Αν ανήκετε στην κατηγορία των ανθρώπων που θέλουν τη μουσική όχι μόνο στα ακουστικά και τα ηχεία, αλλά και σε πολλές, ενδιαφέρουσες και καλογραμμένες σελίδες, είτε στη «φλεγόμενη» πόλη εν αναμονή των διακοπών, είτε στην παραλία ανάμεσα στις βουτιές, μην ανησυχείτε. Η Popaganda επιλέγει 18 τίτλους μουσικών βιβλίων του 2018 που αξίζει να διαβάσετε.
Είναι άπειρα τα βιβλία που έχουν καταγράψει την ιστορία της «χρυσής» εποχής του rock ‘n’ roll, δηλαδή από τη γέννηση του στα 50s μέχρι και τη δεκαετία του ’70. Το συγκεκριμένο όμως που πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά θεωρείται από τις πιο εμπεριστατωμένες μελέτες της επανάστασης που επέφερε στα λιμνάζοντα νερά της λαϊκής κουλτούρας και μουσικής. O Charlie Gilette δεν αφηγείται απλά τα χιλιοειπωμένα γεγονότα, αλλά ψάχνει τις καταβολές του rock ‘n’ roll και την επιδραστικότητα της συγκεκριμένης μουσικής σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο και τη γενιά των baby boomers, παρουσιάζοντας καλλιτέχνες-κλειδιά, σε πλήρη συνδιαλλαγή με το πλαίσιο του ίδιου του κινήματος.
Απαλλαγμένος από συγγραφικά στεγανά αλλά και από διαχωρισμούς ανάμεσα σε ποιοτικά και trash τραγούδια, στο δεύτερο βιβλίο του ο Βύρωνας Κριτζάς (πρώτο του βιβλίο το Bob Dylan 100 Τραγούδια -Οι ιστορίες πίσω από αυτά και η σημασία τους, Εκδόσεις Πατάκη, 2016) επιχειρεί να φτιάξει ένα κολάζ γραφής που ακροβατεί μεταξύ μουσικής ανάλυσης που συνδιαλέγεται με το κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά και με προσωπικές εμπειρίες που παραμένουν ανοιχτές για ταύτιση με όσους ανήκουν στην Ελλάδα της γενιάς του. Με λεπτό χειρισμό των επί μέρους στοιχείων, προσωπική αλλά όχι εξεζητημένη γραφή και κυνικό αλλά διακριτικό χιούμορ, ο συγγραφέας καταφέρνει να μιλήσει για την Ελλάδα των τελευταίων σχεδόν 30 χρόνων με σημεία αναφοράς το πιο δυνατό στοιχείο της λαϊκής κουλτούρας, τα τραγούδια.
Πρόκειται για μία από τις σπουδαιότερες γυναικείες μαύρες φωνές του προηγούμενου αιώνα. Στην αυτοβιογραφία της Nina Simone μπορεί κανείς να διαβάσει ολόκληρη την πορεία της, από τα παιδικά της χρόνια σε μία μικρή πόλη του Νότου, όπου γρήγορα αναδείχθηκε σε παιδί θαύμα, τραγουδώντας γκόσπελ και παίζοντας πιάνο, μέχρι την ανάδειξή της σε ιέρεια της soul, πάντα με ισχυρή πολιτική θέση, στα κινήματα διαμαρτυρίας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μία πορεία με πολλά εμπόδια, μιας και ήδη από νωρίς έβλεπε τα όνειρά της να γκρεμίζονται, μέσα από το ρατσισμό που δεχόταν ως Αφροαμερικανή, καταφέρνοντας όμως τελικά να τα ξεπεράσει και να αγγίξει το μύθο.
«Τον περισσότερο καιρό παίζουμε ένα έργο που εμείς οι ίδιοι έχουμε γράψει, στο οποίο είμαστε ο ήρωας, και συνήθως είναι ένα πολύ στενάχωρο έργο, διότι αυτός ο ήρωας θα ηττάται διαρκώς». Αυτό είναι ένα από τα πολυάριθμα αποφθέγματα του Leonard Cohen που συγκεντρώνονται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Όχι απλώς ενός μουσικού, αλλά και ενός συγγραφέα αλλά και μίας γενικότερα ιδιαίτερης φιγούρας και προσωπικότητας, μιας και ο Cohen μπορεί να αγαπούσε την έντονη ζωή, αλλά κατάφερνε πάντα να διακατέχεται από μία λεπτότητα και μία διακριτική γοητεία. Ένας δανδής που έζησε τα πάντα και όντας πάντα πνευματώδης, οι ίδιες οι αφηγήσεις του και τα αποστάγματα σοφίας δεν παύουν να είναι απολαυστικά.
Ένα ιδιαίτερο ταλέντο που δεν κατάφερε να νικήσει τους προσωπικούς της δαίμονες και πέθανε νωρίς, η Amy Winehouse εδώ παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια του πατέρα και συμβούλου της. Ο Mitch Winehouse, χωρίς διάθεση μυθοπλασίας, αφηγούμενος τα ίδια τα γεγονότα, προσπαθεί να ρίξει φως στα τελευταία ταραχώδη χρόνια της μουσικού, όπως τα έζησε εκ των έσω. Πιάνοντας το νήμα από τη νεανική της ηλικία, μέχρι την επιτυχία και την πτωτική πορεία με τα ζητήματα που αντιμετώπιζε με τις καταχρήσεις και τη διατροφή της, ο πατέρας της αφηγείται όλες τις σκοτεινές και δύσκολες στιγμές της τραγουδίστριας, χωρίς διάθεση ωραιοποίησης ή επικάλυψης των γεγονότων.
Τα τραγούδια πολλές φορές μπορεί να κουβαλάνε τα ίδια τον μύθο της αξίας και της διαχρονικότητάς τους, αλλά άλλες πάλι, κουβαλάνε παράλληλους μύθους που τα στοιχειώνουν. To “Common people” των Pulp γράφτηκε τελικά για κάποια Ελληνίδα; Για ποιο τραγούδι έκανε επίσημη έρευνα επί 31 ολόκληρους μήνες το FBI; Με αφορμή πολλά ακόμη παρόμοια ερωτήματα, ο Τάσος Βαφειάδης ξεδιπλώνει ιστορίες, όχι με σκοπό απαραίτητα να απαντήσει μόνο στα ερωτήματα που τίθονται, αλλά κυρίως για να ταξιδέψει τον αναγνώστη πίσω στο χρόνο και σε πρόσωπα και γεγονότα που θα τον κάνουν να ακούσει τα κομμάτια καλλιτεχνών από την Billie Holiday και τον Elvis Presley μέχρι τους Cure και τους Radiohead, με μία νέα σκοπιά.
Η ιέρεια του punk, Patti Smith μετά το πρώτο αυτοβιογραφικό βιβλίο της, Just Kids (κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Πάττι και Ρόμπερτ, πάλι σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά από τις Εκδόσεις Κέδρος) που περιγράφει τα νεότερα χρόνια της, εστιάζοντας στην ιδιαίτερη σχέση της με τον φωτογράφο και καλλιτέχνη Robert Mapplethorpe, επιχειρεί άλλο ένα αυτοβιογραφικό έργο, αυτή τη φορά από τη σκοπιά της ωριμότητας. Με σημείο αναφοράς το Cafe Ino, η Patti Smith κάνει ένα ταξίδι σε θραύσματα της μνήμης που ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ανατρέχοντας συχνά σε στιγμές της με τον πρώην σύζυγό της, Fred Sonic Smith, αλλά και με πλούσιες λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές αναφορές.
Μπορεί στις αρχές του 1970 να είχε γράψει ήδη με χρυσά γράμματα το όνομά του στη rock ‘n’ roll μυθολογία με τους Velvet Underground, αλλά μέχρι και το σόλο ομώνυμο ντεμπούτο του (1972), ο Lou Reed είχε μετακομίσει στο Lond Island και είχε σχεδόν αποφασίσει πως θέλει να αφιερώσει τη ζωή του στην ποίηση. Πράγματι έγραψε για κάποιον καιρό υλικό (μέχρι να ξαναπιάσει την κιθάρα) που βρήκε το δρόμο της σε λογοτεχνικά περιοδικά και μικρές εκδόσεις και αυτό το βιβλίο συγκεντρώνει αυτά τα κείμενα αλλά και εφήμερα της εποχής, με εισαγωγή της ποιήτριας Anne Waldman και επίμετρο της Laurie Anderson.
Για τους περισσότερους, το Transformer του Lou Reed θεωρείται η πιο λαμπρή δισκογραφικά στιγμή του, με glam αναφορές, proto-punk ψήγματα αλλά και μία ακομπλεξάριστη θέση απέναντι στην ομοφυλοφιλία και την αμφισεξουαλικότητα (να υπενθυμίσουμε ότι περιέχει κομμάτια όπως το “Vicious” και το “Walk On The Wild Side”). H επιτυχημένη σειρά βιβλίων 33 1/3, που αποτελείται από μικρούς οδηγούς-αναλύσεις σε σημαντικούς δίσκους, αυτή τη φορά καλεί τον Ezra Furman, έναν ανοικτά bisexual μουσικό, να μιλήσει για έναν δίσκο που έχει κουβαλά μεταξύ άλλων την ταμπέλα ενός δίσκου που μιλάει για «το πώς είναι να είσαι gay».
Άλλο ένα βιβλίο της σειράς 33 1/3. Aυτή τη φορά η punk σκηνή της Wasghongton D.C. έχει την τιμητική της, μιας και o συγγραφέας καταπιάνεται με το In On The Kill Taker που κυκλοφόρησαν οι Fugazi το 1993. Με το προκάτοχο Steady Diet of Nothing να έχει κυκλοφορήσει δύο χρόνια νωρίτερα, οι Fugazi τότε μπορεί να παραγκωνίστηκαν από μέρος του κοινού και της κριτικής, εξακολουθεί πάντως να αποτελεί δίσκο-σημείο αναφοράς για τη μπάντα. Με το In On The Kill Taker θα πετύχουν όμως το breakthrough τους, μιας και ο δίσκος θα φιγουράρει μέχρι και στα charts του Billboard και θα ανοίξουν τα φτερά τους για μεγαλύτερα ακροατήρια.
Ο δίσκος του Van Morrison που κυκλοφόρησε το 1968 εν μέσω του χιπισμού και της flower power, πρότεινε μία εντελώς άλλη singer-songwriter κατεύθυνση, αυτή της elegant folk τραγουδοποιίας που φλέρταρε με τη jazz. Το Astral Weeks θεωρήθηκε μία από τις δυνατότερες δουλειές του Morrison και υπήρξε ιδιαίτερα επιδραστικό σε καλλιτέχνες όπως ο Bruce Springsteen, μεταξύ άλλων. Ο δημοσιογράφος Ryan H. Walsh στο πρώτο του αυτό βιβλίο αποπειράται να ρίξει φως σε άγνωστες πτυχές του παρασκηνίου του δίσκου στην 50η του επέτειο, όπως της ίδιας της χωροχρονικής συνθήκης στην οποία γεννήθηκε: τη Βοστόνη του 1968, με πρωταγωνιστές πολλούς ανθρώπους που έζησαν την ιστορία σε πρώτο χρόνο.
Μπορεί τα κομμάτια και η μουσική περασμένων δεκαετιών να παραμένουν ζωντανά από γενιά σε γενιά αλλά η έννοια του ίδιου του rock star όπως την ξέραμε, εξακολουθεί να υπάρχει ή έχουμε περάσει σε μία νέα εποχή; Ο συγγραφέας του Your Favorite Band Is Killing Me, στο νέο αυτό βιβλίο του (κυκλοφορεί και σε audiobook εκδοχή σε αφήγηση του Patrick Lawlor) προσπαθεί ακριβώς να ερευνήσει τη θέση των classic rock φιγούρων στη σημερινή εποχή και μάλιστα όχι με έναν στείρο, ιστοριογραφικό τρόπο, αλλά μπλέκοντας στην αφήγηση την δική του ιστορία, καταγράφοντας παράλληλα την δική του σχέση με τη μουσική και τα είδωλά του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα.
Μία από τις πιο θρυλικές προσωπικότητες του μουσικού «παρασκηνίου» των 60s και 70s, ο Danny Fields, manager, δημοσιογράφος, διευθυντής δισκογραφικών μεταξύ άλλων, όταν είδε το 1974 για πρώτη φορά ζωντανά τους Ramones στο CBGB’s τους ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά (ή το πρώτο ακόρντο, αν θέλετε) και αμέσως ζήτησε να γίνει manager τους. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μία συλλογή με πάνω από 200 φωτογραφίες αλλά και κείμενα των Michael Stipe, Seymour Stein, David Johansen και του ίδιου του Danny Fields. Τραβηγμένες μεταξύ 1975 και 1977, οι φωτογραφίες αποθανατίζουν σπάνιες στιγμές των μπαμπάδων του punk στο στούντιο και τις περιοδείες.
Οι περισσότεροι την γνωρίζουν ως ένα από τα μέλη των Throbbing Gristle που ευθύνεται για τον industrial πειραματικό τους θόρυβο, όμως η Cosey Fanni Tutti έχει εμπλακεί στα γενικότερα χωράφια της avant garde ως performer και συγγραφέας, ενώ είχε και μία μακρόχρονη καριέρα ως stripper. Στην αυτοβιογραφία με τον κατατοπιστικότατο τίτλο της Art Sex Music, η πολυσχιδής Tutti αφηγείται πάνω από τέσσερις δεκαετίες ζωής που ακροβατεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στα άκρα, με έναν ευθύ τρόπο που το έκανε να κερδίσει υποψηφιότητα για το Penderyn Music Book Prize.
Οι δίσκοι δεν αποτελούν μόνο έργα τέχνης για αυτό που κρύβεται στα αυλάκια τους, αλλά πολλές φορές, τα εξώφυλλά τους αποτελούν και τα ίδια μικρά έργα τέχνης. Στην παρούσα έκδοση, που περιλαμβάνει πάνω από 200 εξώφυλλα LP, από την ελαιογραφία του Gerhard Richter για το Bach: The Goldberg Variations (1984) του Glenn Gould μέχρι την εμβληματική φωτογραφία της Patti Smith στο εξώφυλλο του Horses (1975) μέσα από το φακό του Robert Mapplethorpe, προσπαθεί να παρουσιάσει τη σημασία του ίδιου του μέσου του εξωφύλλου του βινυλίου στη μοντέρνα και σύγχρονη οπτική τέχνη.
Ίσως δεν πρόκειται για μουσικό βιβλίο με την αυστηρή έννοια, πάντως οπωσδήποτε θα ικανοποιήσει αυτούς που αγαπούν την καλή μουσική αλλά και…τα cocktails. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη έκδοση επιχειρεί το εξής πρωτότυπο: επιλέγει 70 δίσκους από τα 50s μέχρι και τα 00s, από το Sgt. Pepper’s Lonely Hears Club Band των Beatles μέχρι το Like A Virgin της Madonna κι από το Low End Theory των A Tribe Called Quest μέχρι τον ομώνυμο δίσκο των Vampire Weekend και προτείνει ταιριαστές συνταγές cocktail για να συνοδέψετε την ακρόασή τους -και μάλιστα άλλη συνταγή για το Side A και το Side B!
Μπορεί εδώ και αρκετά χρόνια η ηλεκτρονική μουσική να έχει εισχωρήσει και σε πολλά ακόμη pop και rock παρακλάδια, αλλά άραγε, από που ξεκίνησαν όλα; Αυτή την ιστορία επιχειρεί να καταγράψει ο Βρετανός μουσικός δημοσιογράφος David Stubbs στο νέο του βιβλίο, προσπαθώντας να πιάσει την ευρεία σκοπιά του θέματος. Από τα πρώτα μηχανικά πειράματα στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τη musique concrète συνθετών όπως ο Karlheinz Stockhausen κι από την πρωτοπόρο Delia Derbyshire στην house, την techno αλλά και την εισχώρηση του ηλεκτρονικού στοιχείου στα επιμέρους πεδία της pop, το Mars by 1980 επιχειρεί να αφηγηθεί μία όσο το δυνατόν πιο πλήρη ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής. (Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 2 Αυγούστου.)
Γεννήθηκε στις αρχές της χιλιετίας στα ενδότερα του Λονδίνου, όταν κάποιοι έφηβοι MCs έφτιαχναν beats με κλεμμένο λογισμικό που έντυναν με ρίμες, παιδιά που μεγάλωσαν με UK garage αλλά και αμερικάνικο hip-hop. Το αποτέλεσμα δεν άργησε να γίνει ένα είδος μόνο του, να βαπτιστεί grime και να βγάλει καλλιτέχνες που γνώρισαν την επιτυχία διεθνώς όπως ο Skepta και ο Stormzy. Σε αυτό το βιβλίο ο δημοσιογράφος Dan Hancox ύστερα από εις βάθος έρευνα και συνεντεύξεις με ανθρώπους μέσα στο ίδιο το genre, αφηγείται την ιστορία του. Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο χαρακτηρίστηκε από το ΝΜΕ «η απόλυτη grime βιογραφία» και από το Pitchfork «μία μνημειώδης ιστορία του genre».