Ξέρετε σίγουρα ποιοι είναι οι τίτλοι των αγαπημένων σας βιβλίων. Ξέρετε φυσικά και τους συγγραφείς που με τα έργα τους σας κράτησαν ξάγρυπνους ή στιγμάτισαν διαφορετικές περιόδους της ζωής σας.
Αρκετοί από εσάς ψάχνετε να βρείτε και το ξενόγλωσσο βιβλίο που σας κέντρισε το ενδιαφέρον ή το έχετε ήδη διαβάσει στο παρελθόν σε μια νέα ή και παλιότερη μετάφραση για την οποία έχετε ακούσει εγκωμιαστικά σχόλια.
Όμως πόσοι ασχολούνται με τους επιμελητές, αναγνωρίζουν τη συμβολή τους στην πραγματοποίηση μιας έκδοσης και πόσοι ακόμη ξέρουν με σαφήνεια να απαντήσουν ποιος είναι ο ρόλος τους;
Τέσσερις επιμελητές βιβλίων καλούνται να απαντήσουν στις ερωτήσεις της Popaganda και να φέρουν στο προσκήνιο τους ανθρώπους που είναι οι ακούραστοι εργάτες των γραμμάτων.
Δημήτρης Παπακώστας: Διάβασα προ αμνημονεύτων κάτι μαγικό που είπε ο Ουγκό: «Ο επιμελητής στιλβώνει τα πτερά του δαιμονίου». Έκτοτε δεν έχω βρει ακριβέστερη και κολακευτικότερη περιγραφή της δουλειάς μας. Το δαιμόνιο (το έργο, ο λόγος) είναι στο τραπέζι. Ο επιμελητής σκύβει πάνω του και βάζει στο γραπτό εκείνες τις πινελιές που λείπουν για να σταθεί και να αναδειχθεί καλύτερα.
Ακόμα και το γραπτό του καλύτερου τεχνίτη έχει ανάγκη αυτό το τρίτο, καθαρό μάτι, του επαγγελματία επιμελητή. Όχι του σχολαστικού φιλολόγου ή της κυρα-δασκάλας που κατακοκκινίζει τα τυπικά λάθη αλλά συχνά χάνει την ουσία του γραπτού. Γιατί τα γραπτά είναι πολλών ειδών και η επιμέλεια ποικίλλει από το ένα στο άλλο. Κείμενα στη μητρική, κείμενα μεταφρασμένα, πεζογραφία, ποίηση, δοκίμια, ειδικά βιβλία και λευκώματα. Το καθένα με τις ανάγκες του. Όλα θέλουν ένα συγύρισμα. Ο επιμελητής νοικοκυρεύει πράγματα που ίσως βρίσκονται σε αταξία (εκφραστικές αστοχίες, άσκοπες επαναλήψεις, λογικά λάθη, παρανοήσεις ή παραλείψεις στη μετάφραση), ελέγχει πραγματολογικά στοιχεία, προσθέτει και αφαιρεί σημειώσεις, διατάσσει και αναδιατάσσει την ύλη.
Είναι γενικών καθηκόντων πρόσωπο ο επιμελητής ενός βιβλίου. Είναι (ιδανικά) ο φύλακας-άγγελος της έκδοσης. Δεν απαριθμούνται όλα όσα κάνει.
Συχνά ο επιμελητής, όταν δεν πρόκειται για κάποιον ειδικό που απλώς έχει θεωρήσει λ.χ. επιστημονικώς ένα κείμενο, αναλαμβάνει και την τυπογραφική διόρθωση. Εγώ το απαιτώ από τους εκδότες. Εκεί έχεις την ευκαιρία να διαβάσεις μια τελευταία φορά το γραπτό, καθαρό, να δεις κι άλλα πράγματα που σου ξέφυγαν, να κάνεις μια συμπληρωματική επιμέλεια.
Γενικά, υπάρχουν αρχές και κανόνες στη γλώσσα και στη δουλειά. Αλλά δεν χρειάζεται σχολαστικισμός και τυφλή υπακοή στις γραμματικούρες. Τα μεγάλα έργα του λόγου είναι μεγάλα γιατί κάπου, στη δομή, στην έκφραση, έχουν κάτι ιδιόμορφο, πρωτότυπο, ατίθασο, έξω από τα μέτρα. Ο λόγος είν’ ένα άγριο άλογο, είναι η ίδια η ποίηση, σε πρόζα ή σε στίχους. Και θέλει αναγνώριση και σεβασμό.
Τάσος Νικογιάννης: Για να κάνω έναν παραλληλισμό με τον χώρο της μουσικής, η δουλειά του επιμελητή θυμίζει εκείνη ενός παραγωγού, ενώ του διορθωτή εκείνη ενός ηχολήπτη. Αποστολή του επιμελητή είναι να δει με καθαρή ματιά το υλικό του συγγραφέα ή του μεταφραστή, και να το φωτίσει από γωνίες που ο δημιουργός, ακριβώς λόγω της στενής σχέσης με το έργο του, ενδεχομένως δεν έχει τη δυνατότητα να δει. Ο διορθωτής, από την άλλη, είναι επιφορτισμένος με την άρτια γραμματική, συντακτική και τυπογραφική αποτύπωση του έργου στην έντυπη μορφή του. Κυρίως για λόγους οικονομίας, μπορεί ο επιμελητής να αναλάβει και τη διόρθωση του βιβλίου – σενάριο που συναντάμε συχνά, αν και όχι ιδανικό, μιας και η ανάγνωση από ένα δεύτερο ή και τρίτο ζευγάρι μάτια πάντα φέρνει στην επιφάνεια αβλεψίες, που έχουν διαφύγει από τον επιμελητή/διορθωτή.
Χρύσα Φραγκιαδάκη: Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι με τον όρο «επιμελητής βιβλίων» δεν εννοώ, στις απαντήσεις μου, τον επιμελητή εκδόσεων, τον ενορχηστρωτή και μαέστρο δηλαδή της έκδοσης, ο οποίος έχει τον συντονισμό όλων των παραγόντων της, τη σφαιρική εποπτεία και τη συνολική ευθύνη για το τελικό αποτέλεσμα.
Από εκεί και πέρα, υπάρχουν τρεις διακριτές, θεωρητικά, ιδιότητες, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο ενός βιβλίου: του επιμελητή (συμβούλου επί του περιεχομένου και της δομής του κειμένου, και κριτικού αναγνώστη), του γλωσσικού επιμελητή και του διορθωτή. Στα καθ’ ημάς, οι δύο τελευταίες συμπίπτουν, ως επί το πλείστον, σε ένα πρόσωπο (ενίοτε και οι τρεις).
Η γλωσσική επιμέλεια, λοιπόν, έχει να κάνει με την εκφραστική σαφήνεια του κειμένου, τη βελτίωση της γλώσσας σε όλα τα επίπεδα, τον έλεγχο των πραγματολογικών στοιχείων, των παραθεμάτων, τη σωστή και ομοιόμορφη παρουσίαση της βιβλιογραφίας, την αντιπαραβολή με το πρωτότυπο αν πρόκειται για μετάφραση. Η τυπογραφική διόρθωση περιλαμβάνει τη διόρθωση των ορθογραφικών λαθών και των έλεγχο των τυπογραφικών στοιχείων (τοποθέτηση κεφαλίδων, σελιδαρίθμιση κλπ), καθώς τον έλεγχο για την ομοιόμορφη χρήση όμοιων γλωσσικών και τυπογραφικών στοιχείων κλπ. Ο γλωσσικός επιμελητής δεν επεμβαίνει (παρά μόνο σε επίπεδο γνώμης, αν το κρίνει αναγκαίο) σε δομικά στοιχεία του κειμένου (πχ πλοκή, χαρακτήρες κλπ αν πρόκειται για λογοτεχνία) τα οποία έχει δει ο γενικός επιμελητής. Σε ό,τι αφορά τη γλωσσική επιμέλεια και τη διόρθωση, είναι προφανές ότι, είτε από το ίδιο είτε από χωριστά πρόσωπα γίνονται, υπάρχει σύμπτωση στο βασικό επίπεδο του τυπικού λάθους· δηλαδή, κατά το στάδιο της αρχικής επιμέλειας δεν υπάρχει περίπτωση να μη διορθώσει κάποιος το προφανές γλωσσικό λάθος επειδή θα ακολουθήσει η τυπογραφική διόρθωση. Από την άλλη, ο (ξεχωριστός) διορθωτής στο τελικό στάδιο δεν επεμβαίνει αυθαίρετα σε γλωσσικές επιλογές που έχει ήδη κάνει, πριν από αυτόν, ο γλωσσικός επιμελητής.
Ειρήνη Χριστοπούλου: Ο επιμελητής ενός βιβλίου έχει τη συνολική ευθύνη για την έκδοση. Εμπλέκεται δηλαδή στον σχεδιασμό της και ως προς τα εξωτερικά της, τεχνικά χαρακτηριστικά (ενδεικτικά: σελιδοποίηση, τοποθέτηση φωτογραφικού/εικονογραφικού υλικού, επιλογή εξωφύλλου, επιλογή χαρτιού και βιβλιοδεσίας), ως προς την πλαισίωση-παρουσίασή της (δηλαδή αν στο βιβλίο θα πρέπει να υπάρχει πρόλογος, επίμετρο ή αν θα πρέπει να προστεθούν σημειώσεις, ευρετήριο ή ένας χάρτης, ποιο θα είναι το κείμενο του οπισθοφύλλου κ.λπ.) αλλά και ως προς την ουσία του κειμένου (παρεμβάσεις σε αυτό εφόσον υπάρχει κάποιος λόγος και ύστερα από συνεννόηση με τον συγγραφέα ή τον μεταφραστή). Ο επιμελητής δουλεύει παράλληλα με τον διορθωτή και σε συνεργασία με αυτόν, αλλά παρεμβαίνει σε διαφορετικό επίπεδο. Η γλωσσική επιμέλεια σε επίπεδο τυπογραφικών, ορθογραφικών, αλλά και εκφραστικών διορθώσεων ανήκει στον διορθωτή. Ωστόσο τον τόνο και το μέτρο της παρέμβασης στην έκδοση τον δίνει ο επιμελητής της έκδοσης.
Δημήτρης Παπακώστας: Κάπως ξεκινάει κανείς σ’ αυτή τη δουλειά. Στην αρχή δεν είσαι επ’ ουδενί επιμελητής – το πολύ πολύ ένας διορθωτής με ανησυχίες.
«Επιμελήθηκα» τα πρώτα μου βιβλία στις εκδόσεις Κάκτος, τέλη της δεκαετίας του 1970. Το ένα ήταν οι Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής του Νικηφόρου Βρεττάκου, συγκεντρωμένα δημοσιεύματα στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Ωραίος άνθρωπος, συνεργαστήκαμε καλά. Με ευχαρίστησε και γραπτώς (στην αφιέρωση ενός αντιτύπου που το έχω ακόμη), για την προσοχή μου μάλλον παρά για τη σοφία μου.
Το άλλο βιβλίο που «επιμελήθηκα» τότε δεν ήθελε επιμέλεια αλλά την απαιτούμενη τρέλα και συνενοχή στην έκδοσή του: ο ανεπανάληπτος Μιχάλης Κατσαρός έφτιαξε μια «ανθολογία» ποιημάτων απ’ όλες τις μέχρι τότε συλλογές του. Έφερε στον εκδότη ένα απερίγραπτο μάτσο φωτοτυπημένα χαρτιά, μικρά, μεγάλα, κολλημένα, ψαλιδισμένα, χωρίς καμία απολύτως σειρά και λογική, χωρίς αναφορά στις πρώτες δημοσιεύσεις τους, δεν ήθελε καν Πίνακα Περιεχομένων. Ήταν μια αρπαχτή τού (φίλου στη συνέχεια) εκδότη Οδυσσέα Χατζόπουλου και του Μιχάλη Κατσαρού, που η μόνη τους διαφορά στην τρέλα ήταν τα ονόματά τους.
Ο Χατζόπουλος έδωσε στον Κατσαρό μερικά κατοστάρικα, θυμάμαι, και ένα σ’ εμένα. Ξεκινήσαμε, ο Κατσαρός αγέρωχος, χαρούμενος σαν παιδί, μακριά μαλλιά, μυστήρια γυαλιά, και πήγαμε σε μια ψησταριά στην Ομόνοια, καθίσαμε στο πεζοδρόμιο, εκείνος με το θρυλικό παλτό, εγώ με αμπέχονο, και φάγαμε σαν μπέηδες μισό κοτόπουλο. Με μπίρα. Με κέρασε ένας μύθος για τον οποίο ένιωθα δέος. Ήξερα το Κατά Σαδδουκαίων απέξω. Το βιβλίο δεν πούλησε, φυσικά. Η χρυσή αμοιβή μου γι’ αυτή τη δουλειά ήταν δύο φοβεροί ανέκδοτοι στίχοι (διόλου απίθανο να τους σκάρωσε εκείνη τη στιγμή) που μου έγραψε σ’ ένα χαρτάκι και μου τους χάρισε. Τους έχω καδραρισμένους.
Τάσος Νικογιάννης: Το πρώτο μεταφρασμένο βιβλίο που επιμελήθηκα ήταν το Ecstasy του Irvine Welsh. Η τύχη και το προνόμιο να δουλεύω σε βιβλίο αγαπημένου συγγραφέα είχε αντισταθμιστεί από το γεγονός ότι λίγο μετά την κυκλοφορία του Trainspotting στα ελληνικά, είχε (άδικα) γίνει μεγάλη κουβέντα τόσο για τη μετάφραση όσο και για την επιμέλειά του.
Το πρώτο βιβλίο Έλληνα συγγραφέα πάνω στο οποίο δούλεψα ήταν η Ανταρκτική της Άντζελας Δημητρακάκη. Κοιτώντας πίσω, ήταν μία once in a lifetime εμπειρία. Για πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο της γενιάς μου που καινοτομούσε τόσο υφολογικά όσο και εννοιολογικά, με την ένταση και το νεύρο ενός Generation-Xer. Μέσα από τη συνεργασία μου με την Άντζελα επαναπροσδιόρισα τα σύνορα του συμβατικά «αποδεκτού» και απέκτησα συνολικά ένα πολύ πιο ανοικτό βλέμμα σε ό,τι είχε να κάνει με το βιβλίο ως πολιτισμικό προϊόν. Από εκείνη τη συνεργασία, λοιπόν, θυμάμαι αμέτρητα emails, κασέτες με μπάντες της Chemikal Underground, αφίσες σε τοίχους γραφείων που ξαφνικά γίνονταν κεφάλαια βιβλίου και κυρίως μία συγγραφέα που σήμερα βρίσκεται μεταξύ των κορυφαίων δημιουργών της χώρας μας.
Χρύσα Φραγκιαδάκη: Παρά την από παιδί βιβλιοφιλία μου, ούτε οι σπουδές μου ούτε τα σχέδιά μου περιείχαν την προοπτική της συγκεκριμένης επαγγελματικής ενασχόλησης. Έχοντας μόλις αποφοιτήσει από το Γεωλογικό Τμήμα της τότε Φυσικομαθηματικής Σχολής Αθηνών, μια από τις πρώτες, προσωρινές (πού να ‘ξερα!) δουλειές μου έτυχε να είναι η επιμέλεια ενός γεωλογικού λεξικού. Τα λήμματα ήταν πολύ κακομεταφρασμένα, κι έτσι αναγκάστηκα να κάνω γλωσσική επιμέλεια, για την οποία μέχρι τότε δεν είχα ιδέα. Ο εκδότης εκείνης της μονοπρόσωπης εταιρείας ήταν κάπως απρόβλεπτος (τόσο που αναγκάστηκα να επινοήσω έναν… μπόιφρεντ που δεν διέθετα τη συγκεκριμένη περίοδο, για να με αφήσει ήσυχη αλλά και για να μου πληρώσει τα δεδουλευμένα μου). Το έργο δεν τελείωσε ποτέ, νομίζω ότι σύντομα η εταιρεία έκλεισε. Ωστόσο, η πρώτη εκείνη, παράπλευρη, ενασχόληση με τη γλώσσα, αν και απομαγευτική ως εργασιακή σχέση, υπήρξε ταυτόχρονα και καθοριστική: διαπίστωσα ότι, με όλο το δέος και τον σεβασμό που έτρεφα για τους αριθμούς, ήμουν φτιαγμένη περισσότερο για τη σαγήνη των λέξεων. Έκτοτε άρχισα να ψάχνω μόνο για σχετικές «προσωρινές» ή συμπληρωματικές δουλειές κα κάποια στιγμή βρέθηκα με βιβλία εφορίας, επαγγελματική σφραγίδα που τότε ανέγραφε τον τίτλο «Διορθώτρια τυπογραφικών δοκιμίων» και… με χρέη στο ταμείο μου. Full Monty επαγγελματίας, δηλαδή, αν και κατά καιρούς άσκησα το επάγγελμα από μισθωτές θέσεις.
Ειρήνη Χριστοπούλου: Το πρώτο βιβλίο που επιμελήθηκα-διόρθωσα ήταν το μυθιστόρημα της Λέσλι Γκλάιστερ Ένοχα παιχνίδια σε πολύ ωραία μετάφραση της Τερέζας Βεκιαρέλλη το 2001. Θυμάμαι το βάρος της ευθύνης και του λάθους που ένιωθα για κάθε μου παρέμβαση, την αγωνία για το τελικό αποτέλεσμα και τον τρόμο απέναντι στην τυπωμένη σελίδα, που έχει κάτι το τελεσίδικο. Όλα αυτά με ακολουθούν ακόμα και τώρα – ευτυχώς μετριασμένα από τα χρόνια της εμπειρίας.
Δημήτρης Παπακώστας: Οι παρεμβάσεις του επιμελητή σ’ ένα έργο πρέπει να περιορίζονται σ’ αυτά που έχει πραγματικά ανάγκη. Και το όριο είναι ώς εκεί όπου ο συγγραφέας αναγνωρίζει πάντα τη δική του φωνή στο γραπτό. Σιγά σιγά μαθαίνεις ότι δεν χρειάζεται υπερδιόρθωση (συχνό φαινόμενο, για να παρουσιάσει έργο ο επιμελητής, λέγοντας συνήθως τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια – παιδική ασθένεια των επιμελητών). Μαθαίνεις να σέβεσαι τον συγγραφέα και το γραπτό του. Να μην τα «σιδερώνεις» τα κείμενα, για να τα κάνεις όλα ίδια, ή να τα φέρεις στα μέτρα του δικού σου λόγου, των ακουσμάτων σου. Κάθε γραπτό έχει δική του, ξεχωριστή προσωπικότητα, έχει τη φωνή του συγγραφέα του, του μεταφραστή του. Όπως οι άνθρωποι, έτσι και τα γραπτά είναι το ύφος τους. Σπάνια λένε καινούργια πράγματα – όλα έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί. Το καινούργιο, το δικό τους, είναι το ύφος τους. Κι αυτό θέλει σεβασμό και υποστήριξη.
Πρέπει να δεις και ν’ αφουγκραστείς το γραπτό. Ένας χειμαρρώδης λόγος ή ένας ασθματικός θέλουν την ανάλογη στίξη. Ο κοφτός λόγος δεν πρέπει να ενώνεται σε μεγάλες, φλύαρες προτάσεις. Δεν γράφτηκε έτσι. Και το αντίθετο. Το πρωτότυπο είναι μπροστά σου και μιλάει, υπαγορεύει. Πρέπει να ξέρεις ν’ ακούς.
Αν ήταν συνεργείο η επιμέλεια, θα έλεγα ότι αρκεί να κάνεις το χαλασμένο αυτοκίνητο να κινείται ξανά με ασφάλεια, βάζοντας καλά ανταλλακτικά και προσοχή στη δουλειά. Το αυτοκίνητο ανήκει πάντα στον πελάτη. Το παίρνει και τραβάει το δρόμο του.
Τάσος Νικογιάννης: Το όριο συνήθως βρίσκεται στο τριμερές σύνορο της σχέσης ανάμεσα σε εκδότη/συγγραφέα/επιμελητή. Ιδανικά ο επιμελητής μπορεί να παρέμβει απόλυτα, αλλά εξίσου ιδανικά ο επιμελητής δεν θα πρέπει να πειράξει ούτε μία τελεία από το έργο που του παραδίδεται. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του συγγραφέα από τον εκδότη, και εκεί οι οδηγίες προς τον επιμελητή είθισται να συνοψίζονται στην όσο κατά το δυνατόν πιο διακριτική παρέμβαση στα απολύτως απαραίτητα. Από την άλλη, δεν είναι σπάνιο ο εκδότης να αναγνωρίζει στο χειρόγραφο μία ενδιαφέρουσα πρώτη ύλη και να ζητά από τον επιμελητή να επέμβει ριζικά ώστε να την οργανώσει, κάνοντάς την πιο ελκυστική στον αναγνώστη.
Χρύσα Φραγκιαδάκη: Μιλώντας πάντα για το πεδίο ευθύνης του γλωσσικού επιμελητή/διορθωτή, που είναι η δική μου ειδικότητα, το όριο επέμβασης θα έλεγα ότι είναι, θεωρητικά, τα αυταπόδεικτα γλωσσικά (συντακτικά, γραμματικά, ορθογραφικά) καθώς και πραγματολογικά λάθη, τα οποία έχει το απόλυτο δικαίωμα αλλά και την απόλυτη ευθύνη να διορθώσει. Στην πράξη, το όριο είναι κάθε παρέμβαση η οποία, από την αίσθηση και την εμπειρία του, μπορεί να βελτιώσει – και όχι να αλλοιώσει– εκφραστικά και γλωσσικά το κείμενο (πχ. αλλαγή γλωσσικού ύφους και επιπέδου όπου χρειάζεται: χρήση αργκό ή νεανικής σλανγκ, διόρθωση αναχρονιστικού λεξιλογίου κλπ), υπό τον απαράβατο όρο να ενημερώνεται και να συναινεί ο συγγραφέας/μεταφραστής (ή ο επιμελητής της έκδοσης, αν λειτουργεί ως μεσάζων).
Ειρήνη Χριστοπούλου: Ο επιμελητής οφείλει να αφουγκραστεί το κείμενο και τις ανάγκες του, δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει στη θέση του συγγραφέα ή του μεταφραστή – μεγάλος πειρασμός όταν έχεις στα χέρια σου ένα κόκκινο στιλό. Μπορεί να προτείνει λύσεις, να επισημάνει αδυναμίες, να συνεργαστεί με τον συγγραφέα και τον μεταφραστή, αλλά η δουλειά του έρχεται να υποστηρίξει το έργο τους και όχι να το καπελώσει ούτε να το οικειοποιηθεί.
Δημήτρης Παπακώστας: Η συνταγή για μια καλή συνεργασία συγγραφέα-επιμελητή είναι μία: καλοπιστία. Να πιστέψει ο συγγραφέας/ο μεταφραστής ότι ο συχνά άγνωστός του επιμελητής είν’ ένας άνθρωπος που ξέρει τη δουλειά του, όχι κάποιος που με ερασιτεχνισμούς κοιτάει να μάθει στου κασίδη το κεφάλι, ή κανένα ψώνιο που πάει να βγάλει δικές του εμμονές και συγγραφικά απωθημένα στο ξένο κείμενο.
Και ο επιμελητής, από τη μεριά του, πρέπει να πλησιάσει με σεβασμό κι ανοιχτό μυαλό το γραπτό του άλλου, είτε πρόκειται για έμπειρο, καταξιωμένο συγγραφέα/μεταφραστή είτε για άπειρο.
Οι όροι γίνονται ιδανικοί όταν τα χνότα συγγραφέα και επιμελητή ταιριάζουν. Δεν είναι σπάνιο. Και γίνονται ιδανικότεροι όταν ο εκδότης καλύπτει με την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του τον επιμελητή, εξουσιοδοτώντας τον έτσι σιωπηρά να εκπροσωπεί τον εκδοτικό οίκο και τη γραμμή του.
Ευτύχησα να συνεργαστώ με ωραίους λόγιους και συγγραφείς. Είδα, πήρα, έμαθα και μαθαίνω. Κι έβγαλα ένα συμπέρασμα: οι μεγάλοι συγγραφείς αναγνωρίζουν γενναιόδωρα τη συμβολή σου, μια λέξη που πρότεινες, ένα κόμμα που έβαλες, και σ’ ευχαριστούν. Οι μικροί δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Θεωρούν το γραπτό τους τέλειο, τον εαυτό τους φτασμένο. Αυτοί δεν πάνε μακριά. Γιατί στα χέρια ενός επαρκούς επιμελητή το καλό γραπτό γίνεται καλύτερο. Το κακό δεν πάει από μόνο του πουθενά.
Τάσος Νικογιάννης: Τα συστατικά μίας ιδανικής συνεργασία είναι ένα χειρόγραφο που συναντά την αισθητική του επιμελητή και μία στενή προσωπική σχέση με τον συγγραφέα. Αυτοί οι δύο παράγοντες επιτρέπουν στον επιμελητή να αφουγκραστεί με ακρίβεια τις προθέσεις του δημιουργού και να τις υπηρετήσει πιστά, εξαντλώντας τις δυνατότητες του έργου. Προφανώς, αυτή είναι μία συνθήκη που δεν απαντάται συχνά (προσωπικά, μου έχει συμβεί σε μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού περιπτώσεις). Όταν δεν υπάρχει προϋπάρχουσα σχέση, το πρώτο βήμα είναι η γνωριμία με τον συγγραφέα: μέσα από συζητήσεις μαζί του αποκαλύπτεται το κίνητρό του να γράψει, αλλά και οι στόχοι του σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Ο επιμελητής καλείται να αφομοιώσει την πληροφορία και να προτείνει στον συγγραφέα δρόμους που θα υπηρετήσουν ιδανικά τόσο το κίνητρο όσο και τους στόχους. Σε μία δημιουργική συνεργασία, οι προτάσεις αυτές αποτελούν γόνιμο έδαφος για να επεξεργαστεί ο συγγραφέας το υλικό του με ευρύτερη ματιά, αλλά δεν είναι σπάνιες περιπτώσεις δημιουργών που τρομάζουν να αποχωριστούν και ένα θαυμαστικό από το χειρόγραφό τους. Ένα στατιστικό οξύμωρο που έχω κρατήσει από την εμπλοκή μου στον χώρο της βιβλιοπαραγωγής είναι ότι οι συστηματικοί δημιουργοί (είτε συγγραφείς είτε μεταφραστές) είναι πιο ανοικτοί στο feedback του επιμελητή (σχεδόν το αποζητούν), ενώ οι πρωτοεμφανιζόμενοι διακατέχονται από μία (ενδεχομένως δικαιολογημένη;) δυσπιστία.
Χρύσα Φραγκιαδάκη: Καθώς συμβαίνει να επιμελούμαι κυρίως μεταφράσεις, έχω εμπειρία κυρίως από σχέσεις με μεταφραστές, χωρίς να αποκλείονται και κάποιες περιπτώσεις που συνεργάστηκα με συγγραφείς για πρωτότυπο έργο. Ο τρόπος που δουλεύω είναι χονδρικά ο εξής: κάνω την πρώτη διόρθωση σε αρχείο Word, όπου συνήθως (και οπωσδήποτε, αν μου ζητηθεί) αφήνω ορατές τις καθαυτού διορθώσεις (ορθογραφικά, συντακτικά, τυπογραφικά) ώστε να μπορεί να τις δει κάθε ενδιαφερόμενος και πρωτίστως ο μεταφραστής/συγγραφέας, ενώ επισημαίνω με τη λειτουργία Σχόλια κάθε αστοχία μεταφραστική, νοηματική, πραγματολογική κλπ., καθώς και τις δικές μου προτάσεις. Όταν τελειώσω, στέλνω το αρχείο είτε απευθείας στον μεταφραστή/συγγραφέα είτε στον επιμελητή της έκδοσης, και περιμένω απαντήσεις είτε μέσω του ίδιου του αρχείου, είτε με μέιλ, συχνά όμως λύνουμε θέματα και διά ζώσης, τηλεφωνικά.
Η συνθήκη για μια καλή και αποδοτική συνεργασία είναι, νομίζω, απλή και διαχρονική: it takes two to tango. Πρέπει να υπάρχει αμοιβαία διάθεση γι’ αυτήν, παράλληλα με αμοιβαίο σεβασμό και με την αίσθηση ότι και τα δύο μέρη δουλεύουν για το καλό του κειμένου. Υπάρχουν, βέβαια, περιπτώσεις που ο συγγραφέας/μεταφραστής προσέρχεται με την προκατάληψη ότι ο επιμελητής είναι εκ προοιμίου «κρυπτοσυγγραφέας» και ότι θα του αλλάξει το κείμενο, καθώς και περιπτώσεις που εμείς oι επιμελητές το παρακάνουμε σε παρεμβάσεις χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού. Τον τόνο, πάντως, πιστεύω ότι τον δίνει ο επιμελητής, με τη διακριτική συμπεριφορά του και την πειστική επιχειρηματολογία του. Μου έχει τύχει η πρώτη κουβέντα που άκουσα από συγγραφέα να είναι «να ξέρετε ότι δεν θα δεχτώ καμία διόρθωση, είμαι φιλόλογος ο ίδιος και επίσης έχω πολύ κακές εμπειρίες από επιμελητές», να «στραβώσω» κι εγώ γιατί έβλεπα ότι υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να διορθωθούν, αλλά τελικά να τελειώνει η συνεργασία με ενθουσιώδη εκτίμηση από μέρους του συγγραφέα και με δική μου ικανοποίηση ότι έκανα τα δέοντα και συνεισέφερα στο να γίνει ένα καλό κείμενο καλύτερο.
Ειρήνη Χριστοπούλου: Στο επίκεντρο της συνεργασίας με τους συγγραφείς είναι το ίδιο το κείμενο και το τελικό αποτέλεσμα: το βιβλίο. Όταν οι συγγραφείς αντιληφθούν ότι σέβεσαι το έργο τους, «ακούς» το κείμενό τους και σκέφτεσαι προς την κατεύθυνση του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος, συνήθως σε εμπιστεύονται και η συνεργασία είναι ομαλή. Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν είτε ο επιμελητής είτε ο συγγραφέας είναι αμετακίνητοι στις απόψεις τους.
Δημήτρης Παπακώστας: Παλιότερα, όταν η έννοια «επιμέλεια κειμένων» ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα (και για μερικούς εκδότες παραμένει), βλέπαμε σε ξένες εκδόσεις (με ζήλια σχεδόν, και παράπονο) τους συγγραφείς να ευχαριστούν πάντα, πριν απ’ όλους, τον επιμελητή τους, κι ύστερα τον εκδότη, φίλους, την οικογένεια, τη μαμά.
Ευτυχώς, αρκετά χρόνια τώρα, ο επιμελητής κειμένων θεωρείται κι εδώ σημαντικός κι απαραίτητος συντελεστής μιας καλής, σοβαρής έκδοσης.
Τάσος Νικογιάννης: O ρόλος του editor στο εξωτερικό είναι σαφώς αναβαθμισμένος σε σχέση με ό,τι επικρατεί στον χώρο της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Στη χώρα μας συχνά ταυτίζεται με τον άνθρωπο που αναλαμβάνει τη φιλολογική επιμέλεια του έργου, έννοια σαφώς στενότερη απ’ αυτό που αντιλαμβάνονται ως editor στο εξωτερικό. Ένας editor μπορεί να ζητήσει από τον συγγραφέα του να του παραδώσει αμέτρητα drafts μέχρι να καταλήξουν στην τελική μορφή ενός έργου, προσχέδια με εναλλακτικές πλοκές ή χαρακτήρες, και από εκείνο το σημείο θα ακολουθήσει ένα δεύτερο στάδιο συνεργασίας, όπου έχοντας καταλήξει στη σκαλέτα του βιβλίου θα αναπτυχθεί συνολικά το έργο. Στην Ελλάδα κάτι τέτοιο σπανίζει, και συνήθως το πρώτο χειρόγραφο που υποβάλλεται από τον συγγραφέα θεωρείται ότι είναι και το τελικό. Παρ’ όλα αυτά, και στη χώρα μας οι εκδότες λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την άποψη του επιμελητή, ο οποίος συχνά παίζει και τον ρόλο του «αναγνώστη», δηλαδή του ανθρώπου που εισηγείται θετικά ή αρνητικά την έκδοση ενός βιβλίου.
Χρύσα Φραγκιαδάκη: Δεν έχω προσωπική εμπειρία από δουλειές στο (ή για το) εξωτερικό, αλλά από όσα διαβάζω και ακούω από συναδέλφους με πιο… κοσμοπολίτικη καριέρα, στο εξωτερικό (κυρίες στον αγγλοσαξονικό εκδοτικό χώρο), υπάρχει σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων του επιμελητή (editor) και του διορθωτή ( proofreader), με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το κύρος τους, την καλύτερη άσκηση των καθηκόντων τους αλλά και, υποθέτω, τους οικονομικούς όρους απασχόλησής τους. Υπάρχει, επίσης, σε μεγαλύτερο βαθμό εξειδίκευση στο είδος των κειμένων που επιμελείται κάποιος (πχ. κλασικά έργα, αστυνομική λογοτεχνία, ιστορικά έργα, δοκίμια). Στην Ελλάδα, ισχύει γενικά η γνωστή ευκολία του «δύο σε ένα», και βέβαια όχι ανάλογα αμειβόμενοι, με αποτέλεσμα να αναγκαζόμαστε όλοι να αναλαμβάνουμε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους δουλειές ταυτόχρονα, ενίοτε με συνέπειες στην απόδοση.
Ειρήνη Χριστοπούλου: Η επιμέλεια στην Ελλάδα είναι συγκεχυμένη με τη διόρθωση, αλλά αυτό έχει να κάνει με την εκδοτική μας κουλτούρα. Στο εξωτερικό οι editors έχουν ακέραια την ευθύνη για τους τίτλους και τους συγγραφείς που αναλαμβάνουν για τον εκδοτικό τους οίκο, ακόμα και για το τελικό εμπορικό αποτέλεσμα, αλλά μιλάμε για εντελώς διαφορετικές δομές και μεγέθη.
Δημήτρης Παπακώστας: Ένας καλός επιμελητής πρέπει να είναι πανεπιστήμων. Δύσκολο. Γι’ αυτό πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον ένα άλλο, όχι πολύ ευκολότερο, προτέρημα: να ξέρει τι να κάνει όταν δεν ξέρει τι να κάνει. Να ξέρει πώς θ’ αντιδράσει: να σκεφτεί, να ψάξει, να ρωτήσει, να μάθει. Άρα, πρέπει να είναι φιλοπερίεργος, ανήσυχος, με παραστάσεις και ακούσματα. Θέατρο, σινεμάς και συναυλία είναι τα γραπτά, γεμάτα εικόνες και φωνές. Πρέπει να σκύβεις και να τους δίνεις σημασία.
Καλός επιμελητής είναι αυτός που έχει την κουλτούρα της αργής και όχι επιπόλαιης ανάγνωσης. Γιατί όπως εύκολα μπορεί να σου «φύγει καμιά οξεία» (που θ’ αποδοθεί στο «δαίμονα του τυπογραφείου») μπορεί να σου ξεφύγει και κανένας ελέφαντας.
Θέλει παρατηρητικότητα η δουλειά, μνήμη, αυτί, αίσθηση του λόγου. Και θέλει στρωτό χέρι για να βάλεις τις κατάλληλες πινελιές, να «στιλβώσεις τα πτερά του δαιμονίου». Πρέπει να είσαι και ο ίδιος λίγο ποιητής, δημιουργός.
Ο επιμελητής κειμένων μπορεί να είναι δεύτερο ή τρίτο βιολί σε μια έκδοση, μετά τον συγγραφέα και τον μεταφραστή, αλλά η δουλειά του δεν απαιτεί λιγότερη γνώση, έμπνευση και αγάπη από τη δουλειά όποιου άλλου δημιουργού.
Τάσος Νικογιάννης: Υπάρχουν κάποια προσόντα που συνδέονται άμεσα με τον ρόλο του επιμελητή: εκτενής γνώση της βιβλιογραφίας, αισθητική άποψη, ερεθίσματα από την εγχώρια και τη διεθνή βιβλιοπαραγωγή. Επίσης, ο επιμελητής οφείλει να υπηρετεί πιστά την αισθητική και το ύφος του εκδότη του, προτείνοντας έργα που ανταποκρίνονται σε αυτές. Πέρα από αυτά, όμως, ο επιμελητής πρέπει να ξέρει να ακούει (τον δημιουργό) και να επικοινωνεί (τις απόψεις του σε εκείνον). Ο επιμελητής πρέπει να προσεγγίζει τη δουλειά του με υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης, κατανοώντας τις προθέσεις του δημιουργού, ακόμα και σε δουλειές που δεν συμφωνούν με τα απόλυτα προσωπικά του αισθητικά κριτήρια. Απαιτείται ένα είδος «ευγενικής σοφίας» από τη μεριά του επιμελητή, ώστε να μην καταχραστεί την «εξουσία» της φύσης της δουλειάς του, και να αφήσει την αυθεντική φωνή του δημιουργού να ακουστεί. Ένας επιμελητής μπορεί να βρεθεί στον πειρασμό να ξαναγράψει ένα βιβλίο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κάνει. Τέλος, ένας επιμελητής πρέπει να έχει την ικανότητα να εκφράζει με σαφήνεια στον δημιουργό τις προτάσεις του, καθιστώντας σαφές ότι στόχος του δεν είναι να τον υποκαταστήσει, αλλά να υπηρετήσει το έργο του και να αναδείξει τις αρετές του.
Χρύσα Φραγκιαδάκη: Πέρα από τα προφανή γνωστικά και «τεχνικά» προσόντα (πολύ καλή γνώση και χρήση της γλώσσας σε όλα τα επίπεδα, εγκυκλοπαιδικό υπόβαθρο, προσωπική καλλιέργεια, διαρκής εγρήγορση και ενημέρωση για τις εξελίξεις στον χώρο του βιβλίου), το προσωπικό μου κρέντο είναι: «η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά». Όπως είπα, δηλαδή, και παραπάνω, θεωρώ ότι ο γλωσσικός επιμελητής οφείλει να έχει πλήρη επίγνωση ότι το κείμενο δεν του ανήκει και δεν επιτρέπεται να το ιδιοποιηθεί. Από την άλλη, είναι δικό του καθήκον και ευθύνη η τελική μορφή του. Οπότε εδώ υπεισέρχεται η ικανότητα να κερδίζει τη συναίνεση του συγγραφέα/επιμελητή πείθοντάς τους με επιχειρήματα (δυσκολότερο, πάντως, όταν πρόκειται για τον συγγραφέα) για ό,τι θεωρεί ότι είναι καλύτερο για το κείμενο.
Επίσης, προσόν προς… ίδια κατανάλωση είναι η ικανότητα να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τον χρόνο του, τις ταυτόχρονες δουλειές του (και τους.. πειρασμούς του διαδικτύου, το οποίο είναι πλέον εξ ων ουκ άνευ εργαλείο για τη δουλειά του) ώστε να αντεπεξέρχεται στις προθεσμίες των εκδοτών, οι οποίες, όσο παράλογες ή «άδικες» κι αν φαίνονται (συχνά οι γλωσσικοί επιμελητές/διορθωτές πληρώνουν τα σπασμένα των προηγούμενων κρίκων της εκδοτικής αλυσίδας) είναι, στον βαθμό που συνδέονται με τον προγραμματισμό του τυπογραφείου, το ιερό και όσιο της εκδοτικής διαδικασίας.
Ειρήνη Χριστοπούλου: Να διαβάζει το κείμενο με προσοχή και να αντιλαμβάνεται τις ιδιαιτερότητές του κάθε φορά – ποιος το έχει γράψει, με ποιον σκοπό και σε ποιον απευθύνεται. Να αγαπά τα βιβλία και να σέβεται βαθιά τους δημιουργούς και όλους τους συνεργάτες στην αλυσίδα παραγωγής ενός τίτλου, αφού η έκδοση ενός βιβλίου είναι ομαδική προσπάθεια.