Κάθε τους live εμφάνιση μετατρέπεται σε ένα μεγάλο μεθυστικό πάρτυ που δεν θέλεις να τελειώσει. Οι Pink Vanity φροντίζουν στα venues που θα βρεθούμε να νιώθουμε απελευθερωμένοι, ίσοι και ξέγνοιαστοι. Δημιουργοί του αθηναϊκού indie-rock group, είναι δύο αδέλφια με ευφάνταστες ιδέες, στυλ, θεατρικότητα και μπόλικη ενέργεια που ψάχνει τρόπους να διοχετευτεί.
Ο Κωνσταντίνος και ο Άλεξ Κρομμύδας δύσκολα θα μπορούσαν να φανταστούν τους εαυτούς τους ως κάτι άλλο πέρα από καλλιτέχνες. Τα οπτικοποιημένα singles “Dock Fantasy”, “Cowboy Kitten”, “Lost Perception”, “Foggy Shots” και “Late Night Pleasures”, αλλά και το EP “Foggy Shots” του 2021, μας έχουν συστήσει στην αισθητική και τον ήχο τους, ο οποίος εμπλουτίζεται όταν βρίσκονται στο stage, κάθε φορά που μαζί τους παίζουν οι μουσικοί Δημήτρης Κυριακόπουλος, Πάνος Κλωνάρης, Φαίδων Φλορεντίν και Κωνσταντίνος Τσέλιος.
Η αλήθεια είναι πως παρακολουθώντας όλο και περισσότερο τη δουλειά τους το τελευταίο διάστημα, είχα μεγάλη περιέργεια να τους γνωρίσω. Μερικές ημέρες μετά το live τους στο πλευρό των Balthazar, βρεθήκαμε στο Luv n Roll στου Ψυρρή, εκεί όπου παρέα σπαστήκαμε και χαλαστήκαμε με όσα συμβαίνουν γύρω μας, αλλά σύντομα ανακτήσαμε την ελπίδα μας με μια γερή δόση ρομαντισμού και «παρεξηγημένης» ευαισθησίας.
Δεν έχουν περάσει πέντε λεπτά από τη στιγμή που συναντηθήκαμε και οι υπαρξιακές ανησυχίες πέφτουν στο τραπέζι. «Νιώθω ότι διανύουμε την εποχή του Μεσαίωνα. Υπάρχει μία γενικότερη πολιτισμική κρίση και κρίση αξιών – από τους πολέμους, μέχρι την έμφυλη βία και τις παιδοκτονίες», μου λέει ο Κωνσταντίνος, ενώ, μιλώντας για το MeToo και τις καταγγελίες που αφορούν την κακοποίηση στον χώρο του θεάματος και ιδίως του θεάτρου, ο Άλεξ προσθέτει, «Το απεχθάνομαι όταν αυτό συμβαίνει από κάποια θέση εξουσίας και είναι κάτι το οποίο έχω ζήσει καθώς ασχολούμαι και με το θέατρο».
Η συζήτηση στρέφεται στο πώς νιώθουν οι ίδιοι ως μουσικοί στην Ελλάδα. «Στη χώρα μας το να είσαι μουσικός ή χορευτής θεωρείται χόμπι, υπάρχει αυτή η αντιμετώπιση ακόμα και από την κυβέρνηση. Σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία ή η Φινλανδία, υπάρχουν υψηλά επιδόματα για τους καλλιτέχνες. Ένας καλλιτέχνης δε νοείται να μην μπορεί να βγάλει τα προς το ζην του και να αναγκάζεται να κάνει πολλές διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα. Ένας βασικός λόγος για τον οποίο δεν δίνονται επιδόματα, είναι για να υπάρχει μια συνεχής διατήρηση της υποκουλτούρας. Παράλληλα, πολύς κόσμος δεν διαθέτει την ανάλογη παιδεία, δεν έχει ακούσει καλή μουσική από το σπίτι του. Η Gen Z σήμερα, έχει μεγαλώσει με την trap και αυτό είναι το ερέθισμα που της δίνεται μέσα απ’ τα social media».
Για τον Κωνσταντίνο και τον Άλεξ, η εναλλακτική rock μουσική είναι καταβαραθρωμένη. «Αυτή τη στιγμή, η trap είναι η κυρίαρχη μουσική στον κόσμο. Δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αυτό θεωρείται εξέλιξη, τη στιγμή που πρόκειται για τη νούμερο ένα μουσική που προωθεί την αντικειμενοποίηση της γυναίκας και την κουλτούρα του βιασμού».
Ιδιαίτερα για τις μπάντες της εναλλακτικής σκηνής που δίνουν έμφαση στην εικόνα και προωθούν μια πιο gender fluid ταυτότητα, τα πράγματα είναι ακόμη δυσκολότερα. «Έχουμε ακούσει τι π*ηδες είναι αυτοί, γ*ούνται μεταξύ τους. Το hate προέρχεται κυρίως από straight άντρες. Πολλοί θα βγουν και θα που διάφορα για ‘μας, θα ψάξουν να βρουν κάτι κακό, ακόμη και για την πιο μικρή λεπτομέρεια σε ένα ακόρντο για παράδειγμα (χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν είμαστε ανοιχτοί στο feedback και στην εξέλιξη). Στην Ελλάδα έχουμε μπλέξει το γκλίτερ με τη σεξουαλική προτίμηση. Ωστόσο, σπάνια έχουμε φοβηθεί να περπατήσουμε μόνοι μας στην πόλη, όσα προσβλητικά σχόλια κι αν ακούσουμε – και αυτή είναι η διαφορά από μια γυναίκα», τονίζουν τα αγόρια.
«Η εμφάνισή μας πέρα από κάτι προσωπικό κι αισθητικό, είναι και μια μορφή αφύπνισης. Θέλουμε να δώσουμε το ερέθισμα στους ανθρώπους να απελευθερωθούν, να είναι αυτό που θέλουν να είναι. Μέσα σε όλο αυτό το δυστοπικό κλίμα, έχουμε διαμορφώσει ένα δικό μας μικροκλίμα, με συγκεκριμένους ανθρώπους που έχουν παρόμοιους προβληματισμούς και ένα όραμα να κάνουν κάτι για να αλλάξει όλο αυτό. Το ότι είμαστε πιεσμένοι δεν πρέπει να μας σταματάει από το να διοχετεύουμε αυτό που είμαστε και να δημιουργούμε. Καταρχάς η τέχνη από την καταπίεση γεννήθηκε».
«Η αισθητική είναι η νέα ηθική», μου λέει λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος. «Μέσα στο ωραίο και στο καλαίσθητο, υπάρχει κάποιο ήθος, μέσα στην αλήθεια υπάρχει ομορφιά. Για εμάς είναι πολύ σημαντικό για κάθε πράγμα στη ζωή μας, από το πώς θα σηκωθούμε από το κρεβάτι μέχρι το πώς θα ντυθούμε, πώς θα αλληλεπιδράσουμε με τους ανθρώπους, πώς θα τους κάνουμε να νιώσουν, πως θα υπάρχουμε στο χώρο – αυτό να έχει μια ποιοτική αισθητική. Κι αυτό αυτόματα διαμορφώνει και την γενικότερη μας ύπαρξη».
Όπως λέει ο Άλεξ σχετικά με την έμπνευση την οποία αντλούν, «ακόμη κι όταν γράφω στίχους και σατιρίζω μια κατάσταση, βλέποντάς τους μετά νιώθω ανακουφισμένος, έχω διοχετεύσει σε αυτούς την έντασή μου. Υπάρχει μια λυτρωτική διάσταση. Η έμπνευση έρχεται από την αγάπη για τον κόσμο και τον άνθρωπο, από την πίστη ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτερα όντα. Και η τέχνη είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στο οποίο βλέπεις μονάχα ένα καντηλάκι. Όσο εσύ του δίνεις, τόσο περισσότερο μπορεί να φωτίσει το δωμάτιο».
Για τον Κωνσταντίνο, η έμπνευση είναι εξωγενής. «Είμαι κοινωνικός, βρίσκομαι συνέχεια έξω και εμπνέομαι από πράγματα τριγύρω μου. Μας αρέσει να παρατηρούμε τους ανθρώπους, θα εμπνευστούμε ακόμη κι από μια στιγμή, από ένα βράδυ που περάσαμε». «Στο μετρό για παράδειγμα, ενώ όλοι κοιτάζουν το κινητό τους, εμείς παρατηρούμε τους ανθρώπους. Βλέπουμε ανθρώπους να τρέχουν και να μην ξέρουν πού πηγαίνουν, να μην μπορούν να μείνουν σε μία στιγμή. Ακόμη κι αυτό μας δίνει έμπνευση», συμπληρώνει ο Άλεξ.
«Είναι πολύ μικρή η πάροδός μας εδώ πέρα για να κάνουμε κάτι κακό. Ας κάνουμε απλά αυτό τον κόσμο καλύτερο. Η ευαισθησία και ο ρομαντισμός θεωρούνται αδυναμία στην κοινωνία μας. Και αυτή είναι η επιτομή του ζητήματος για την οποία δεν ακούει ο κόσμος ροκ ή όπερα, γιατί φοβάται να νιώσει ευαίσθητος και ευάλωτος. Για ΄μας είναι εντάξει να είσαι το οτιδήποτε, εκτός αν αυτό είναι κάτι παραβιαστικό για κάποιον άλλον. Πώς να επιτρέψει κάποιος στον εαυτό του να νιώσει ευάλωτος, όταν δεν αφιερώνει χρόνο μαζί του, που είναι το πιο σημαντικό πράγμα για να υπάρξει εξέλιξη στη ζωή;».
«Μας ενδιαφέρει λοιπόν να εμπνεύσουμε τους ανθρώπους να είναι ανοιχτοί και αυτή η αίσθηση είναι πολύ έντονη στα live μας. Από τη μουσική μας μέχρι τον τρόπο ζωής μας και την εμφάνισή μας, νιώθουμε χίπηδες με ένα glam περιτύλιγμα και μπόλικο ερωτισμό. Ο κόσμος που μας παρακολουθεί λαμβάνει αυτή την ενέργεια».
Η κουβέντα φτάνει στη δημιουργία του νέου τους υλικού, έπειτα από την κυκλοφορία των singles και του EP σε συνεργασία με τον Πάνο Τσεκούρα. «Έχουμε πολλά κομμάτια στην άκρη και κάποια στιγμή είπαμε, τι θα τα κάνουμε όλα αυτά; Σε πρώτη φάση σκεφτόμαστε να κυκλοφορήσουμε οπτικοποιημένα singles και όχι ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ. Δεν θέλουμε να δίνουμε μόνο μουσική στον κόσμο, θέλουμε να υπάρχει και μια εικαστική ταυτότητα. Μας αρέσει να επενδύουμε στην εικόνα. Είμαστε δυο αδέλφια που μοιάζουμε, δύο frontmen σε μια μπάντα, που δεν είναι σύνηθες, οπότε υπάρχει και οπτικό ενδιαφέρον».
«Το επόμενο υλικό μας θα το κυκλοφορήσουμε με τον Άλεξ Μπόλπαση, ο οποίος μας βοήθησε εξαρχής ακόμη και στη διαλογή των κομματιών. Έχουμε ήδη ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις. Όλες οι παραγωγές του Άλεξ βγάζουν έναν πολύ ωραίο χαρακτήρα σε κάθε μπάντα, και είναι ο πλέον κατάλληλος για να κάνει indie κιθαριστικό».
Τόσο ηχητικά όσο και οπτικά, οι ιδέες των Pink Vanity ξεκινούν συνήθως από τους ίδιους. «Για να στήσουμε ένα music video, αφιερώνουμε πολύ χρόνο. Παράλληλα, συνεργαζόμαστε στενά με τη χορεύτρια και χορογράφο Χριστίνα Προμπονά, η οποία ζει στο Λονδίνο, ενώ το αγόρι της επιμελήθηκε το δεύτερο βίντεό μας, το Lost Perception. Το κομμάτι Foggy Shots επίσης, το δουλέψαμε μαζί με τη Δάφνη Λάζου (aka Daphne and the Fuzz)», μου εξηγεί ο Κωνσταντίνος. «Παρόλο που υπάρχει πολύ άγχος όταν επιλέγεις να τα κάνεις σχεδόν όλα μόνος, μας αρέσει που είμαστε self made. Όσον αφορά στη σύνθεση, όταν γράφουν δύο άνθρωποι κομμάτια είναι δύσκολο γιατί ο καθένας έχει διαφορετικές ιδέες και κάποια πράγματα μπορεί να μην ταιριάζουν μεταξύ τους. Εγώ π.χ. έχω πιο pop ακούσματα, ενώ ο αδελφός μου στρέφεται περισσότερο στην αισθητική των Arctic Monkeys. Υπάρχει μια φρέσκια ματιά όμως σε όλο αυτό το πάντρεμα και υπάρχουν φυσικά και κομμάτια τα οποία γράφουμε από κοινού».
Πρέπει να έχουν περάσει περίπου δυόμιση ώρες από τη στιγμή που ξεκινήσαμε τη συνέντευξη και λίγο πριν βάλουμε μια (άνω) τελεία στην κουβέντα, δεν θα μπορούσαμε να μη σταθούμε στις συναυλιακές στιγμές τους. «Μετά το πρώτο μας live, κατέβηκα από τη σκηνή και ένιωθα εντελώς άδειος. Ήταν πολύ περίεργο το συναίσθημα. Ένιωσα μια ματαιότητα. Μου είναι πολύ δύσκολο να ικανοποιηθώ με κάτι», μοιράζεται ο Κωνσταντίνος. «Πέρα από τα μεμονωμένα live, θέλουμε πολύ να κάνουμε περιοδείες στο άμεσο μέλλον. Είχαμε κανονίσει να κάνουμε μία στην Ελλάδα, αλλά ακυρώθηκε λόγω Covid. Θα φεύγαμε ακόμη και στο εξωτερικό για κάποιο διάστημα αν υπήρχε μια καλή πρόταση και μία συνεργασία με κάποιον promoter».
Ένα ακόμη highlight των μέχρι τώρα συναυλιακών στιγμών τους, ήταν η συμμετοχή τους ως opening act στο live των Balthazar στο Fuzz. «Το κυνηγήσαμε πολύ για να κλείσουμε αυτό το live, στο οποίο μας διάλεξαν ανάμεσα στις μπάντες που είχαν στείλει. Ήταν πολύ δυνατή εμπειρία, παρόλο που είχαμε 50 λεπτά για να στήσουμε μόνοι μας τα πάντα και αυτό ήταν πολύ αγχωτικό. Νιώθουμε πως μας πηγαίνει το μεγάλο stage γιατί υπάρχει ελευθερία κινήσεων. Το τελευταίο δικό μας live στο six d.o.g.s, ήταν sold out, όμως η εμπειρία του μεγάλου stage είναι ανεκτίμητη».
Η συνέντευξη και η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκαν στο Luv n Roll στου Ψυρρή, Καραϊσκάκη 14.