Υπάρχει μια δόση υπερβολής για όσα λέγονται για τους Γερμανούς; Δεν έχουμε τη συλλογικότητα που έχουν οι Γερμανοί, μπορεί να είναι στη φύση τους, μπορεί να είναι εκμαθημένο έργο, δεν το ξέρουμε αυτό. Ξέρουμε πως ήταν οι γότθοι και οι Οστρογότθοι παλιά; Κάτι πληροφορίες έχουμε περίεργες. Σαν πολεμικές φυλές τους βλέπαμε αλλά έχουν καλλιεργήσει τουλάχιστον τα ζητήματα που τους αφορούν σαν κοινότητα, σαν κοινωνία. Εμείς τα αφήνουμε όλα στην άκρη, είμαστε ατομικιστές εξαιρετικοί, σε θαυμάσιο βαθμό, είμαστε και μάγκες, είμαστε και ωραίοι. Θεωρούμε ότι είμαστε πολύ ψηλά στη συνειδητότητα.
Και μετά την μόνιμη επιστροφή από τη Γερμανία πως πήγε η διαδρομή; Όταν γύρισα στην Ελλάδα πήγα φαντάρος. Μόλις έφτασα είχα ένα ατύχημα αυτοκινητιστικό, με το αμάξι, μόλις έφτασα με το τρένο ήρθαν κάτι φίλοι να με πάρουν, πήγαμε να πιούμε, τους λέω θέλω να δω τη θάλασσα, πήγαμε βόλτα στην παράλια, καθίσαμε μισή ώρα περίπου, κουβεντιάσαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και στα 200μετρα μας χτύπησε ένα αυτοκίνητο στο πλάι, σκοτώθηκε ο διπλανός μου, τραυματιστήκαμε σφοδρά οι υπόλοιποι 3, κομματιαστήκαμε, εγώ σηκώθηκα στα πόδια μου μετά από καιρό, ο οδηγός έχει προβλήματα ακόμη και τώρα, είναι σε αναπηρική καρέκλα. Η κοπέλα συνοδηγός την έβγαλε καθαρή με ένα σπασμένο πόδι, πέρασε ο καιρός, αναρρωσα, πήγα στρατιώτης, τέλειωσα, ξεκίνησα να δουλεύω από εδώ και από εκεί σερβιτόρος. Στη Γερμανία δούλευα ταυτόχρονα σε συνεργείο καθαρισμού σε εργοστάσιο δυο μήνες τα καλοκαιρια, σε εταιρίες μεταφορών, κιθάρα έπαιζα σε γάμους-βαφτίσια-πανηγύρια, έπαιζα μπάσο ηλεκτρικό, χτυπούσα τύμπανα, καταπιανόμουν με όλα, όπου έβγαινε μεροκάματο. Δεν είχαν λεφτά οι δικοί μου να τροφοδοτούν τις ιδιοτροπίες μου. Μια σπούδαζα αστροναύτης, μια γεωργός. Κάποια στιγμή μου είπαν βγάλτα πέρα μόνος σου. Μετά το στρατό εργασία σε κάτι τουριστικές μονάδες στο Πόρτο Καρράς, καθαρισμός τζαμιών. Από το αεροδρόμιο Μακεδονία μέχρι Χαλκιδική, κιθάρα σε ταβέρνες, στο λογιστήριο, ταμίας στα pool bar, χρεοκόπησα το Πόρτο Καρράς και έφυγα. Ήρθα στο Εθνικό Ωδείο στην πλατειά Βάθη, κάθισα τρία χρόνια ως μαθητής, είχα ξεδιαλέξει κάτι μέσα στο κεφάλι μου, μου άρεσε αυτός ο ήχος και ήρθα εδώ αλλά η ανάγκη με έκανε ενώ ήμουν καλός να δουλεύω στα σκυλάδικα γιατί δεν υπήρχε φράγκο πουθενά. Το πρώτο σκυλάδικο που δούλεψα ήταν η Ιφιγένεια στη Συγγρού, αυτά τα μαγαζιά ήταν πολύ underground, οι πρώτες τραβεστί ήταν θαμώνες αυτού του μαγαζιού. Εκεί ήταν το στέκι τους, υπήρχε πολύ βία, ένταση, συναίσθημα, έπαιζα ηλεκτρική κιθάρα εκεί, τραγουδούσα ότι κυκλοφορούσε, από καψούρα, εκείνη τη φάση ήταν πολύ ψηλά εμπορικά. Έπειτα βρήκα απάγκιο στα νυχτομάγαζα της Πλάκας. Εκεί άρχιζαν με δημοτικά και κατέληγαν σε Διονυσίου. Είχαν μια τεραστία γκάμα, τότε ο κόσμος έβγαινε στην Πλάκα όπως πηγαίνει τώρα στην παράλια το καλοκαίρι. Όλα αυτά αρχές δεκαετίας Του 80. Η Πλάκα ήταν η βασίλισσα της νύχτας. Δούλευα στον Άτταλο, στον Κρητικό, στο Μόστρο, στη Λητώ, ήταν λίγο ταβέρνες πολύ διασκέδαση. Εκεί τραγούδαγα κιόλας, έλεγα βάρια λαϊκά. Είχα το ταμπεραμέντο. Είχα το ρεπερτόριο από μικρός στο σπίτι. Άκουγα Καζαντζίδη, Διονυσίου, Μπιθικώτση, όλους τους λαϊκούς τραγουδιστές, τους ρεμπέτες Βαμβακάρη, Τσιτσάνη. Κι εκεί ήταν απογοητευτικά, δεν μπορούσες όλη τη νύχτα να δουλεύεις και να έχεις εξεταστική στο Ωδείο, και να πρέπει να παίξεις Μπαχ. Στα 3,5 χρόνια τα παράτησα και πήγα Σαλονίκη. Μπήκα στο Ωδείο Βορείου Ελλάδας, έπαιρνα ένα μισθό της πείνας, και συνέχισα τα μαθήματα για λίγο καιρό. Αν ήμουν μόνος μου εντάξει, αλλά υπήρχε και το παιδί που άρχισε να μεγαλώνει, η γυναίκα μου. Άρχισα να δουλεύω πάλι σε μαγαζιά, έγραφα μόνος μου τραγούδια για να ξεφεύγω από όλο αυτό το πράγμα που δε μ άρεσε καθόλου. Μετά άρχισα να παίζω σε μικρούς χώρους με προσεγμένο ρεπερτόριο που το έφτιαχνα εγώ, με πρόσεξε ο Νικόλας ο Παπάζογλου. Είπα στο Νίκο ότι γραφώ τραγούδια και μου είπε μπες στο στούντιο και ηχογράφησε. Ήταν δίκη του παράγωγη και το διακίνησε η Λύρα. Πριν γνωρίσω το Νίκο, είχα ξαναπάει στη Λύρα τα τραγούδια μου, αλλά τα θεώρησαν αντιεμπορικά.
Βιώματα και στίχοι συνοδοιπόροι, αυτό καταλαβαίνω.
100%. Γιατί βλέπεις κανένα χαρούμενο στίχο σε κανένα τραγούδι μου; Ο “καλύτερος” κόβει τις φλέβες του. Δεν είμαι σκοτεινός άνθρωπος, δεν είναι εκεί το ζήτημα, στο τι είμαι, το ζήτημα είναι στο τι έβλεπα. Τι καθρεφτιζόταν μπροστά μου. Δεν ήξερα ότι αυτά που έβλεπα μπροστά μου ήταν ένα καθρέφτισμα του εσωτερικού μου έργου, του μέσα μου. Τώρα ξέρω πως ότι παίζεται εκεί έξω παίζεται ταυτόχρονα και μέσα μου.
Τι αναζητούμε σε αυτό το ντουνιά;
Ότι ψάχνει ο καθένας. Η αγάπη είναι μια αφηρημένη έννοια, προέρχεται από τη λέξη αγαν και τη ριζά πα. Η ριζά πα υπονοεί φροντίζω, μεγαλώνω, υπερασπίζομαι, σταθεροποιώ, τρέφω. Το μόριο αγαν σημαίνει στο μέγιστο βαθμό. Αρά η αγάπη περισσότερο πορεύεται από εμάς στον κόσμο πάρα έρχεται από κει προς τα δω. Και η ειρωνεία είναι ότι όλοι ζητάμε την αγάπη. Ενώ στην ουσία εμείς οι ίδιοι είμαστε η αγάπη, εμείς είμαστε η ελευθερία, εμείς είμαστε η αλήθεια, από μας εκπορεύονται όλα αυτά.
Πιστεύεις σε κάποιο θεό;
Βεβαίως πιστεύω, στο άγνωστο, στο αδιανόητο, αλλά αυτό το αδιανόητο το βλέπω και μες τους ανθρώπους. Δεν πιστεύω στις θρησκείες, πιστεύω στο Θεό και δε μπορώ να τον περιγράψω αυτό το Θεό γιατί δεν είναι προσωποποιημένος. Είναι η δύναμη που κινεί τα πράγματα. Θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε Πρόθεση, Πηγή, Εσωτερικό εαυτό, Εκείνο, Μοναδικότητα, Αδιατάρακτο, το Παν. Δεν έχει πρόσωπο, δεν θέλει προσευχές.
Τι σε γοητεύει στη νύχτα;Η σωστή ερώτηση θα έπρεπε να ήταν υπάρχει κάτι γοητευτικό μέσα στη μέρα; Η νύχτα είναι μια πλευρά της μέρας.
Στην επόμενη σελίδα ο Σωκράτης και η ζωή στο χωριό, η ηθική και ο χρόνος που περνάει.