Στεκόμαστε στο υπόγειο του Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στο Κολωνάκι με τον Μοχάμεντ Μοχάιζιν και μοιάζουμε σαν να είμαστε μέρος κάποιου installation. Ο, δύο φορές βραβευμένος με Πούλιτζερ, 37χρονος φωτορεπόρτερ με ξεναγεί στην έκθεσή του “Light on the Move” που διοργανώνεται από την ελληνική αποστολή του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (IOM Greece). Γύρω μας πολύς κόσμος. Ο Γεράσιμος Δομένικος φωτογραφίζει για την Popaganda, επιμελητές και συνεργάτες του δοκιμαζουν θέσεις για το ιδανικό στήσιμο της έκθεσης, άλλοι δημοσιογράφοι παίρνουν μια γεύση πριν ανοίξει η έκθεση για το κοινό (26-31/10), υπάλληλοι του μουσείου περιφέρονται με το μέτρο στο χέρι. Υπάρχει ένας γενικός αναβρασμός, μιας και απομένει λιγότερο από ένα 24ωρο, αλλά με έναν μαγικό τρόπο οι παντοδύναμες εικόνες του Μοχάιζιν αιχμαλωτίζουν το βλέμμα και διώχνουν όλον τον θόρυβο μακριά, όσο κι αν όλο και περισσότεροι άνθρωποι προστίθενται στην σκηνή. Στην πλειοψηφία τους, είναι πορτρέτα που έχει τραβήξει ακολουθώντας το προσφυγικό ζήτημα καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, πριν και μετά το φούντωμα του 2015.
Ο Μοχάιζιν στέκεται στη μέση της αίθουσας, προσηνής με αυτόν τον μοναδικό ανατολίτικο τρόπο, έτοιμος να απαντήσει σε κάθε ερώτηση, να διηγηθεί -για πολλοστή φορά προφανώς- τις συνθήκες που ορίζουν κάθε στιγμιότυπο. Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ, η καταγωγή του είναι από την Ιορδανία, η βάση του είναι στο Άμστερνταμ, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται διαρκώς στον δρόμο εδώ και 16-17 χρόνια από τότε που ξεκίνησε -μόλις 20 χρόνων- την καριέρα του ως πολεμικός ανταποκριτής. Κάλυψε τον πόλεμο στο Ιράκ, αλλά και τον εμφύλιο στη Συρία, έχει ζήσει στο πετσί του διαφορετικές εστίες της ίδια φωτιάς ως απεσταλμένος π.χ. του Associated Press ή του National Geographic. Στην Ελλάδα, φωτογραφίζει εδώ κι 6 μήνες. «Έχω επισκεφθεί 7 διαφορετικά κέντρα υποδοχής. Στη Μόρια, δυστυχώς, έχω πάει μόνο για μία μέρα. Κάθε camp έχει τη δική του ιστορία, τις δικές του συνθήκες. Μου είναι δύσκολο να τα συγκρίνω μεταξύ τους, η εμπειρία μου στην Ελλάδα είναι καλύτερη απ’ ότι στη Σερβία ή την Κροατία, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ακόμα μεγάλα προβλήματα».
Οι εκρηκτικές καταστάσεις που έχει βρεθεί, του έχουν δώσει ένα βασικό μάθημα. «Η ασφάλεια έρχεται πρώτα απ’ όλα. Δεν μπορώ να ρισκάρω τη ζωή μου, γιατί απλούστατα αν δεν επιβιώσω δεν θα έχω και τίποτα να δείξω». Του έχουν διδάξει επίσης ότι «η καλή φωτογραφία είναι αυτή που λέει όλη την ιστορία». Αυτό είναι και το κριτήριο δημοσίευσης. «Έχω τραβήξει πολλές εικόνες που δεν ήμουν σίγουρος ότι έλεγαν όλη την αλήθεια, που άφηναν εντυπώσεις θολές και ήταν ανοικτές σε παρεξηγήσεις και λάθος ερμηνείες. Αυτές τις εικόνες επιλέγω να μην τις επικοινωνήσω».
Σε αυτό το κορυφαίο επίπεδο, και σε αυτό το σκληρό περιβάλλον, άλλωστε, το κίνητρο για τον φωτορεπόρτερ δεν είναι το σπουδαίο αισθητικό αποτέλεσμα. Ο Μοχάιζιν το έχει σκεφτεί, λογικό είναι, πολύ. «Ξέρεις, δεν ήταν αυτό το όνειρό μου. Να βγάζω φωτογραφίες σε συνθήκες δυστυχίας. Και, πολύ σύντομα, όταν ήρθαν και τα βραβεία έκανα την ερώτηση στον εαυτό μου αν πρέπει να είμαι να είμαι περήφανος που απολαμβάνω την αναγνώριση καταγράφοντας τον πόνο των άλλων. Είναι λογικό αυτό το ερώτημα. Από την άλλη, αισθάνομαι ότι έχω την υποχρεώση να κάνω τη φωνή αυτών των ανθρώπων να ακουστεί. Να ευαισθητοποιήσω μεταφέροντας αυτό που περνάνε. Να διαλύσω τα στερεότυπα που τους συνοδεύουν. Να αναδείξω το αίτημά τους για δικαιοσύνη. Το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η γνώση. Γι’ αυτό υπάρχουν οι φωτογραφίες, για να υπενθυμίζουν. Αυτός είναι και ο σκοπός της ΜΚΟ Everyday Refugees Foundation που έχω ιδρύσει. Με τη βοήθεια και των σόσιαλ μίντια πια μπορούμε να μεγαλώνουμε πάρα πολύ την απήχηση του έργου και των ντοκουμέντων μας».
Βέβαια, δεν αποτυπώνουν όλες οι εικόνες, συγκεκριμένα της έκθεσης και του Μοχάιζιν γενικότερα, δυσάρεστα στιγμιότυπα. Ειδικά στα παιδικά πορτρέτα μπορεί να δει κανείς τόσο την παιδική ανεμελιά όσο και μια δύναμη απίστευτης έντασης. Και, φυσικά, χαμόγελα. «Είναι γιατί τα παιδιά βλέπουν μόνο μπροστά. Δεν έχουν πολλά να ανακαλέσουν από το παρελθόν. Συμπαρασύρουν τους μεγάλους στην ελπίδα. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται κάπως, στη δική μας ασφάλεια, αλλά γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι ο μόνος τρόπος σκέψης για να επιβιώσουν. Φυσικά, οι μεγαλύτεροι, αν είχαν την επιλογή μάλλον θα ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Αυτό με κάνει καμιά φορά, στο τέλος της ημέρας, ευγνώμονα που έχω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου.
Είναι και κάτι άλλο. Ας πούμε, η εικόνα με τον πιτσιρίκο που κυνηγά τις μπουρμπουλήθρες χρειάστηκε 4 χρόνια για να προκύψει. Αυτή είναι η μέθοδος. Να ζεις μαζί τους, να γίνεσαι κομμάτι του περιβάλλοντος μέχρι να σε θεωρήσον αόρατο. Τότε είναι που έχεις την πλήρη συγκατάθεσή τους. Καμιά φορά δε χρειάζεται λεκτική άδεια για να βγάλεις μα φωτογραφία, αρκεί ένα βλέμμα. Και, πάντα, πρέπει να επιστρέφεις στους ανθρώπους σου. Να ενδιαφέρεσαι για την τύχη τους και να επανέρχεσαι στην ιστορία τους. Σχεδόν ποτέ δεν την έχεις πει ολόκληρη».
Ο Μοχάμεντ έθεσε από μόνος του το ζήτημα της «άδειας», της δεοντολογίας. Πολλές φορές, αυτά τα χρόνια έχουμε αναρωτηθεί βλέποντας τόσες συγκλονιστικές εικόνες, τι έχει προτεραιότητα στο μυαλό των φωτορεπόρτερ. Να απλώσουν ένα χέρι βοήθειας ή να κλικάρουν π.χ. όταν μια υπερφορτωμένη βάρκα προσεγγίζει μια παραλία; «Δε νομίζω ότι υπάρχει κανόνας. Το κριτήριο είναι καθαρά ανθρώπινο. Τι θα κάνεις εκείνη την ώρα; Ποια είναι η αυθόρμητη αντίδρασή σου; Να βοηθήσεις κάποιον να σωθεί ή να ντοκουμεντάρεις; Ελπίζω το πρώτο. Το δεύτερο μπορεί να γίνει αμέσως μετά, σε δεύτερο χρόνο».
Οι ιστορίες είναι ατελείωτες. Για εκείνον τον άνδρα στα σύνορα Σερβίας-Ουγγαρίας που ο Μοχάιζιν ακόμα δεν μπορεί να ξεχάσει τον ήχο που έβγαζε αγκομαχώντας ενώ κουβαλούσε τον γιο και τα υπάρχοντά του, για την φωτογραφία ενός ομαδικού τάφου στο Πακιστάν που τελικά βοήθησε να χτιστεί στη θέση του ένα σχολείο, για το ντροπαλό κορίτσι στο καταφύγιο του Πακιστάν που βλέπετε στη φωτογραφία που ακολουθεί…
Τις εικόνες που τραβάει στην Ελλάδα ο Μοχάμεντ, τις επιστρέφει στους πρόσφυγες των κέντρων υποδοχής. «Τις χρησιμοποιούν για διακόσμηση στις σκηνές τους. Τους ευχαριστεί να τις βλέπουν, γιατί δημιουργούν οικειότητα. Έχω σκεφτεί πολλές φορές αν θα θέλουν να τις βλέπουν όταν η περιπέτειά τους θα έχει happy end. Δεν έχει σημασία, τη δουλειά τους θα την έχουν κάνει. Όσο για μένα, ναι, καταλαβαίνω ότι το προσφυγικό ζήτημα προφανώς δε θα λυθεί ποτέ. Αλλά, κι εγώ πια δεν μπορω να βρεθώ μακριά από αυτούς τους ανθρώπους».
Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι/ 26-31/10, ώρες λειτουργίας; 10.00-17.00, Κυρ. 11.00-17.00.
Είσοδος ελεύθερη