takeout-1

Μέχρι να ανακοινωθεί το φετινό αφιέρωμα στον Sean Baker, αγνοούσα πλήρως την ύπαρξή του. Νιώθω αδαής που το λέω, αφενός, αλλά αφετέρου, πώς να έρθω σε επαφή μαζί του όταν πρόκειται για έναν εξ’ ορισμού DIY καλλιτέχνη, ο οποίος μάλιστα έχει κυκλοφορήσει τις –ελάχιστες, αναλογικά με τα χρόνια που είναι στο κουρμπέτι- δημιουργίες του σε πολύ αραιά μεταξύ τους διαστήματα; Η υπόθεση της Διανομής Κατ’ Οίκον (Take Out), της δεύτερης ταινίας του, αφήνει το μυαλό να πλάσει έντονες εικόνες, οι οποίες μπορούν να επαληθευτούν ή να διαψευστούν μόνο μέσω της παρουσίας στην προβολή της. Μια όχι εξωπραγματική αλλά σεβαστή μερίδα κόσμου κατέβηκε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας για να πάρει μια πρώτη γεύση από την ασιατικής εμπνεύσεως αλλά καθόλα διεθνή κουζίνα του.

Ο Ming έχει λίγο καιρό που, με πραγματικά μεγάλα εμπόδια, έχει μεταβεί από την Κίνα στις ΗΠΑ. Η ζωή του κάθε άλλο παρά εύκολη είναι, καθώς οι «υπάλληλοι» ενός τοκογλύφου τον κυνηγούν για να αποπληρώσει όσα δανείστηκε, μια πάγια εικόνα των μεταναστών στη Χώρα των Ευκαιριών. Αυτή τη φορά τα πράγματα δείχνουν πολύ πιο δύσκολα: έχει μόνο λίγες ώρες μέχρι να αποπληρώσει την τωρινή του δόση, ειδάλλως το χρέος του θα διπλασιαστεί και η σωματική του ακεραιότητα τίθεται σε κίνδυνο. Δανείζεται απ’ όποια μέλη της κοινότητάς του μπορούν να τον βοηθήσουν, αλλά δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό. Έτσι, αναγκάζεται να δουλέψει εντατικά στο εστιατόριο στο οποίο εκτελεί χρέη διανομέα. Η βροχή πέφτει ασταμάτητα, τα προβλήματα εμφανίζονται το ένα πίσω από το άλλο και το ρολόι κυλά γρήγορα. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα και ο Ming πρέπει να βιαστεί.

Και έτσι από το πουθενά ανακαλύπτουμε ένα από τα αριστουργήματα του σύγχρονου αμερικάνικου κινηματογράφου που για χρόνια ξέφευγε από τα ραντάρ μας. Ένα ρεαλιστικό πορτραίτο μιας απευχόμενης και κοπιαστικής καθημερινότητας όπου η ρουτίνα συνοδεύεται πάντα από κούραση και απόγνωση. Που ο ιδρώτας μπερδεύεται με τις στάλες της βροχής και η σιωπή (ελλείψει γνώσεων της αγγλικής γλώσσας) κρύβει την επιθυμία για ουρλιαχτά. Αλλά η ζωή οφείλει να συνεχιστεί, και για την προσωπική προσπάθεια και για τα άτομα τα οποία αγαπάς. Η ελπίδα του αύριο είναι το μόνο που έχει μείνει σε έναν κόσμο γεμάτο μισαλλοδοξία, εντάσεις και φρικτές συνθήκες διαβίωσης.

Με ερασιτέχνες ηθοποιούς (εκτός από την υπεύθυνη του μαγαζιού που είναι όντως η κανονική υπεύθυνη του εστιατορίου), μια μόλις κάμερα και αυτή, ακόμα και για την εποχή της, όχι τελευταίας τεχνολογίας, ο Sean Baker και η Shih-Ching Tsou αφήνουν το ταλέντο τους και τη δίψα τους για δημιουργία να πάρουν τα ηνία και καθοδηγήσουν το όραμά τους, χωρίς να πτοούνται από την έλλειψη πόρων. Ούτως ή άλλως, αν δεν υπάρχει θέληση, τότε τα χρήματα και ο εξοπλισμός δεν αποδεικνύονται σωτήρες της κατάστασης, αλλά  επιπρόσθετοι λόγοι κατηγορίας σε περίπτωση που ξοδευθούν άσκοπα. Εμπνεόμενοι από αντίστοιχα κινήματα του παρελθόντος, καταφέρνουν μια άψογη μίξη του diy χαρακτήρα του πρώιμου Κασσαβέτη, του κοινωνικού ρεαλισμού και των ανησυχιών των αδερφών Dardenne και του ωμού εικαστικού στυλ του Δόγματος 95. Δεν χρειάζονται περιττές μουσικές, άπειρα μέσα φωτισμού και φτασμένοι ηθοποιοί προκειμένου να αποδοθεί η πραγματικότητα. Αρκεί να ξέρεις που να τοποθετήσεις την κάμερα, τι εντολές να δώσεις σε αυτούς που γράφουν στο φακό και, πάνω απ’ όλα, η μελέτη που θα κάνεις. Γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις, η καλή θέληση από μόνη της μπορεί να οδηγήσει σε αστεία αποτελέσματα και ο ρεαλισμός να αφορά μόνο στο μυαλό του δημιουργού, κάτι που σε καμία περίπτωση δε συμβαίνει εδώ. Όσο τρέμει η κάμερα (μια υπαρκτή εικόνα), άλλο τόσο τρέμει και το φυλλοκάρδι του Ming, ενός Ming που όσο φανταστικός και να είναι, άλλο τόσο αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα του κάθε Ming που προσπαθώντας να αποφύγει τα βάσανα των πάτριων εδαφών καταλήγει στο να υπομένει τα βάσανα μιας άλλης χώρας.

Χαρακτηριστικό της ταινίας, η επαναληπτικότητα. Σε κάποια άλλη ταινία, οι παραγγελίες θα αφορούσαν ένα μικρό κομμάτι της, με το μοντάζ να δείχνει τα καίρια στιγμιότυπα της κάθε παράδοσης προτού μεταβούμε στο επόμενο σημείο της πλοκής. Όχι εδώ, όμως. Είμαστε διαρκώς μαζί με τον Ming, όταν είναι στο δρόμο, όταν ανεβαίνει τις σκάλες, όταν οι πόρτες ανοίγουν, όταν του τυχαίνουν τα διάφορα απρόοπτα που του δημιουργούν επιπλέον άγχος, όταν βάζει το κάθε φιλοδώρημα στο πλαστικό ποτήρι. Βιώνουμε την κούρασή του, τις εντάσεις, ακούμε μέσα στο κεφάλι του τους δείκτες του ρολογιού να τρέχουν, ευχόμαστε το επόμενο φιλοδώρημα να είναι πολύ πιο γενναίο. Δε ζούμε μια ημέρα του, ζούμε όλη του τη ζωή. Και, εφόσον αυτός είναι ο σκοπός της, τότε καταλαβαίνουμε πόσο σπουδαία είναι η συγκεκριμένη ταινία.

Η τρανή απόδειξη του ότι ο αυτοδημιούργητος κινηματογράφος, ακόμα και στην εποχή των μεγάλων και μικρών στούντιο και της ανάγκης χρηματοδότησης, εξακολουθεί να προσφέρει μεγαλειώδεις στιγμές όταν οι δημιουργοί συναρμολογούν τις εικόνες στο κεφάλι τους με διαύγεια και αποφασιστικότητα. Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, αλλά το εννοώ πλήρως ότι αυτή είναι η καλύτερη αμερικάνικη ταινία των 00’s. Συγκλονιστική από την αρχή μέχρι το τέλος της.