Get On Up-The James Brown Story *****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Tate Taylor
Πρωταγωνιστούν: Chadwick Boseman, Nelsan Ellis, Dan Aykroyd
Διάρκεια: 139’
Μια δύσκολη παιδική ηλικία. Ένας εγκλεισμός στη φυλακή για την κλοπή ενός κουστουμιού. Η έξοδος και η ενασχόληση με τη μουσική. Η έξαρση του εγωισμού σε δυσθεώρητα επίπεδα. Το αστείρευτο ταλέντο. Η καθιέρωση. Με λίγα λόγια, η ζωή του James Brown, του νονού της soul. Οι προσευχές εισακούσθησαν και, όντως, πρόκειται για την καλύτερη βιογραφική μουσική ταινία των τελευταίων ετών, με μια απίστευτη κεντρική ερμηνεία από τον Chadwick Boseman, ασύλληπτο ρυθμό και τόνους μουσικής.
Με τη μαύρη μουσική δεν τα πάω ιδιαίτερα καλά. Είμαι αυτό που στα διάφορα μουσικά φόρα χαρακτηρίζουν ως «μυρωδιάς». Λατρεύω τον Ray Charles, τον Miles Davis, τη Nina Simone, τον Charles Mingus, τον Little Richard (και κάποια ονόματα της gangsta rap/hip-hop σκηνής), μα η επαφή μου με το συγκεκριμένο χώρο κόβεται εκεί. Δε νιώθω ιδιαίτερη ανάγκη να ψάξω παρακάτω. Επίσης, δε θα ‘λεγα ότι είμαι ο άνθρωπος που εκτιμά τις χαρωπές και γνήσια χορευτικές εκφάνσεις της μουσικής, οπότε ούτε λόγος περί funk και soul, δε μου γεμίζουν τα αυτιά και ούτε ανταποκρίνονται στις νευρικές μου απολήξεις. Οπότε το ότι το Get On Up με έκανε να κουνάω ρυθμικά το κεφάλι μου, να χτυπάω το πόδι μου κάτω και μετά το πέρας της προβολής να κάτσω και να ψάξω τη μουσική του James Brown, να μπω στη διαδικασία να την καταλάβω και (λαϊκιστί) να τη βρίσκω με το ρυθμό της, το καθιστά επιτυχημένο.
Αν δεν απατώμαι, πάει καιρός από τότε που βγήκε μια μουσική βιογραφική ταινία που με ενθουσίασε. Τα Ray και Walk The Line τα είδα μετά την κυκλοφορία τους και με εντυπωσίασαν (όπως και το ασυναγώνιστο Walk Hard με την κάφρικη, πετυχημένη και γεμάτη σε αναφορές παρωδία της ιστορίας του rock n roll). Το Nowhere Boy δεν το λες ακριβώς «μουσικό» βιογραφικό φιλμ –και, αν και άψογα γυρισμένο, ανακριβές- και το Τελευταίες Ημέρες δεν το κατατάσσεις ακριβώς στον τομέα της βιογραφίας. Είδαμε την αξιοπρεπή ταινία για τη Monica Zetterlund και την αδιάφορη Marina, οπότε έχω κάθε δικαίωμα να «ξανανιώσω» με τις συνισταμένες υπερβολής της ταινίας που εδώ εξετάζω.
Καταρχάς, μην το πάμε πολύ μακριά, ο ρυθμός της ταινίας μετρά ακριβώς στους groovy ρυθμούς της μουσικής του Brown. Σταθερός, με εναλλαγές στα lead όργανα για να κρατάνε σταθερό το ενδιαφέρον παρά τη ρυθμική επαναληπτικότητα. Εκρηκτικά κρεσέντο υπερβολής, ανάλογα των αλυχτισμάτων του αλαφιασμένου showman, με επίκεντρο τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του (mea culpa αν έχει κάποιος να μιλήσει για κάποια τρανταχτή παράλειψη, όπως προείπα, δεν είμαι γνώστης της βιογραφίας του). Το ταλέντο μπερδεύεται με την αλαζονεία, η φιλαργυρία και αυτοκαταστροφή διατηρούνται αμείωτες, ο εγωισμός ποτέ δεν πατά φρένο, ούτε όμως και οι γοφοί του granddaddy of soul. Η διασκέδαση αφορά στην υπερβολή και ουδέποτε πασάρεται ως πρότυπο αυτή η «μηχανή του σεξ», μάλλον ως μια αντιπαθητική, ναρκισσιστική περσόνα, της οποίας τα βιώματα δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά της. Τέρμα οι εύθραυστοι μουσικοί «ήρωες», εδώ ο άνθρωπος που τόσοι ακροατές εξυμνούν ξετυλίγεται ως παράδειγμα προς αποφυγή, ορθώς θέτοντας το ζήτημα της αποστασιοποίησης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο πίσω από τη μουσική.
Σκηνές που ανατριχιάζουν με το περιεχόμενό τους υπάρχουν αρκετές. Βασικότερη όλων, προσωπικά μιλώντας, η συνάντηση με τον πατέρα του γνήσιου, θορυβώδους rock n roll, Little Richard, εξαιρετικά ερμηνευμένο από τον Brandon Smith. Ενδιαφέρον προκαλεί, επίσης, η επιλογή μιας αφήγησης όχι πλήρως γραμμικής, μα περισσότερο συνειρμικής, γεγονότα που συνδέονται μεταξύ τους παρατίθενται δίπλα-δίπλα, συχνά σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο και υπενθυμίζοντας πως πάνω απ’ όλα, πρόκειται περί ταινίας. Δεν ήταν όλη η ζωή του Brown όπως τη βλέπουμε και οποιαδήποτε αμφισβήτηση επιδέχεται η ταινία, είναι απολύτως νόμιμη. Αλλά, όσο και να διαφωνήσουμε με την παρουσίαση, δεν μπορούμε να μην αποδεχτούμε το διασκεδαστικό της χαρακτήρα, τα κλισέ του είδους που δεν το παρακάνουν μα έχουν καίριο ρόλο, καθώς και την τιτάνια ερμηνεία του πρωταγωνιστή Chadwick Boseman, ο οποίος αφήνει τον ρόλο του να τον απορροφήσει και φαίνεται να περνάει έξοχα γεμίζοντας τα δερμάτινα, superfly χορευτικά παπούτσια.
Μακάρι να έχουν όλοι όσοι διάβασαν το συγκεκριμένο κείμενο την ίδια ευχάριστη εμπειρία με εμένα. Να μαγευτούν, να την αφήσουν να τους ταξιδέψει εκεί που αυτή θέλει και μετά να βγουν έξω να γλεντήσουν με την ψυχή τους σε κάποιο μαγαζί με στιβαρά μπάσα, ξέφρενο πιάνο και έξαλλα σαξόφωνα. Να χορέψουν, να νιώσουν λαγνεία, να ζήσουν. Να μοιραστούν ένα κομμάτι της αλητείας του.
Το Ανθρώπινο Κεφάλαιο (Il Capitale Umano) ***1/2**
Ιταλία, Γαλλία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Paolo Virzi
Πρωταγωνιστούν: Fabrizio Bentivoglio, Matilde Gioli, Valeria Bruni Tedeschi
Διάρκεια: 111’
Το δυστύχημα ενός ποδηλάτη που πεθαίνει μετά από σύγκρουση με ένα αμάξι, ανοίγει το φάκελο για να δούμε πως φτάσαμε ως εκεί. Η (χωρισμένη σε 4 κεφάλαια) ιστορία δύο οικογενειών που ξεκινά έξι μήνες πριν το ατυχές συμβάν, αποδεικνύεται αρκετά πολύπλευρη για να αφηγηθεί αποκλειστικά τη μια σκοπιά. Έτσι, κομμάτι-κομμάτι, (ψηφίδα την ψηφίδα) αρχίζουν να αποκαλύπτονται τα στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τους υποψήφιους ενόχους, μέχρι να φτάσουμε στην αλήθεια. Καλογραμμένο σενάριο (με κάποιες ασφαλείς επιλογές), σωστή τήρηση του ρυθμού, προσοχή στη λεπτομέρεια: αυτά τα τρία συστατικά κάνουν το Ανθρώπινο Κεφάλαιο όχι το καλύτερο whodunit που είδαμε τα τελευταία χρόνια, μα ένα από τα πιο «απορροφητικά» και ενδιαφέροντα.
Το να φτιάξεις μια ταινία με πολλαπλή αφήγηση, η οποία εξηγεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες ένα γεγονός και στο τέλος σου δίνει την απάντηση είναι ένα δύσκολο μα πάντα ενδιαφέρον εγχείρημα. Το Ανθρώπινο Κεφάλαιο, παρά τα κάποια «σκονάκια» που κρύβει στα μανίκια του, καταφέρνει να περάσει την τάξη και όχι με τη βάση, μα με «λίαν καλώς» στον έλεγχο.
Το μεμπτό στη συγκεκριμένη ταινία αφορά καθαρά στην επίλυση της υπόθεσης που εξιστορεί. Ενώ μέχρι να φτάσουμε στη λύση της υπόθεσης πηγαίνει περίφημα, ξαφνικά φαίνεται σαν να χάνει κάπως τη συνολική της μαεστρία και, βαριεστημένη, να επιλέγει ένα εύκολο κλείσιμο, το οποίο μπορεί τόσο να δικαιολογήσει, όσο και να συγκινήσει. Μα όταν η υπόλοιπη ταινία αφορά σε κρίσιμα ζητήματα, σε κοινωνικές διαβαθμίσεις και διαφορές αντίληψης, σε μια έμμεση κρίση στο χάσμα μεταξύ κεφαλαίου και πολιτισμού, η απλή επίκληση στο συναίσθημα (και μάλιστα βεβιασμένη και αρκετά μελοδραματική), μοιάζει να μην ανταποδίδει στο θεατή την προσοχή που εκείνος μέχρι στιγμής είχε επιδείξει. Σίγουρα, δείχνει ότι πάνω απ’ όλα ο δημιουργός Paolo Virzi έχει ανθρωπιά και δεν παραμένει στείρος κριτής, ότι θέλει να θίξει και τα πιο απλά πράγματα, μα ακόμα και με αυτή την αντίληψη, ισοπεδώνει μερικώς τη μέχρι τότε προσπάθειά του. Κατ’ ανάλογο τρόπο (μα όχι με ανάλογη ποιότητα) με το Παρελθόν του Farhadi: εξαίσιο χτίσιμο, απογοητευτικό φινάλε. Τουλάχιστον εδώ το σώζει κάπως στο τελευταίο δίλεπτο.
Σε περίπτωση που μπορέσει κανείς να αγνοήσει τη συγκεκριμένη παράμετρο, θα βρεθεί προ ευχάριστων εκπλήξεων. Θα γνωρίσει χαρακτήρες με διαφορετικό υπόβαθρο, άλλους βασισμένους στα κινηματογραφικά «κακομοιράκια» των μεσαίων τάξεων/απότοκα της comedia italiana, άλλους που έχουν προσμονές από τη ζωή μα η ίδια τους προσφέρει όχι ποιότητα αλλά μόνο ανέσεις και άλλους που παραμένουν ορκισμένοι στρατιώτες του αγνού έρωτα, που θα έφταναν στα άκρα για να πολεμήσουν για την αγάπη τους. Θα δει ένα ρυθμό αμείωτο που καταφέρνει να τραβήξει μια ταινία στα 100 λεπτά χωρίς να την κάνει να φανεί βαρετή ούτε λεπτό. Δε θα κουραστεί στην προσπάθεια να καταλάβει τις πληροφορίες που του δίδονται ,όπως χρόνους, ονόματα, γεγονότα και διασυνδέσεις. Γενικώς, θα απολαύσει ένα καλοστημένο whodunit.
Μα το μεγαλύτερο προσόν του φιλμ είναι η μεγάλη προσοχή του σεναρίου στη συνέχειά του. Τρεις φορές πηγαινοέρχεται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, περιγράφοντας κοινες χρονικά περιόδους από διαφορετικές οπτικές γωνίες, αλλά ποτέ δε χωλαίνει. Πάντα μελετά τι έχει προηγηθεί και τι ακολουθεί σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, χωρίς να μπορεί κανείς να φέρει κάποια αντίρρηση σχετικά με απροσεξίες και ανακρίβειες. Σε αρκετές πτυχές του μπορεί να μην κατατάσσεται στα μεγάλα κινηματογραφικά δημιουργήματα, μα το σενάριό του είναι αξιοθαύμαστα ακριβές. Και γι’ αυτό η προβολή του κρίνεται αναγκαία από κάθε σινεφίλ που αρέσκεται σε μια σωστά δομημένη αφήγηση.
Στην επόμενη σελίδα: ‘71, The Hundred Foot Journey, Mea Culpa, Annabelle