Και να που κάπου ενδιάμεσα της ασταμάτητης συννεφιάς εμφανίστηκε ο ήλιος. Μετά απο κάθε βροχή η παρουσία του ήλιου πάντα λειτουργεί ώς λυτρωτικό στοιχείο. Το βράδυ του Σαββάτου όμως είχε συννεφιά και δεν με ένοιαζε καθόλου. Από την αρχή ως το τέλος πήγαν όλα καλά. Η πολυαναμενόμενη τρίτη ζωντανή εμφάνιση των The Cinematic Orchestra στο Fuzz ήταν το γεγονός της βράδιας κι εγώ ένα δίωρο πριν αρχίσει είχα στήσει πανηγύρι στο μυαλό μου με όλα αυτά που η παρέα του Jason Swinscoe μου έχει αφήσει σαν αναμνήσεις τα τελευταία 15 χρόνια. Πέντε ολοκληρωμένα albums, εκατοντάδες singles, αρκετά remixes σε άλλους μουσικούς και χιλιάδες συμμετοχές σε compilations. Τώρα που το σκέφτομαι το «Channel 1 suite» μπορεί και να έχει μπει ήδη στο βιβλίο Guinness για τις πιο πολλές συμμετοχές σε συλλογές τα τελευταία 10 χρόνια. Απο την αρχή της electronic jazz, πριν καν αυτή ονομαστεί nu jazz μέχρι και σήμερα που η ίδια έχει αποκτήσει την υπόσταση που πάντα της άξιζε. Πρόσθεσε progression και κινηματογραφισμό και το αποτέλεσμα είναι το επιθυμητό.
Η ώρα 9:30 και ο head leader της εννιαμελούς μπάντας (για πρώτη φορά στην Ελλάδα) ανεβαίνει για ένα ανατρεπτικό dj set πριν ξεκινήσει το live. Είναι αυτό το set που κάθε dj θα ζήλευε. Πολυσυλλεκτικότητα και αγάπη στο ίδιο καζάνι. Μόνο που εδω οι επιλογές ερχόντουσαν από το «μέλλον» (Darkstar, Grizzly Bear, Tame Impala, Actress) φανερώνοντας άλλη μια μπάντα jazz που έχει αρχίσει να προσκυνά τα σύγχρονα ηλεκτρονικά (βλ. Portico Quartet), με την διαφορά όμως πως οι Cinematic ποτέ δεν θα ατίμαζαν τον όρο «cinematic», όπως δηλαδή και απέδειξαν παίζοντας 3-4 νέα tracks από τον δίσκο που πρόκειται να κυκλοφορήσουν σύντομα. Ένα dj set -σουπίτσα πριν το κυρίως πιάτο- για να προετοιμαστεί το «στομάχι» κατάλληλα. Στα πρακτικά τώρα: Ο χώρος και πάλι κατάφερε να δείξει την δυναμική του αφου για άλλη μια φορά κανείς δεν ζεστάθηκε, ούτε πνίγηκε απο καπνό, παρόλα τα 1000 εισητήρια προπώληση που είχε το live. Thumbs up σε όλη την διοργάνωση. Όσον αφορά τον ήχο: Όλα ηταν μια χαρά. Ήταν πεντακάθαρος και στην σωστή ένταση, αναδεικνύοντας ακόμα και την ελάχιστη αδυναμία των νέων μελών τη μπάντας σε σχέση με την εμπειρία και την δύναμη του Swinscoe και του τεράστιου ντράμερ Luke flowers, από το αρχικό line up της μπάντας.
Ωστόσο η δοσολογία ήταν άψογη. Μερικά classics μαζί με 2-3 φρέσκα, μπλεγμένα με αυτοσχεδιασμούς και τα vocals της νεοφερμένης τραγουδίστριας τους που ενω μια χαρά φωνή είχε η γυναίκα, κανείς δεν κατάφερε να με παρηγορήσει την στιγμή που άρχισαν να παίζουν το υπέροχο «Breath». Προφανώς και είχα το μυαλό και την καρδιά μου στην Fontella Bass και την ιστορία που θέλει τον Swinscoe να την έχει ηχογραφήσει στο νοσοκομείο και να την έχει μοντάρει μετά πάνω στο πιο όμορφο track του «Ma Fleur». Συγκινητική επίσης ήταν και η στιγμή που έπαιξαν (εντελώς διαφορετικά) το «Home» και το αφιέρωσαν στον -πρόσφατα θανόντα- αγαπημένο τους πιανίστα Austin Peralta. Η μεγάλη και απολαυστικότατη βραδιά (2 ώρες και βάλε) έκλεισε όπως έπρεπε με το «The man with the movie camera» ενώ συναισθήματα και αναμνήσεις αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα non stop στην αρχική λούπα του κομματιού που διέλυε ξανά τα πάντα, ακριβώς όπως την πρώτη φορά που ακούστηκε, το μακρινό 2003. Χόρτασα.