Ένα Περιστέρι Έκατσε Σε Ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο Την Ύπαρξη Του (En duva satt på en gren och funderade på tillvaron) *****
Σουηδία, Γερμανία, Νορβηγία, Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Roy Andersson
Πρωταγωνιστούν: Holger Andersson, Nils Westblom
Διάρκεια: 101’
Σε έναν κόσμο που οι νόμοι του χρόνου και της λογικής δείχνουν να ισχύουν όλο και λιγότερο, δύο μεσήλικες άντρες περιπλανιώνται προσπαθώντας να πουλήσουν είδη για πάρτυ σε διάφορους πελάτες. Ένα μπαρ με ιστορία από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα υποδέχεται τους διψασμένους. Ο βασιλιάς Κάρολος ο 13ος ξεκινά για τον πόλεμο με τους Ρώσους. Ο θάνατος υποδέχεται τους ανθρώπους με διαφορετικά και παράλογα πρόσωπα. Οι γέροι είναι τα πιο τρομακτικά φαντάσματα που υπάρχουν. Μια δασκάλα φλαμένκο προσπαθεί να φλερτάρει με το μαθητή της. Όλοι τους είναι κάτοικοι αυτού του σουρεαλιστικού κόσμου, πιόνια μιας ανώτερης θελήσεως που ακούει στο όνομα Roy Andersson. Ο οποίος καταφέρνει να κλείσει την τριλογία του Τι Σημαίνει Να Είσαι Άνθρωπος με τρόπο ντελιριακό αφενός, μνημειακό αφ’ ετέρου.
25 χρόνια. 25 ολόκληρα χρόνια. Τόσα ήταν τα χρόνια μεταξύ του Giliap και του Τραγούδια από το Δεύτερο Όροφο. Όλα αυτά τα χρόνια ο Roy Andersson το μόνο που παρήγαγε (πλην του να ιδρύσει την εταιρεία παραγωγής Studio 24) ήταν δύο μικρού μήκους ταινίες. Η αποδοχή που συνάντησε ο δύσμοιρος σερβιτόρος Giliap από τους θεατές δεν ήταν αυτή που του άρμοζε και ο «μπαμπάς» του παράτησε τις προσπάθειες να «πιάσει άλλο παιδί» για χρόνια ατελείωτα. Μέχρι που επέστρεψε θριαμβευτικά το 2001 με το παιδί-θαύμα του, το οποίο συλλήφθηκε ενώ διάβαζε τα γραπτά του Vallejo. Εντελώς διαφορετικό από τα μεγαλύτερα αδέρφια του, δεν ήταν σε τίποτα συμβατικό. Οι ηθοποιοί έστεκαν αποκαμωμένοι μπροστά στην κάμερα, σαν βασανισμένα πνεύματα, οι επιβάτες του τρένου τραγουδούσαν όπερα επιθυμώντας τη φυγή από το πνιγηρό και σταθερό (όπως και τα πλάνα του σκηνοθέτη) κόσμο, το μποτιλιάρισμα δεν έλεγε να σταματήσει, ουρές αυτομαστιγωνώμενων έκαναν την κατάσταση χειρότερη και ένας άπληστος πωλητής επίπλων βρέθηκε να πουλά εσταυρωμένους σε ένα σχεδόν πάντα ακίνητο κάδρο. Ο Andersson περίμενε εφτά χρόνια να μεγαλώσει το παιδί του μέχρι να γεννηθεί το επόμενο, το Goetheικό Εσείς Οι Ζωντανοί που τόσα κοινά είχε με το μεγάλο του αδερφό, αλλά έμελλε να ζει στη σκιά του. Η οικογένεια, μετά την αναζωπύρωση του έρωτα του πατέρα-φαμίλια με τον Vallejo και το πνευματικό ménage à trois με τους Κυνηγούς του Bruegel, υποδέχεται το τρίτο παιδί της συγκεκριμένης «φουρνιάς» που ακούει στο όνομα Ένα Περιστέρι Έκατσε Σε Ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο Την Ύπαρξη Του.
Κάποιοι έχουν βιαστεί να χαρακτηρίσουν τον Andersson νιχιλιστή δημιουργό, κάτι το οποίο δεν ισχύει, γιατί ο όρος είναι πέρα για πέρα παρεξηγήσιμος. Σίγουρα, όπως στην πλειοψηφία των δημιουργημάτων του, έτσι και εδώ ο Σουηδός δείχνει να εμπνέεται από τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Από την απληστία, τον παραλογισμό, την κατάθλιψη (Χαίρομαι που ακούω πως είσαι καλά λένε οι ήρωές του, μα είναι κανείς έστω και λίγο χαρούμενος;), την απογοήτευση, την αποτυχημένη προσμονή. Το κακό που μπορεί να ωθήσει μέχρι και σε μια μίνι-γενοκτονία, αν είναι να διασκεδάσει με αναχρονισμούς τη στοιχειωμένη ανώτερη τάξη που με νοσηρό τρόπο θαύμαζει και γοητεύεται από το μακάβριο. Ούτε λεφτά έχουν οι ταπεινοί βιοπαλαιστές, μα ούτε διάθεση να αλλάξουν τα πράγματα. Και οι αναμνήσεις του χαρμόσυνου παρελθόντος, καταλήγουν να ακούγονται παράταιρες μέσα σε ένα κεφάλι το οποίο στηρίζεται από ένα σώμα άρρωστο και εύθραυστο.
Επίσης, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί νιχιλιστής, γιατί οι νιχιλιστές απαρνούνται την ύπαρξη της οποιασδήποτε σταθεράς ή ανώτερης δύναμης. Ο Andersson πάντα τοποθετεί τους χαρακτήρες του σε μια μεγάλη σκακιέρα. Τους δίνει την αίσθηση ότι είναι αυτοδύναμοι, απλά και μόνο για να παρατηρήσει τις συμπεριφορές τους ενώ ένα μεγαλύτερο σχέδιο (είτε αυτό λέγεται Θεός, είτε ανθρώπινη φύση) τους μετακινεί από μόνο του στο προοριζόμενο τετραγωνάκι. Και, αναπόφευκτα, τους κατακρημνίζει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Όχι επειδή δεν υπάρχει διαφορετική δίοδος, μα γιατί είναι τυφλοί μπροστά στην αδυναμία τους, όπως και γκρινιάρηδες, θλιμμένοι, δειλοί και βαριεστημένοι.
Αυτές είναι, όμως, γενικές αλήθειες για το σκηνοθετικό ποιόν του, οι οποίες βέβαια, ισχύουν και εδώ. Πιο συγκεκριμένα, πλην των πανομοιότυπων συστατικών και της ίδιας χρήσης –σκηνοθετικής και πνευματικής-, ποιες είναι οι λεπτομέρειες που αλλάζουν; Το πικρόχολο, βορειοευρωπαϊκό χιούμορ παραμένει για μια ακόμα φορά και θεματολογικά μετεωρίζεται μεταξύ της τραγωδίας και της γελοιότητας. Αποκτά και εδώ μακάβριες διαστάσεις, όπου μέχρι και η καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια αφαίρεσης του φελλού από ένα μπουκάλι κρασί καταντά αστεία. Μεταφέρει δευτερεύουσες, βωβές πλοκές στο πίσω μέρος του κάδρου, ενώ στο προσκήνιο διαδραματίζεται η κυρίως ιστορία του εκάστοτε «πρωταγωνιστή και γελά σαν επαγγελματίας φαρσαδόρος όταν για μια ακόμα φορά πέφτεις στην παγίδα του. Αφηγείται πολλές μικροϊστορίες, αφαιρετικού χαρακτήρα, που φαίνονται ασήμαντες μα κρύβουν μια ρεαλιστική αποσπασματικότητα. Σαν σκόρπιες ιστορίες που ακούς στο δρόμο και συνθέτουν τη μεγάλη ανθρώπινη εικόνα. Και χρησιμοποιεί με σαρδόνιο χιούμορ την απροσδόκητη παλαβομάρα του.
Αλλά όταν έρχεται η ώρα να γίνει σοκαριστικός ή «ανάλαφρος», τουλάχιστον όσο μπορεί να γίνει, το κάνει χωρίς να συγκρατείται. Μέσα στην όλη χορογραφία της ανθρώπινης θλίψης προσφέρει και σκηνές που προκαλούν αποστροφή για το είδος που άνω θρώσκει. Τρόμο και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να ανήκει κανείς σε αυτό. Το κάνει, ωστόσο, με τρόπο ποιητικό, προσπαθώντας να μετατρέψει και τις πιο ακραίες στιγμές σε ψηφίδες απροσάρμοστου λυρισμού, καθώς ο κυριολεκτικός και καθόλου μεταφορικός ρεαλισμός δεν τον ενδιαφέρει. Και όταν έρχεται η ώρα να δείξει και το φως στην άκρη του τούνελ, τις απλές και καθόλου δυσάρεστες ανησυχίες τις καθημερινότητας, όπως και να φανεί τρυφερός, το κάνει εξόφθαλμα, χωρίς να χρησιμοποιεί κατ’ αποκλειστικότητα υπόνοιες. Σαν να συνδυάζει τις πιο σκοτεινές στιγμές των Τραγουδιών με τις πιο φωτεινές του Εσείς οι Ζωντανοί, ένα κράμα των δύο που χημικά οδηγεί σε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα.
Πολλές φορές καταλήγει να ακούγεται κανείς κουραστικός όταν μιλά για Μεγάλο Κινηματογράφο, για αριστουργήματα, για σπάνιες οπτικές και για σκεπτόμενη 7η τέχνη. Όλα τα παραπάνω ισχύουν και αυτοί που ξέρουν τον Roy Andersson έχουν ήδη σημειώσει πότε θα πάνε να τη δυο. Όλοι οι υπόλοιποι, όμως, που δεν ξέρετε τι θα δείτε, θέστε στον εαυτό σας ένα ερώτημα αν σας κίνησε το ενδιαφέρον αυτή η κριτική και πορευτείτε με αυτό: σας αρέσει ο Brecht;
Στην επόμενη σελίδα: Kill the Messenger / Respire / Horns