Θυμήθηκα, όλως τυχαίως, κάτι αέρινο,
πουκάμισο δικό σου όπου τσαλάκωνα τον εαυτό μου
σκέψη κρυφή που κουλουριαζόταν στα πόδια σου
κι έφευγε ελπίζοντας την επόμενη φορά
πως θα καταφέρει την καρδούλα σου να γαληνέψει.
Και να σε κάνει πιο ευτυχισμένο κατά μία ψηφίδα
στο ένα αχανές αποκύημα της φαντασίας σου,
ψηφιδωτό πολύτιμο μιας αϋπνίας σου.
Όμως, να, που σήμερα, με φλέρταρε ένα παρελθόν
πιο μακρινό από το δικό σου ακόμη
κι εκεί που νόμιζα ότι είχα αλλάξει ρότα,
μια όμορφη, γλυκιά χορδή κόντεψε να με αιχμαλωτίσει
αλλά αρνήθηκα! Εξ όσων γνωρίζεις.
Κλείνω την πόρτα και το απολαμβάνω∙
μονάχα λείπεις,
-λυπάμαι-
γερνάμε
και μόνο φοβάμαι…