Φέτος ο Φάουστ είχε την τιμητική του. Εσείς γιατί ασχοληθήκατε με αυτό το έργο; Τα προηγούμενα δύο χρόνια ασχοληθήκαμε με μια σειρά θεμάτων που αφορούσαν την ουτοπία. Τους λόγους που ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ποτέ επαρκής, θέλει πάντα παραπάνω, πάντα κάτι άλλο, τίποτα δεν του αρκεί. Ουτοπία στους Όρνιθες, όπου οι Αθηναίοι πολίτες αναζητούν την εφαρμοσμένη δημοκρατία, όσο και στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, όπου οι ήρωες αναζητούν την απόλυτη διερεύνηση των προσωπικών τους δυνατοτήτων. Κλασσική Ελλάδα, Αγγλική Αναγέννηση, επόμενος απαραίτητος σταθμός μεγάλων εποχών ο Γερμανικός Διαφωτισμός. Η κοινωνία της Δύσης έχει διεκδικήσει τα πολιτικά της δικαιώματα, έχει εξερευνήσει και δυναστεύει τον κόσμο, έχει εδραιώσει τις επιστήμες και αυτό που ακόμα παραμένει για να παρατηρηθεί είναι ο εσωτερικός του διχασμός, η στροφή προς τα έσω, εκεί που αρχίζει να δημιουργείται η εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου. Και βέβαια το καλύτερο δείγμα αυτού του διχασμού που δεν σχετίζεται πλέον με τον ουρανό και τη γη, αλλά με το τι θέλω, τι μπορώ και με τι κόστος, για μένα όσο και για τους άλλους, ήταν ο Φάουστ.
Πώς κάνεις την επιλογή, σε ένα τέτοιο μεγαλειώδες και ογκώδες έργο, τι να κρατήσεις και τι να αφήσεις; Είναι αλήθεια ότι ο Φάουστ είναι ένα εμβληματικό κείμενο που μιλάει για τα πάντα. Θεωρήσαμε ότι το κύριο θέμα που ακόμα απασχολεί, όλους μας αλλά τους νέους ακόμα περισσότερο, είναι το πώς αξιοποιεί κανείς τη γνώση, τόσο την εγκύκλια όσο και τον κατακλυσμό των γνώσεων από τα σημερινά τεχνολογικά εργαλεία, τον καταιγισμό πληροφοριών για τα πάντα. Αλλά, όσο προσβάσιμη και να είναι η πληροφορία, το πρόβλημα είναι πάντα το ίδιο. Πώς διαχειρίζομαι τη γνώση, προς όφελος ή εις βάρος ποιου, πώς αποκτώ μαζί με την γνώση, ψυχή, συναισθηματική νοημοσύνη. Αυτό έκανε τους 5.000 στίχους να διαρκούν σε εμάς 1 ώρα και 20 λεπτά.
Πώς το προσεγγίσατε, πώς το αναγνώσατε, ώστε να λέγεται θέατρο για νέους; Δώσαμε έμφαση σε θέματα του έργου που δεν είναι εστιασμένα τόσο σε πλοκές και ιδεολογίες, όπως η έννοια της σωτηρίας της ψυχής και τα ζητήματα επιστημονικής ηθικής και ηθικής τάξης, αλλά κυρίως στον τρόπο που εισπράττονται και απορροφούνται όλα αυτά από την κοινωνία και καθορίζουν τις επιλογές μας. Ποιος μας παρασύρει, πώς αναγνωρίζουμε, ή όχι, την κακή επιρροή, γιατί επιλέγουμε να υπερισχύει η δική μας επιθυμία εις βάρος της επιθυμίας των άλλων, πότε θυματοποιούμαστε και τι επίπτωση έχει η άγνοια, πώς αξιοποιούμε τη γνώση και την εξουσία μας πάνω στους άλλους κτλ. Νομίζω ότι αυτό που κάνει τον Φάουστ να είναι έργο κατάλληλο για τους νέους, είναι αυτό που αναφέρει και ο υπότιτλος της παράστασης: Εγώ μέσα στον κόσμο που ζω. Τι να κάνω με τη ζωή μου, γιατί τίποτα δεν μου αρκεί, πώς θα αναγνωρίσω μια στιγμή ευτυχίας. Βέβαια δυστυχώς στο έργο, έρχεται σκληρά μια φοβερή διαπίστωση. Η ευτυχία είναι μια στιγμή, που την συνειδητοποιούμε ως παρελθόν, θυμόμαστε ότι την ζήσαμε εκ των υστέρων. Η ανάμνηση, βασικό συναίσθημα της ενηλικίωσης και για τους εφήβους μήνυμα προειδοποίησης.
Η μουσική στην παράσταση είναι βασικό στοιχείο της δραματουργίας. Από την αρχή των προβών είχαμε δει την δυσκολία να συνδυαστεί στο έργο, η δράση, η ποίηση , η μεταφυσική διάσταση της πλοκής και τα πυκνά φιλοσοφικά νοήματα σε ένα σύνολο που να είναι μάλιστα και …σύγχρονο… Η παράσταση βασίζεται στη μουσική και στην κίνηση τόσο με τα τραγούδια που μελοποιούν την ποίηση του Γκαίτε όσο και με τις διάφορες μουσικές ατμόσφαιρες που λειτουργούν ως ηχοτοπία.
Σταύρος: Η μουσική δημιουργεί τον περιβάλλοντα χώρο του έργου, διογκώνει τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων και πυροδοτεί τον εσωτερικό τους κόσμο μέσω της φόρμας του τραγουδιού. Ως προς τη δομή, η αρχική λιτότητα ανατρέπεται και διανθίζεται με κορύφωση την “Νύχτα της Βαλπούργης”, ένα περίεργο τρανς πάρτυ όπου η μουσική βρίσκεται σε έξαρση. Βασικές επιρροές είναι τα μουσικά είδη trip-hop και hip-hop, που με τη χρήση της επανάληψης ενός μουσικού μέρους ( loop ) δημιουργούν της κατάλληλες συνθήκες για να αναδειχθεί ο ποιητικό λόγος.
Στην παράσταση εμφανίζεστε ως μουσικό συγκρότημα, υπάρχει μια αισθητική που θυμίζει το νεορομαντισμό της αρχής του 80, γιατί αυτό; Απόστολος: Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι σχετικά με τον υπότιτλο που χρησιμοποιούμε στις παραστάσεις εφηβικού θεάτρου που έχουμε παρουσιάσει με τη 4FRONTAL ως τώρα. Αναφέρομαι στο «Μια rock παράσταση για εφήβους», φράση γνωστή στους μέχρι τώρα θεατές μας. Η μουσική που χρησιμοποιούμε, ή καλύτερα τα είδη της μουσικής σπανίως εώς ποτέ δεν πλησιάζουν τη rock. Τουλάχιστον με την έννοια που την ξέρουμε και κάποιος μπορεί έστω και στο άκουσμά της να την αναγνωρίσει. Το rock, αναφέρεται στη λογική με την οποία λειτουργεί η παράσταση ως σύνολο. Δηλαδή με την έννοια του αεικίνητου θεατρικού σύμπαντος που κατασκευάζουμε, που μπορεί και θέλει συνεχώς να αναιρεί κανόνες και όρια τόσο μέσα από τη χρήση όσο και από την αποδόμησή τους. Και επειδή και ως ομάδα εφηβικού θεάτρου – έχουμε φτάσει στην τρίτη μας παραγωγή και στο κλείσιμο αυτού που ονομάζουμε «τριλογία της ουτοπίας», τί πιο φυσιολογικό από το να απευθυνθούμε με κάποιο τρόπο στο «ρομαντισμό», στο «νεο-ρομαντισμό» και κατ’ επέκταση στην punk. Η δική μας “punk”, έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα που αναφέρονται στους όρους σύνθεσης του είδους – στη σημασία που έχει η ατμόσφαιρα και οι στίχοι – με την απόλυτη ευτυχία που μπορείς να εισπράξεις, δουλεύοντας πάνω σε στίχους/πρόζα του Γκαίτε – και με την ορμή που σου χαρίζει η ανάγκη να βγεις μπροστά στη σκηνή και να «μιλήσεις» γι’ αυτό που θέλεις! Ταυτόχρονα βέβαια, δανειζόμαστε στοιχεία και από άλλα είδη: από τη rap (στην πρωτογενή της μορφή που έχει υφολογικά τεράστια συγγένεια με την punk!), το λυρικό τραγούδι και τη loopα της δεκαετίας του ’80, αλλά και με το τσίρκο και το musical (με αμιγώς θεατρικούς όρους). Ναι, το ξέρω, ακούγονται μπλεγμένα όλα αυτά, αλλά αυτό δεν είναι και ο ρομαντισμός; Η στιγμή εκείνη τις έκρηξης; Η στιγμή που ο έρωτας συναντά το θάνατο; Τα κλάσματα εκείνα του δευτερολέπτου που τα βασικά συστατικά των πραγμάτων, σχηματίζουν το τελικό μείγμα που δε θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο; Με μουσική υπόκρουση ένα μεγάλο εκκωφαντικό ήχο έκρηξης που πάει κάπως έτσι: “Puuuunkkkkkk!”.