Το σπίτι του Γιώργου Κιμούλη είναι στο Κολωνάκι («τα πιο φτηνά ενοίκια εδώ τα βρίσκεις πια», εξηγεί). Διακοσμημένο με κάδρα που απεικονίζουν κοστούμια παλιών ρόλων, πλημμυρισμένο με χιλιάδες βιβλία τοποθετημένα με τάξη στα ράφια («το 1/10 όσων έχω στην κατοχή μου» λέει, πιθανόν με μια δόση υπερβολής), συν μια μικρότερη αλλά αξιοπρόσεκτα ισορροπημένη συλλογή με cd, από Μαρία Κάλλας μέχρι Leonard Cohen και Τρύπες.
Σε κοιτάει στα μάτια από την πρώτη στιγμή που θα ανοίξει την πόρτα του, για ένα-δυο δευτερόλεπτα παραπάνω απ’ το συνηθισμένο. Σε ρωτάει ευγενικά όχι μόνο αν θες καφέ, αλλά και αν θες να σου παραγγείλει κάτι να φας. Κι ύστερα κάθεται απέναντί σου, ρουφάει μια γουλιά καφέ, ανάβει τσιγάρο, ακούει την πρώτη ερώτηση, σκέφτεται ένα-δυο δευτερόλεπτα παραπάνω απ’ το συνηθισμένο και αρχίζει να απαντάει – με το σταθερό τόνο και τον αργό ρυθμό των ανθρώπων που λένε κάτι σημαντικό. Ο χρόνος του είναι πολύτιμος, αλλά δείχνει να απολαμβάνει ως ένα βαθμό τη συνέντευξη. Το ίδιο και τη φωτογράφιση, ποζάροντας στο φακό με την άνεση ενός ανθρώπου που εντάξει, όσο να πεις, έχει συνηθίσει να τον κοιτάζουν, σε ό,τι κι αν μεταφράζεται αυτό…
Τι σας έκανε να ανεβάσετε τον «Επιστάτη»; Ένα από τα βασικά θέματα που με απασχολούν είναι η έννοια του άστεγου, όχι τόσο με την κυριολεκτική της σημασία, όσο με τo φιλοσοφικό και ποιητικό της συμβολισμό. Ο σύγχρονος, ο μετανεωτερικός άνθρωπος, δεν έχει πλέον τόπο να κατοικήσει, έχει χάσει τη στέγη που είχε κάποτε, έχουν γκρεμιστεί τα θεμέλιά του. Και σε επίπεδο αξιών και σε επίπεδο σκέψης, η οποία αναλύει το τώρα και φαντάζεται ή ονειρεύεται ένα μέλλον. Χωρίς κατοικία λοιπόν, χωρίς θεμέλια, ο άνθρωπος θα πάψει σιγά-σιγά και να σκέφτεται. Άρα η ιστορία ενός άστεγου που τον υποδέχονται δύο αδέρφια και του δίνουν ένα χώρο να μείνει, είναι μόνο το πρώτο επίπεδο της ιστορίας του «Επιστάτη». Πίσω απ’ αυτό, βρίσκεται η εξήγηση που δίνει ο Πίντερ για το γκρέμισμα, που ανέφερα πριν. Και η εξήγηση είναι ότι οι νεώτερες γενιές νοιώθουν στην ουσία ορφανές πατέρων. Δεν υπάρχει πια, ή έχει ακυρωθεί πλήρως, ο πατρικός λόγος. Στα παλαιότερα χρόνια, η γενιά που κινούταν στην πατρική ηλικία ήταν περήφανη γι’ αυτό που ήταν κάποτε. Έλεγαν «όταν ήμουν εγώ νέος…» – και το έλεγαν με μια περηφάνια. Ενώ οι σύγχρονοι πατεράδες λένε «όταν ήμουν νέος δεν ήξερα τι έκανα – τώρα ξέρω», διαγράφοντας στην ουσία οποιονδήποτε αγώνα είχαν κάνει, απομακρυνόμενοι εντελώς από οποιαδήποτε ιδεολογία ή κοινωνικοπολιτική θέση, με λίγα λόγια μετατρέποντας την ιδεολογία τους σε μια ιδεοληψία των νεανικών τους χρόνων, μόνο και μόνο για να μπορούν να δικαιολογούν την τωρινή τους πτώση στον απόλυτο κομφορμισμό.
Tο 99% πάντως των κλασικών έργων που ανεβαίνουν σήμερα διαφημίζονται ως «πιο επίκαιρα από ποτέ»… Δεν είναι πια κλισέ αυτό; Ναι, με το οποίο όμως δεν συμφωνώ. Η τέχνη δεν είναι επίκαιρη – η τέχνη είναι σύγχρονη. Δηλαδή τα ερωτήματα που παρουσιάζει (γιατί η τέχνη ερωτά, δεν απαντά), αφορούν το χρόνο στον οποίο διατυπώνονται. Ηθοποιοί του 2014, απευθύνονται σε θεατές του 2014. Αυτό που λέτε συμβαίνει γιατί και εσείς οι δημοσιογράφοι θα ‘θέλατε να ασχολείστε με πράγματα της επικαιρότητας, αλλά και κάποιοι ομότεχνοι πιστεύουν ότι χρησιμοποιώντας τη λέξη «επίκαιρο» ξυπνούν το ενδιαφέρον των θεατών.
Ο «Επιστάτης» θίγει μεταξύ άλλων το πρόβλημα της αδυναμίας στην επικοινωνία. Γιατί δυσκολευόμαστε να επικοινωνήσουμε; Γιατί ο λόγος έχει ηττηθεί. Κάποτε οι άνθρωποι πίστευαν ότι μέσω του λόγου μπορεί να βρεθεί μια κοινή γραμμή συνεννόησης. Από τη στιγμή που η ανθρωπότητα πέρασε στην περίφημη σκέψη της υποψίας (φιλοσοφικά αυτό έγινε με τον Νίτσε, τον Μαρξ και τον Φρόιντ), συνειδητοποιήσαμε ότι ο λόγος ουσιαστικά κρύβει αυτά που ο άνθρωπος σκέφτεται. Άρα η συνεννόηση πια δεν γίνεται βάσει αυτού που λέγεται, αλλά βάσει αυτού που κρύβεται πίσω απ’ το λόγο. Μέσω του ανείπωτου επικοινωνούμε.
Ο «Μπόρκμαν» του Ίψεν γιατί σταμάτησε στη μέση της σεζόν; Αυτό ήταν το σχέδιο. Ίσως δεν κατόρθωσε να γίνει καθαρό επικοινωνιακά, αλλά το σχέδιο ήταν να παιχτεί μέχρι τα Χριστούγεννα ο «Μπόρκμαν» και μετά ο «Επιστάτης».
Αναρωτιόμουν αν η περσινή σας περιπέτεια με την εφορία είχε αρνητικό αντίκτυπο στην παράσταση εμπορικά… Όχι. Πέρυσι έπαιζα τη «Μήδεια» σε γεμάτα θέατρα. Η περιπέτεια που λέτε, αν και δεν την καταλαβαίνω τη λέξη, το πρόβλημα τέλος πάντων, το έχουν τα 9/10 των Ελλήνων.
Πιστεύετε ότι στοχοποιηθήκατε; Αυτή την εντύπωση έχω, ναι. Για πολλούς λόγους. Με την έννοια ότι μέσω του Τύπου έμαθα αυτό που έμαθα. Με πήραν και μου είπαν ότι κάτι λέει η τηλεόραση. Εντάξει, είναι γνωστά τα τοπία αυτά…
Τι σας έμεινε από αυτή την ιστορία, τώρα που έχει περάσει καιρός; Δεν έχει περάσει κανένας καιρός. Είναι πρόσφατο, νωπό και επώδυνο. Για τον καθένα, όχι για ΄μένα που κινούμαι σε ένα χώρο επωνυμίας, αλλά και για οποιονδήποτε νιώθει ότι βάλλεται από ένα ολόκληρο σύστημα που τον περιβάλλει, δεν μπορεί να αμυνθεί και ταυτόχρονα δεν έχει το αίσθημα της ενοχής για κάτι.
Είναι σωστό να επηρεάζεται η εκτίμησή μας προς έναν καλλιτέχνη από γεγονότα ή συμπεριφορές που δεν συνδέονται άμεσα με το έργο του, όπως π.χ. με την πρόσφατη περίπτωση Γούντι Άλεν; Αυτό έχει άμεση σχέση με τον τρόπο που προβάλλεται πλέον στην εποχή μας το έργο ενός καλλιτέχνη. Ανέκαθεν όμως η προσωπική ζωή κάποιου επώνυμου ο οποίος παρήγαγε έργα σκέψης, είτε δημοσιογράφος, είτε φιλόσοφος, είτε πρύτανης, είτε καλλιτέχνης, μπερδευόταν με το έργο του. Είναι φυσικό ο άνθρωπος που καταναλώνει ένα προϊόν σκέψης, να μπερδεύει τον χαρακτήρα του ανθρώπου που το παράγει με το ίδιο το προϊόν. Γιατί το προϊόν είναι σχεδόν ταυτόσημο με τον παραγωγό. Είναι παλιά ιστορία. Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους που πέρασαν από τον πλανήτη, ο Χάιντεγκερ, το ίδιο πρόβλημα είχε. Ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς, ο Πιραντέλο, το ίδιο.
Εσείς προσωπικά το έχετε νιώσει; Ναι – και είναι φυσικό να γίνεται. Άλλωστε πολλαπλασιάζονται και οι χώροι μέσω των οποίων επικοινωνείς αυτά τα οποία παράγεις και όσο πιο πολλά είναι τα περιοδικά, τα sites, τα κανάλια, τόσο περισσότερο υλικό έχουν ανάγκη. Θα αναλύσουν μία-δύο-τρεις-πέντε-δέκα το ίδιο το έργο, ύστερα το γιατί, ύστερα το ποιος το κάνει, ύστερα τη ζωή του κ.ο.κ. Από την άλλη πλευρά, πολλές φορές η δημοσιογραφία έρχεται στην ανάγκη να ξεφύγει από την περιγραφή και την ανάλυση ενός πραγματικού γεγονότος και αρχίζει σιγά-σιγά να κατασκευάζει δικά της.
Οι παραστάσεις σας χαίρουν λαϊκής απήχησης χωρίς να είναι ελαφρά θεάματα. Πόσο εύκολο είναι να φτιάξει κανείς κάτι που να ‘ναι και διασκεδαστικό και ανήσυχο ταυτόχρονα; Δεν ξέρω αν συμβαίνει αυτό, το εύχομαι. Εγώ είμαι λάτρης του κοινού λόγου. Και κοινός λόγος σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο δεν είναι απλώς αυτό που μπορούν να καταλάβουν όλοι. Κοινός λόγος είναι το εργαλείο που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης ούτως ώστε την ίδια στιγμή, κάθε θεατής, διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου, να εισπράττει αυτό το οποίο ο ίδιος αξίζει να εισπράττει. Χωρίς βέβαια ολ’ αυτά να τα κάνεις μια ενιαία σούπα.
Αισθάνεστε διασκεδαστής παίζοντας στο θέατρο ή θεωρείτε πως η λέξη υποτιμά αυτό που κάνετε; Όχι, δεν το υποτιμά. Το θέατρο ήταν ανέκαθεν ένας χώρος όπου κάποιοι άνθρωποι αισθανόντουσαν μια αμηχανία όταν το αντιμετώπιζαν. Δεν μπορούσαν να το κατατάξουν εύκολα. Μην ξεχνάμε ότι για πολλά χρόνια οι ηθοποιοί ήσαν σχεδόν καταραμένοι. Η εκκλησία δεν τους έθαβε όταν πέθαναν. Κάτι λοιπόν συνέβαινε και κάτι συμβαίνει σ’ αυτό το χώρο… Συνεχίζει να δημιουργεί αυτή την αμηχανία – και καλώς τη δημιουργεί. Γιατί ακόμα και ο πιο σημαντικός διανοητής ή στοχαστής που κινείται στο χώρο του θεάτρου, οφείλει να ‘ναι και αλήτης.
Αλήτης με ποια έννοια; Με την έννοια του περιπλανώμενου, του παιχνιδιού, του δισυπόστατου, της αμφισημίας, του άτοπου. Ο ηθοποιός πρέπει και οφείλει να περπατά με τέχνη και στο λιμάνι και στο σαλόνι. Και στο πεζοδρόμιο και στο γραφείο. Άρα η έννοια του καμποτίνου-διανοούμενου, η έννοια του κλόουν-στοχαστή δεν είναι αντιφατικές στον ηθοποιό. Συνυπάρχουν.
Στην επόμενη σελίδα: Η έπαρση που του καταλογίζουν, ο ΣΥΡΙΖΑ, η άρνηση στις υποχωρήσεις, η ανυπομονησία.