starlet

Κεφάλαιο δεύτερο στο Opus του Sean Baker με μια από τις πιο πρόσφατες ταινίες του, η οποία αφορά στην εκτυφλωτική Πόλη των Αγγέλων, τα ηλικιακά χάσματα και τις κοινές επιθυμίες τρυφερότητας των ανθρώπων, τα όνειρα που πήγαν χαμένα, τη λούμπεν ζωή, τη βιοπάλη και τα σατανικά διλήμματα που ξανοίγονται. Και το όνομα αυτής, Στάρλετ (Starlet).

Η Στάρλετ είναι το (αρσενικό) Τσιουάουα της Jane, μιας ξανθιάς, εμφανίσιμης κοπέλας που συγκατοικεί με μια φίλη της και το βαποράκι αγόρι της δεύτερης. Θέλοντας να κάνει το δωμάτιό της πιο ζεστό, ψάχνει σε διάφορα σπιτικά «ξεπουλήματα» για φτηνά αντικείμενα που την ενδιαφέρουν. Η αναζήτησή της αυτή θα τη γνωρίσει με την υπερήλικα Sadie, από την οποία θα αγοράσει ένα θερμός, γεμάτο με ματσάκια των 100 δολαρίων. H συγκεκριμένη ανακάλυψη, την οποία η Sadie αγνοεί, θα γίνει η αιτία για να δεθούν οι δύο γυναίκες και να μοιραστούν, παρά τις διαφορές τους, όσα τις βασανίζουν μέσα στα χρόνια.

Εξαρχής φαίνεται η πρόθεση του Baker να αποδείξει το ορθόν του ρητού που θέλει τα λαμπερά πράγματα να μην είναι χρυσός. Από το πρώτο πλάνο ενός εκνευριστικά βαμμένου κίτρινου τοίχου, μέχρι τα απαστράπτοντα εξωτερικά πλάνα, καταλαβαίνουμε πως ο φωτισμός είναι ένα βασικό συστατικό της mise en scene του, όπου ακόμα και η έντονη, χρυσίζουσα ηλιοφάνεια του Λος Άντζελες δεν είναι αρκετή ώστε να θερμάνει τις ψυχρές ζωές των πρωταγωνιστών. Άλλωστε, οι ζωές τους είναι τόσο κατεστραμμένες που ο καθένας ψάχνει να γεμίσει τον χρόνο του, δίνοντας την ψευδαίσθηση πως γεμίζει και το ψυχικό του κενό. Η Melissa βυθίζεται στα ναρκωτικά, ο Mikey λιώνει μπροστά από ένα Xbox, η Sadie παίζει μπίνγκο κάθε Σάββατο, η Jane φέρεται με τεράστια τρυφερότητα στο σκυλί της. Κανείς τους, και ιδιαίτερα οι δύο πρωταγωνίστριες, δεν αντέχει να χάσει αυτά που του δόθηκαν, ενώ άλλοι λυγίζουν από τον τρόμο της νέας απώλειας. Κρύβουν τη θλίψη τους πίσω από προσωπεία σκληρότητας, σοβαρότητας και οργής, ο ενθουσιασμός τους, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ψεύτικος. Όταν τα πάντα μαζεύουν σκόνη και το μόνο που θυμίζει τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες είναι αντικείμενα και τα λεφτά ποτέ δεν τις εκπληρώνουν, για ποια πραγματικότητα να μιλήσουμε, άλλωστε; Γι’ αυτό στέκει αυτός ο κίτρινος τοίχος, για να θυμίζει τη δυστυχία και τη φιλαργυρία ως πέτρα του σκανδάλου της Απληστίας του Erich Von Stroheim, η οποία από μερικά κέρματα καταλήγει να πλημμυρίζει την οθόνη. Ο τοίχος γίνεται ο κόσμος όλος, κατ’ αναλογία, η λάμψη δεν ακτινοβολεί σε μια επιφάνεια, αλλά παντού.

Η κεντρική ερώτηση που απευθύνει η Jane στη Melissa στην αρχή της ταινίας μπορεί να είναι το βασικό ερώτημα της πλοκής, αλλά η θεματική της είναι τα αποτελέσματα των πιθανών απαντήσεων. Η θλίψη, η ζεστασιά που βρίσκει τη μορφή της σε ματσάκια χρημάτων (τι ειρωνεία) μέσα σε ένα θερμός, του οποίου το περιεχόμενο ξεχύνεται και δημιουργεί εντάσεις. Πως μια πιτσιρίκα και μια ψυχρή χήρα μπορούν να δεθούν, ακόμα και αν οι ζωές τους ήταν τόσο διαφορετικές, η κατεδάφιση των τειχών και η, συνοδευόμενη από σιωπή αντί για μελόδραμα, οριστική αλήθεια. Το άνοιγμα των χαρτιών.

Και δε θα ήταν τόσο δυνατή ταινία αν δεν είχε τις εξαιρετικές ερμηνείες της Dree Hemingway και της Besedka Johnson. Η πρώτη με τον αφελή (στα όρια της bimbo που αρχίζει να ξυπνά από το λήθαργο) χαρακτήρα και τη δραστήρια συμπεριφορά της και η δεύτερη –στην πρώτη και τελευταία ερμηνεία της- με τη θλίψη και την εγκράτεια των γηρατειών, αλληλοσυμπληρώνονται με ιδανικό τρόπο. Η πρώτη ψάχνει μητέρα, η δεύτερη μια κόρη, και οι δυο τους κάποιον που μπορούν να ανοιχτούν. Και κάνουν προσπάθεια για να ορίσουν το τέλος της αναζήτησής τους με τρόπο υπερβολικό αλλά και συνάμα ρεαλιστικό. Ένας συνδυασμός οξύμωρος αλλά και τόσο πραγματικός όσο η σχέση τους.


sleeping-giant

Όσοι υπήρξαν ντροπαλοί και συνεσταλμένοι κατά την εφηβεία τους, μέχρι που ήρθε η στιγμή της προσωπικής τους επανάστασης, πιθανότατα θα ταυτιστούν εν μέρει με τον Κοιμώμενο Γίγαντα (Sleeping Giant). Θα θυμηθούν ανείπωτα πάθη, επιθυμίες  για ελευθερία από όσα δεσμά υπάρχουν εκείνα τα χρόνια, ανομολόγητους έρωτες, διχασμούς και απογοητεύσεις, τους φίλους που έμειναν, που έφυγαν και τα άτομα που η σχέση μαζί τους ξεκινά από τότε. Θα έρθουν σε αμηχανία, θα «μπουκώσουν», θα νοσταλγήσουν και θα ανασύρουν από τα βάθη της μνήμης περιστατικά που πολύ πιθανόν είχαν ξεχάσει.

Ο Adam, ενώ οι ευκατάστατοι γονείς του, τού παρέχουν όση ασφάλεια γίνεται ζει μια ζωή αμίλητος και άπειρος μέχρι τα 15 χρόνια του. Βλέπει τη ζωή να κυλά ενώ μένει αμέτοχος και κρύβει τον διακαή πόθο του για την παλιά του φίλη, Taylor. Γνωρίζεται με τον Riley και τον ξάδερφό του, Nate, δύο παιδιά προερχόμενα από σαφώς κατώτερο κοινωνικό υπόβαθρο και με παραβατικές τάσεις. Αφού αρχίσει να δένεται με τον Riley και γνωρίσει από πρώτο χέρι την κακία του ξαδέρφου του, θα ενταχθεί στην κλίκα τους και στις αντίστοιχες απαγορευμένες απολαύσεις και θα αποκαθηλώσει την φαινομενικά τέλεια οικογένειά του. Μόνο που θα μάθει πως οι λάθος κινήσεις ενδέχεται να έχουν και ανάλογες επιπτώσεις στη σκακιέρα.

Το ξύπνημα από τον παιδικό λήθαργο και ο ερχομός της εφηβείας στην ταινία του Andrew Cividino δεν αφιερώνονται στην προτιμητέα σεξουαλική αφύπνιση που παρατηρείται ως θεματική τάση στα αντίστοιχα φιλμ των τελευταίων χρόνων. Αντίθετα, επιλέγει να βυθιστεί στη βία που κουβαλά μέσα του το άτομο που νιώθει τις ορμόνες του ενώ αυτές αρχίζουν να ρέουν. Ταυτίζει τη γενιά του YOLO με την αυτοκαταστροφή και το μίσος προς την ενήλικη κοινωνία, την έλλειψη εμπιστοσύνης και την υπερβολή, την αδυναμία εκτίμησης και τη λογική του «ας το κάνω κι ας πεθάνω». Με τις εμπειρίες του από τα μεταβατικά αυτά χρόνια να έχουν αποκρυσταλλωθεί, συντάσσει μια ιστορία σκοτεινή αλλά ρεαλιστική και γεμάτη ζωντάνια. Τα χρόνια που το μεγαλύτερο κατόρθωμα εκτός του σεξ με κάποια ποθητή κοπέλα ήταν η βουτιά στη θάλασσα από έναν πανύψηλο βράχο.

Οι χαρακτήρες του, αν και φανταστικοί, βρίθουν ρεαλισμού. Η απόδοση των ανησυχιών τους, της οργής και της αγανάκτησής τους, αλλά και των ελπίδων τους δεν είναι γεμάτη με περιττό ενήλικο «λίπος», αλλά γεμάτη βιωματικά χαρακτηριστικά. Από τον πιο ντροπαλό και δειλό, μέχρι τον πιο εκνευρισμένο και επιθετικό, συναντάμε τις αντίστοιχες περιπτώσεις που γνωρίσαμε στα νιάτα μας, προτού οι προτεραιότητές μας αλλάξουν. Το παίξιμο των ηθοποιών επιπροσθέτως είναι αρκούντως νατουραλιστικό και έχει αυτή τη χαρακτηριστική «πρόστυχη» αθωότητα που χρειάζεται για να δούμε σε αυτούς ενσαρκωμένο το ηλικιακό μας παρελθόν.

Παρά το σκοτάδι που χαρακτηρίζει την εκδοχή του στις ταινίες για την εφηβεία, ο Cividino δεν της στερεί ούτε τη χυμώδη παρουσίαση, αλλά ούτε και την ευρηματικότητα  στην μεταφορική περιγραφή των συναισθημάτων. Δύο έντομα που ζευγαρώνουν λιώνονται ως αντίδραση στην κατακρήμνιση του έρωτα. Μια φιλία καίγεται μαζί με ένα άλλο έντομο κολλημένο σε μια εντομοαπωθητική ταινία. Ο προαναφερθείς βράχος μετατρέπεται σε ένα προσωπικό Έβερεστ. Μια καλοψημένη πέστροφα αποτελεί σημείο απέχθειας προς τους γονείς. Μεταφορές ποιητικές και συνάμα επιτυχημένες, χωρίς δύσκολους ή κουραστικούς συνειρμούς να θεωρούνται απαιτούμενοι για να κατανοηθεί το υποβόσκον περιεχόμενο της ταινίας. Και αντί να προσπαθήσει να φανεί αισιόδοξος, να δώσει στην εφηβεία την κάθαρση που της αξίζει, καταλαβαίνει πως τον πόνο του έφηβου μόνο ο ίδιος μπορεί να τον αντιληφθεί. Έτσι δεν προβαίνει σε ενήλικες σοφίες, αλλά αφήνει την πραγματικότητα και τα αδιέξοδά της μετέωρα. Όπως ακριβώς τα αντιλαμβάνονται τα άτομα αυτών των ηλικιών: ατελείωτα.

Μαζί με τοn Κατ’ Οίκον Περιορισμό (The Wolfpack), αυτά ήταν τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα γραφής που είχαμε την ευκαιρία να δούμε στο φετινό διαγωνιστικό. Δύο ταινίες που μπορεί να απέχουν από τη μνημειακότητα, αλλά επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ελπιδοφόρων ονομάτων.


Bridgend

Το Bridgend είναι μια ταινία της οποίας η μακάβρια υπόθεση και η περιέργεια για το πώς μπορεί να υιοθετηθεί ένα τέτοιο αληθινό συμβάν στη μεγάλη οθόνη προκαλεί πνευματικό κνησμό. Ειδικά η παρουσία ενός Σκανδιναβού στη σκηνοθεσία, προετοιμάζει θετικά για ένα έστω αξιοπρεπές εικαστικά σύνολο. Ποια κατεύθυνση θα πάρει, όμως, η ταινία του, δεδομένης της υπόθεσης; Θα είναι ένα θρίλερ με υπαρξιακές προεκτάσεις; Μια «αμερικανίζουσα» ταινία που προσπαθεί να τρομάξει, σώνει και ντε το κοινό, εμπνεόμενη από το μεταφυσικό; Ένα αστυνομικό θρίλερ; Πολλές οι πιθανότητες.

Η Sara και ο αστυνομικός πατέρας της μετακομίζουν από το Μπρίστολ στο Bridgend, ένα χωριό της Ουαλίας, το οποίο μαστίζεται από ένα κύμα αυτοκτονιών εφήβων. Η Sara δεν αργεί να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή και να γνωρίσει τους συνομηλίκους της, να ενταχθεί στην παρέα τους και στις συνήθειές τους. Ερωτεύεται και τον Jamie, τον γιο του παπά της περιοχής, ένα συνεσταλμένο αγόρι. Οι αυτοκτονίες, όμως, δε δείχνουν να σταματάνε και η Sara μπορεί να κινδυνεύει.

Η οδός που επιλέγει να ακολουθήσει ο Jeppe Rønde στην ταινία του, είναι αυτός του μυστηρίου, με στοιχεία από θρίλερ και στο κυρίως σώμα του σεναρίου να ελλοχεύει το εφηβικό άγχος. Παιδιά απομονωμένα, αγανακτισμένα και ρέμπελα, που τρέφουν απέχθεια προς τους μεγαλύτερους και καταλήγουν να ουρλιάζουν, να κολυμπούν γυμνά στην παγωμένη λίμνη, να πίνουν σε υπερβολικές ποσότητες και ευκαιριακά να κάνουν σεξ χωρίς συναισθήματα. Που αναπτύσσουν μια κλειστή κοινωνία και θρηνούν ένα προς ένα τα μέλη της παρέας που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια για άγνωστους λόγους, παρτάρoντας παράλληλα σαν να έρχεται το τέλος του κόσμου.

Σε κάποιους, ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης απεικονίζει το όλο κλίμα απογοήτευσης και την πιθανή σύνδεσή του με τον ψηφιακό κόσμο του διαδικτύου ενδέχεται να θυμίσει το Kairo το γιαπωνέζου υπαρξιστή Kiyoshi Kurosawa, χωρίς να καταφέρει να αγγίξει τον ορίζοντά του. Εγχείρημα δύσκολο εφόσον ο Kurosawa κατάφερε να παραδώσει στον κόσμο ένα από τα παντοτινά εκθαμβωτικά αριστουργήματα απόγνωσης και κατήφειας, αλλά άλλα μέτρα και σταθμά χαρακτηρίζουν τον Kurosawa και άλλα τον Rønde, του οποίου είναι μάλιστα και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία. Όμως η αισθητική που ακολουθεί, δίνει πολύ καλά δείγματα αρχικής γραφής. Είτε αντικατοπτρίζει την πυκνή ομίχλη, είτε τα ημιφωτισμένα από νυχτερινά φώτα ή νυχτερινές φωτιές σκηνικά, δεν παύει να έχει μια ζοφερή, μουχλιασμένη φωτογραφία. Κανένα φως δε θαμπώνει ή τυλίγει τους χαρακτήρες με μια θερμότητα, εδώ υπάρχουν μόνο τα άκρα, το ψύχος και το κάψιμο. Δε διστάζει, μάλιστα, να χρησιμοποιήσει και μια ταρκοφσκική σφήνα, πιο συγκεκριμένα από το Στάλκερ, με την παρουσία του νερού και το σύμβολο του σκύλου να θυμίζουν τη χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία.

Παρά το γεγονός ότι στη συγγραφή του σεναρίου συμμετέχουν δύο συνεργάτες του και την ερεβώδη αισθητική που τον διακρίνει, δεν παύει να εμφανίζει χτυπητά ελαττώματα στο κομμάτι της πλοκής. Προσπαθώντας να αναδείξει την απελπισία των χαρακτήρων του, χρησιμοποιεί μια απλοϊκή ιστορία επανάστασης και απαγορεύσεων με μεγάλες δόσεις μελάτου ρομαντισμού, καταλήγοντας να λέει τα χιλιοειπωμένα, απλά με κάπως πιο προσωπικό τρόπο. Αν απογυμνώσουμε την υπόθεση από το σκηνικό με τις αναιτιολόγητες αυτοκτονίες που την περιβάλλουν, θα αντιμετωπίσουμε ένα επιφανειακό σενάριο που μπορεί μεν να μην είναι εξίσου στείρο με Το Καλοκαίρι της Sangailé που είδαμε πριν λίγες μέρες, αλλά παλεύει με τη μετριότητα. Του λείπει το στίγμα. Ενθαρρυντικό βέβαια το ότι ενώ στο τέλος πάει να καρφώσει την τελευταία πρόκα στο φέρετρο κάνει μια αισθητή και εικαστικά υπέροχη ανατροπή, αλλά είναι γεγονός πως περιμέναμε κάτι πιο μεστό.

Αν μπορέσατε να ξεπεράσετε την έλλειψη πυγμής ή στίγματος στο σενάριο και να αφεθείτε στις πανέμορφες εικόνες, τότε είστε και κερδισμένοι. Δεν σας κρύβω πάντως ότι, ακόμα και με αυτό το σενάριο, εμένα με ικανοποίησε. Σαφώς και θα το ήθελα πολύ πιο πικρόχολο και λιγότερο κλαψιάρικο, αλλά τουλάχιστον οι εικόνες του (αυτό που ζήταγα από τη στιγμή που είδα την αφίσα) με κέρδισαν.