο κι αργότερα Άννα Πάκουιν), μοιράζει σιωπηλές καταδίκες στον πατέρα της σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Είναι η πρώτη φορά που ο Σκορσέζε, που συχνά δέχεται κριτική για την απουσία της γυναικείας ματιάς στις ταινίες του, αναλογίζεται σε τόση έκταση το τίμημα μιας τέτοιας δουλειάς στην οικογενειακή ζωή και το συμπέρασμά του είναι πιο σκληρό κι από την πιο ακραία έκρηξη βίας. Γρήγορα ο Φρανκ αποκτά ένα δεύτερο αφεντικό, τον Τζίμι Χόφα (Αλ Πατσίνο), φημισμένο πρόεδρο του συνδικάτου των οδηγών φορτηγών και πολέμιου των Κένεντι, με τον οποίο γίνεται στενός φίλος, μέχρι να δοκιμάσουν την αφοσίωσή του τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο I Heard You Paint Houses (ευφημισμός για τις εκτελέσεις, που γεμίζουν με αίμα τους τοίχους), στο οποίο ο αληθινός Σίραν αποκαλύπτει τη δική του εκδοχή-εμπλοκή στην εξαφάνιση του Χόφα, που αποτέλεσε ένα από τα πιο επίμονα μυστήρια του προηγούμενου αιώνα.
Ψωμί σε κόκκινο κρασί, as Catholics do…
Τους επόμενους μήνες, και ειδικά όταν ο οσκαρικός πυρετός θα χτυπάει κόκκινο, θα γίνει πολύς λόγος για τις τρεις κεντρικές ερμηνείες του Ιρλανδού. Μπορεί από μια άποψη να είναι αυτονόητο ότι ο Ντε Νίρο, ο Πατσίνο και ο Πέσι δεν θα στραβοπατούσαν (παρότι οι δύο πρώτοι το συνηθίζουν τα τελευταία χρόνια) σε μια ταινία του Σκορσέζε, αλλά τίποτα δεν προετοιμάζει για το τριπλό ρεσιτάλ τους, τόσο αργά στην καριέρα τους και τόσο καθοριστικά.
Ο Ντε Νίρο, εσωστρεφής, παθητικός κι όχημα για την στοχαστική μελαγχολία που κατακλύζει το τρίτο μέρος της ταινίας, αποκαθιστά την πληγωμένη φήμη του με μια εμφάνιση που άνετα συγκαταλέγεται στις καλύτερες στιγμές του. Παίζει έναν, περίπλοκο μεν, ανθρωπάκο δε επιστρατεύοντας κάθε ρυτίδα του προσώπου του κι έχει μια σκηνή στο τηλέφωνο αρκετά ισχυρή για να εξαλείψει κάθε Dirty Grandpa και Last Vegas από τη συλλογική μνήμη.
Ο Πέσι, στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση εδώ και 9 χρόνια (και μάλλον και την τελευταία της καριέρας του), αποχαιρετά την περσόνα που έχτισε στις ταινίες του Σκορσέζε με μια δαιμόνια αλλά διαμετρικά αντίθετη ερμηνεία από τις over the top του, που σφράγισαν τα 90s. Όταν έχεις σκοτώσει άνθρωπο με ένα στυλό, πρέπει να αναλογιστείς ποιο θα είναι το comeback σου κι ο Πέσι σοφά μοιράζει τρόμο σε μικρές, αόρατες δόσεις, χωρίς να χαραμίζει ούτε μια λέξη.
Αν εκείνος είναι η κρυφή δύναμη της ταινίας, η ολοφάνερη, εκκωφαντική, κι αναπόφευκτη tour de force ανήκει στον Πατσίνο, έναν Tasmanian devil του συνδικαλισμού, λάτρη του παγωτού και της ακρίβειας στα ραντεβού. Η ερμηνεία του είναι τόσο καταιγιστική που κλέβει ακόμα και τις σκηνές στις οποίες δεν εμφανίζεται – μπορεί αυτές οι περιγραφές να ανάβουν κόκκινο φωτάκι σε όσους δυσανασχετούν με τις τάσεις του Πατσίνο προς τη θεατρινίστικη υπερβολή, αλλά εδώ έχει απολύτως τον έλεγχο, δεν φλερτάρει ποτέ με την παρωδία και γενικά δικαιώνει τις δεκαετίες που χρειάστηκε να περάσουν για να συνεργαστεί τελικά ο Μάικλ Κορλεόνε με τον Σκορσέζε.
Καθώς η ταινία μικραίνει σε κλίμακα όσο πλησιάζει προς το τέλος της, η πένθιμη διάθεσή της τοποθετεί στις σωστές (ανθρώπινες) διαστάσεις ό,τι προηγήθηκε όχι μόνο στη συγκεκριμένη ιστορία αλλά και σε όσες παρόμοιες έχουν αφηγηθεί μαζί ή ξεχωριστά οι 4 βασικοί συντελεστές της εδώ και πέντε δεκαετίες. Κι από σήμερα, αξίζει να το δείτε σε μια κινηματογραφική αίθουσα (κυκλοφορεί στο Netflix στις 27 Νοεμβρίου)… γιατί οι αναμνήσεις φτιάχνονται στη μεγάλη οθόνη.
Η ταινία O Ιρλανδός κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Odeon.