Ο Αιμιλιανός Σταματάκης είναι ένας καλλιτέχνης που θαυμάζω. Έχει καταφέρει με το πολύπλευρo ταλέντο του, την υψηλή του κατάρτιση στη θεωρία και την πρακτική του θεάτρου και το ήθος του, να φέρει ένα αέρα διεθνή στις εμπορικές παραστάσεις μουσικού θεάτρου και θεάτρου ρεπερτορίου που συμμετέχει, ανεβάζοντας τον πήχη της υποκριτικής μέσα στους μουσικούς του ρόλους και δίνοντας ένα πρωτότυπο βάθος στην δραματουργία των ρόλων που αναλαμβάνει.
Από τις 15 Φεβρουαρίου, μέσα από τον ρόλο του ναύτη Ισμαήλ, θα μας αφηγείται την περιπέτεια του Αχαάβ, του καπετάνιου του φαλαινοθηρικού πλοίου Πίκοουντ, στο μιούζικαλ Moby Dick του Δημήτρη Παπαδημητρίου που σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας και ανεβαίνει στο Christmas Theater.
Όταν ο Άρης Σερβετάλης αποχώρησε από την παράσταση “Ρινόκερος” στο θέατρο Κιβωτός, ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας έδωσε στον Αιμιλιανό τον ρόλο του Μπερανζέ. Η παράσταση κατέβηκε λίγες μέρες μετά τη συνέντευξη λόγω κρουσμάτων κορωνοϊού, αλλά ήταν τότε η αφορμή της επικαιρότητας για να κάνουμε την κουβέντα μας. Μόνο η αφορμή. Γιατί στην πραγματικότητα ο Αιμιλιανός έχει πολλά ενδιαφέροντα να πει για την καλλιτεχνική του πορεία μέχρι σήμερα.
Αιμιλιανέ, έχεις κάνει μια αξιοθαύμαστη καριέρα στο μουσικό θέατρο και στο θέατρο πρόζας. Τι διαφορετικές δεξιότητες, τι προετοιμασία χρειαζεται;
Ανέκαθεν θεωρούσα πως ο τρόπος αντιμετώπισης και στις δύο περιπτώσεις είναι ακριβώς ο ίδιος. Για μένα δεν αλλάζει κάτι, είτε κάνεις θέατρο πρόζας, είτε μουσικό Θέατρο. Για την ακρίβεια θα ήλπιζα σε μια εποχή που αυτός ο διαχωρισμός δεν θα υπήρχε. Επειδή όμως μας αρέσει να κονσερβοποιούμε προϊόντα προς πώληση, όπως προστάζει το καπιταλιστικό λογισμικό μας, πρέπει να καταλήγουμε σε τέτοιου είδους τακτικές. Προκειμένου να γνωρίζει ο “πελάτης” εκ των προτέρων τι αγοράζει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το θέατρο και η μουσική συνομιλούν ούτως ή άλλως σε ένα συγγενικό σύμπαν, όπως άλλωστε και η ίδια μας η ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τον χορό. Αλίμονο σκέφτομαι εάν ισχυριζόταν κάποιος ότι οι αρχαίοι Έλληνες, για παράδειγμα, έκαναν “χοροθέατρο”. Στ’ αλήθεια όμως, οι ίδιοι δεν το γέννησαν;
Προσωπικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζω κάθε παράσταση, κάθε είδους, είναι παρόμοιος, επιζητώντας να φωτίσω και να υπηρετήσω, με ότι μέσα διαθέτω, το κοινό όραμα μιας ομάδας. Όσον αφορά πια στο αποτέλεσμα, εμπειρικά έχω παρατηρήσει πως, όταν το θέατρο συνδυάζεται με το τραγούδι, είναι απαραίτητη μια επιπλέον τεχνική, σωματική λειτουργία, κατά την οποία οφείλεις να είσαι συνεχώς μετρημένος, οργανωμένος και γυμνασμένος προκειμένου να μπορείς να αφεθείς στην ομορφιά της στιγμής και της επικοινωνίας με το κοινό. Ενώ στην πρόζα όλα βρίσκονται στο παιχνίδι με τους συμπαίκτες σου και την ετοιμότητα της συνωμοσίας σας.
Οι σπουδές σου είναι τόσο θεωρητικές, από το τμήμα θεατρικών σπουδών όσο και “πρακτικές” από την δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών. Πώς συνδιαλέγονται αυτά τα δύο;
Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο είχα την εντύπωση ότι θα ασχοληθώ πρακτικά με το θέατρο. Η αλήθεια είναι πως ήρθα σε μια πρώτη επαφή με τον πραγματικότητα της θεατρικής σπουδής στην Ελλάδα. Όλα ήταν πολύ θεωρητικά για μένα. Κάτι βέβαια στο οποίο οφείλω πολλά, και τώρα, χρόνια μετά, θα απαντούσα πως ήταν αναγκαία σπουδή για την διαμόρφωση μου και τα εργαλεία που προμηθεύτηκα ήταν άκρως αναγκαία για το μέλλον μου στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Παρ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσα ούτε να τα χρησιμοποιήσω, ούτε να καταλάβω την αξία τους χωρίς την πολύ πρακτική σπουδή της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών αμέσως μετά. Κατά έναν χιουμοριστικό τρόπο, ήταν για μένα όπως και το δίπλωμα οδήγησης. Πρώτα διαβάζεις τα σήματα έτσι δεν είναι; Μετά θα αρχίσεις δειλά να πιάνεις το τιμόνι. Το πιο αστείο απ’ όλα είναι πως κανένας δεν σε προετοιμάζει στ’ αλήθεια για αυτήν την κόλαση στους δρόμους. Ε, το ίδιο και στο θέατρο.
Τι θα πρόσθετες μέσα στις σπουδές του ηθοποιού, ώστε να μπορεί να είναι καλλιτέχνης;
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, θα μιλήσω για ένα γεγονός που απασχολεί τους ηθοποιούς στην Ελλάδα σήμερα. Πρέπει κανείς να έχει σπουδάσει θέατρο και υποκριτική ή όχι; Έχω συναντήσει συχνά καταξιωμένους ή μη ανθρώπους του χώρου, να ισχυρίζονται πως δεν είναι αναγκαία κάποια τέτοια σπουδή. Δυστυχώς διαφωνώ. Και μάλιστα διαφωνώ κάθετα, διαγώνια και “παραλληλόγραμμα” αν θέλετε. Καταλαβαίνω πως υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν τη φοίτηση στις δραματικές σχολές ή στο πανεπιστήμιο περιττή. Επιπροσθέτως, πολύ ευνουχιστική για την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση του ατόμου. Για να είμαι ειλικρινής έχω έναν πολύ ισχυρό αντίπαλο στο “debate” αυτό και ονομάζεται David Mamet. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει εξίσου ισχυρός αντίλογος. Πρώτα απ’ όλα, εάν ο προγραμματισμός σπουδών μας είναι προβληματικός, πράγμα στο οποίο συμφωνούμε αδιαμφισβήτητα, τότε αυτό είναι το θέμα το οποίο καλούμαστε να λύσουμε. Δεν σημαίνει όμως, πως θα αφορίσουμε κάθε είδους εκπαίδευσης και σφυρηλάτησης ενός “όντος” όπως αυτό που αποκαλείται καλλιτέχνης. Διότι ακόμα και εάν μία μονάδα έχει καλλιτεχνικό ταλέντο, αυτό δεν θα ωριμάσει ποτέ όσο δεν δοκιμάζεται, δεν εξελίσσεται, δεν φτάνει στα όριά του.
Αυτόν τον στοχασμό προσφέρει η σπουδή πάνω στην ερώτηση του τι είναι καλλιτέχνης. Στοχασμός σε σχέση με τον εαυτό σου. Συνομιλία σε σχέση με τους συνανθρώπους σου και συνάντηση σε σχέση με τα ιερά τέρατα του παρελθόντος που για χιλιετίες αναρωτήθηκαν τα ίδια πράγματα με σένα. Αρχαίοι τραγικοί, Σαίξπηρ, Μότσαρτ, Ρέμπραντ, Pina Bausch ή Freddie Mercury. Επιπλέον είναι καιρός να καταλάβουμε πως πλέον μιλάμε και για ένα επάγγελμα, εκτός των υπόλοιπων πραγμάτων που μπορεί να σημαίνει ένας “καλλιτέχνης”. Και όπως όλα τα επαγγέλματα, έχει εργασιακούς νόμους, ήθη, έθιμα, και πάνω απ’ όλα έχει γλώσσα συνομιλίας που εάν κάποιος δεν τη γνωρίζει δημιουργούνται κίνδυνοι, αφενός πρακτικοί αφετέρου καλλιτεχνικοί. Με λίγα λόγια, το 2022, θα εμπιστευόσουν κάποιον που δεν έχει σπουδάσει οδοντιατρική να σου κάνει σφράγισμα στο δόντι, επειδή έχει ταλέντο στο να στοκάρει τις τρύπες στον τοίχο του σπιτιού του;
Πολλές φορές έχει το όνομα σου απασχολήσει την δημοσιότητα. Πώς το αντιμετωπίζεις; Πώς περιφρουρεί την προσωπική του ζωή ένα άτομο που το καραδοκεί ο κίτρινος τύπος;
Η δημοσιότητα πολλές φορές έρχεται σε επαφή με το επάγγελμα μας. Όσο αυτό γίνεται λόγω της δουλειάς μας είναι θεμιτό και μάλιστα αναγκαίο και για μας τους ίδιους, προκειμένου να προωθήσουμε το υλικό των κόπων μας και της περισυλλογής μας. Όταν κάποιος χρησιμοποιεί αυτήν την ανάγκη, προκειμένου να εκβιάσει “ιντερνετικά ή τηλεοπτικά κλικ” εκμεταλευόμενος φυσικά την προσωπική σου ζωή είναι κάτι που το θεωρώ ανήθικο και ρηχό. Ακόμα και ο ίδιος που το κάνει το γνωρίζει, αλλά αυτό είναι το σύστημα στο οποίο ζούμε. Και όλοι λέμε “δε βαριέσαι, έτσι είναι πρέπει να γίνει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται διαφορετικά”. Όχι, ο κόσμος ενδιαφέρεται για αυτά που χρόνια τον εκπαιδεύσεις να ενδιαφέρεται. Εάν τόσα χρόνια του δείχνεις μόνο κίτρινο τότε δεν ξέρει πως είναι τα άλλα χρώματα. Η στάση μου συνεπώς παραμένει όσο έχω τη δύναμη να αποφεύγω τέτοιου είδους “κίτρινες” συναναστροφές.
Τώρα παίζεις στον Ρινόκερο μετά από μια σειρά ζητημάτων που απασχόλησε τα μίντια. Τι κραδασμός υπάρχει; Τι θα ήθελες να σχολιάσεις για το θέμα; Εσένα σου έχουν επιτεθεί, θετικά ή αρνητικά;
Αυτό που συνέβη με τον Ρινόκερο μας απασχόλησε σίγουρα πολύ όλους, εντός και εκτός χώρου. Δύο χρόνια σχεδόν κρατηθήκαμε κλεισμένοι, μακριά από όσα αγαπάμε και ιδιαίτερα το θέατρο δέχτηκε ισχυρά χτυπήματα. Γι’ αυτό εμβολιάστικα προσωπικά. Για να μπορώ να δουλέψω. Σίγουρα η κοινωνία μας αυτή τη στιγμή είναι διχασμένη και κουρασμένη, παρ’ όλα αυτά, για μένα δεν τίθεται θέμα διαχωρισμών στον χώρο μας. Απλά όλοι μας κάνουμε ότι μπορούμε, βάση των αποφάσεων της πολιτείας για να σταθούμε όρθιοι. “Όρθιοι, ακίνητοι, αμετακίνητοι…” λέει ο Μπερανζέ.
Πολλοί με έχουν ρωτήσει πώς αισθάνομαι σε σχέση με την αντικατάσταση. Τον Άρη τον σέβομαι, τον εκτιμώ και τον θαυμάζω. Περάσαμε ένα υπέροχο καλοκαίρι μαζί στον Ορέστη και είναι τιμή μου που ο Γιάννης ζήτησε από μένα να επιχειρήσω αυτήν την δύσκολη προσαρμογή. Όταν υπάρχει εμπιστοσύνη όμως και αγάπη, όλα γίνονται, ακόμα και με 2 εβδομάδες πρόβας. Σίγουρα υπάρχουν φανατικοί θαυμαστές του Άρη που δυσαρεστήθηκαν με το γεγονός, όμως επίθεση δεν δέχτηκα ποτέ από κανέναν, μόνο στήριξη. Όπως έχω ξαναπεί τα παπούτσια που έπρεπε να γεμίσω είναι μεγάλα, αλλά στο θέατρο το όμορφο είναι ότι καθένας απλά καλείται να φέρει το δικό του ζευγάρι.
Πες μου τρία πράγματα που θα άλλαζες στο θέατρο στην Ελλάδα.
Θα άφηνα μόνο 3-4 λειτουργικές δραματικές σχολές. Θα πλήρωνα όχι μόνο τον ηθοποιό αλλά και όλους τους συντελεστές όπως τους αξίζει (ναι, εννοείται και τις πρόβες). Θα ήλπιζα οι παραγωγοί να είναι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας μιας παράστασης (άρα και γνώστες του αντικειμένου).
Δικές σου επιθυμίες για το μέλλον;
Μια επιθυμία μου για το μέλλον είναι να καταφέρουμε να βγούμε από την οικονομική και πανδημική κρίση. Ξέρω πως μάλλον δεν είναι ρεαλιστικό, όμως η επιθυμία παραμένει δυνατή. Και πιθανότατα πεθαίνει πάντα τελευταία σαν την ελπίδα.
Πες μας για την παράσταση που θα παίζεις στη συνέχεια.
“Φώναζέ με Ισμαήλ” (You can call me Ishmael). Μία από τις γνωστότερες και πιο πολυδιαβασμένες εναρκτήριες φράσεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ένας σχεδόν βιβλικής προέλευσης κόσμος, την εποχή που η ανθρωπότητα φωταγωγούσε τις άγριες νύχτες της με το πολύτιμο, τότε, λάδι φάλαινας. Το Moby Dick, πέρα από την συμβολική μάχη με ένα τέρας της θάλασσας, μιλάει για ένα ταξίδι συνύπαρξης, από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή. Συνύπαρξης διαφορετικών λαών και ιδεολογιών, συνύπαρξης του ανθρώπου με το άγνωστο αλλά και του ανθρώπου με το θείο. Για δεύτερη φορά πια, ελπίζοντας πως έχουμε αφήσει τις μεγαλύτερες δυσκολίες αυτού του ιού πίσω μας, “σαλπάρουμε” ξανά, από το Christmas Theater στις 15 Φεβρουαρίου για ένα μουσικό αφήγημα του Δημήτρη Παπαδημητρίου και του Γιάννη Κακλέα.