Αν υπάρχει κάτι που αγαπά το ελληνικό κοινό, είναι οι μουσικές του κόσμου. Και όταν λέμε του κόσμου δεν εννοούμε προφανώς τη δυτική ποπ, η οποία ποτέ δεν έχαιρε μαζικής αποδοχής στην Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα ραδιόφωνα που παίζουν world music ή πώς μουσικοί από χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής γνωρίζουν αποδοχή μεγάλων pop star στην χώρα μας, για να αποδείξουμε ότι το εγχώριο, μουσικόφιλο κοινό αγαπά να ταξιδεύει μέσα από μουσικές και στίχους σε μέρη που φαντάζουν εξωτικά στο μεσογειακό μικρόκοσμό μας. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και η Orchestra Baobab, μια χορευτική μπάντα της αφρικανικής ηπείρου, η οποία είναι ανάμεσα στις λίγες που δραστηριοποιούνται μουσικά για πάνω από 50 χρόνια και χαρίζει τις μουσικές της στον κόσμο από το 1970.
Η oldskool μπάντα της αφρικανικής σχολής δημιουργήθηκε επίσημα στη Σενεγάλη το 1970 και αυτό που την ξεχώρισε ήταν το fusion μουσικό στιλ της που έκανε τους ρυθμούς της Κούβας να συναντήσουν τις μουσικές της Δυτικής Αφρικής και το ήχους της Καραϊβικής. Το 2020 γιόρτασε τα 50 χρόνια ενεργής παρουσίας στο μουσικό στερέωμα κατέχοντας μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της αφρικανικής ποπ μουσικής, αλλά και του κόσμου γιατί η Orchestra Baobab λατρεύεται τόσο τόσο στην πατρίδα τους, τη Σενεγάλη, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τι κάνει όμως τη μπάντα τόσο μοναδική και τα live τους ξεχωριστά; Οι μουσικοί που δημιούργησαν τον afro-latin ήχο των 70s, παντρεύοντας τους κουβανέζικους ρυθμούς με τις αφρικανικές μελωδίες έχουν μια επική ιστορία που αρχίζει, τη δεκαετία του 1960, από την καρδιά της Medina του Ντακάρ σε ένα θρυλικό μουσικό club.
Σε αντίθεση με άλλες σενεγαλέζικες μπάντες η Orchestra Baobab προσέθεσε αρμονίες και κρουστά από τη Νότια Σενεγάλη, μελωδίες από το Τόγκο και το Μαρόκο και δεν περιορίστηκε μόνο στις τοπικές επιρροές. Από το 1970 μέχρι το 1985 ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν 20 album με το Pirates Choice -το άγιο δισκοπότηρο για τους fans της αφρικανικής μουσικής- να είναι το πλέον επιτυχημένο και αγαπημένο κοινού και κριτικών, αλλά η επικράτηση ενός διαφορετικού μουσικού στιλ στα ’80s οδήγησε στη διάλυση της μπάντας το 1980.
Στα ’90s τα albums τους κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη αναδεικνύοντας την Orchestra Baobab σε cult μουσική απόλαυση της world music και είχαν τόση μεγάλη επιτυχία που οδήγησε τη μπάντα να ξανασχηματιστεί το 2001 και να συνεχίσει εκεί που σταμάτησε 14 χρόνια πριν. Ήταν όμως ένα ντοκιμαντέρ του 2003 των μουσικών Trey Anastasio και Dave Matthews με τίτλο “Trey and Dave go to Africa” που τους έκανε παγκόσμια γνωστούς.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της Orchestra Baobab ήταν ότι κατάφερε με τη μουσική της να επανοικειοποιηθεί την κουβανέζικη μουσική που είχε ούτως ή άλλως πολλές από τις ρίζες της στην Αφρική και να δημιουργήσει τη βάση της σύγχρονης αφρικανικής μουσικής pop σκηνής. Η afropop της Orchestra Baobab είχε τόση επιρροή που επηρέασε και τη μουσική σκηνή και της Αμερικής από το Βορρά ως Νότο (δεν εννοώ το Τέξας, αλλά τη λατινική Αμερική) και να δημιουργήσει την africando, ένα μουσικό υποείδος που συνδυάζει τους ρυθμούς της salsa με την αφρικανική μουσική, που λατρεύεται φανατικά μέχρι σήμερα.
Στις μέρες μας η μπάντα συνεχίζει να απαρτίζεται από ένα λαμπρό σύνολο διαφορετικών μουσικών προσωπικοτήτων και ο ήχος της συνδυάζει μοναδικά τους αφρο-λατινικούς ρυθμούς, τη διεθνή ποπ και τη δυτικοαφρικανική μουσική griot. Με 24 στούντιο άλμπουμ στο ενεργητικό της, τα οποία έχουν τύχει ευρείας αναγνώρισης και αμέτρητες, αξέχαστες συνεργασίες με πλήθος σημαντικών ονομάτων, όπως ο Ibrahim Ferrer των Buena Vista Social Club, ο Cheikh Ibra Fam, ο Youssou N’Dour και ο Dave Matthews, η Orchestra Baobab είναι μία από τις πιο αυθεντικές εκφράσεις της αφρικανικής μουσικής και αυτό είναι που την κάνει τόσο αγαπητή.
Η επιτυχία δεν διάβρωσε την αυθεντικότητά της, ένα case study που ίσως χρειάζεται να διδάσκεται σε όλους τους νέους μουσικούς.