Είναι ένα λεύκωμα που καταπιάνεται με την 65χρονη, πλέον, ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Αλλά στις σελίδες του δεν θα βρείτε κανένα στοιχείο παραστασιολογίας, δεν θα βρείτε τη χρονολογική σειρά των παραστάσεων, δεν θα βρείτε τους συντελεστές της καθεμιάς. Παρότι είναι σχεδόν όλα και όλοι στις σελίδες του.
Γιατί αυτό το λεύκωμα με τον περίεργο τίτλο «Η Κάλλας, ο Μινωτής, ο Κουν και τα μαγειρευτά της Κάκιας», που έστησε και επιμελήθηκε με γνώση και ευαισθησία ο δημοσιογράφος Φώτης Απέργης, αφηγείται την ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου με φόντο και άξονα λίγο βουτυρόμελο, μερικά αυγά ή ένα πιάτο κριθαράκι, κοκκινιστό κρέας και γιουβαρλάκια. Όσα σέρβιρε ο Λεωνίδας Λιακόπουλος επί χρόνια και όσα μαγείρευε (και μαγειρεύει πάντα) η κυρία Κάκια (Λιακοπούλου) στους ηθοποιούς, στους τεχνικούς και στους θεατές των επιδαύριων παραστάσεων.
Όχι, δεν είναι ένα βιβλίο μαγειρικής, σε καμία περίπτωση, παρότι θα ήθελα τη συνταγή για το πεντανόστιμο νουά που λατρεύω (ελπίζω να μου τη δώσει η κυρία Κάκια). Είναι ο τόπος όπου υπήρχε (και συνεχίζει να υπάρχει) το πριν και το μετά των παραστάσεων, η αγωνία της πρεμιέρας και η ανακούφιση μετά το τέλος της, οι ιεραρχίες, οι βεντετισμοί, οι ανταγωνισμοί και τα φλερτ.
Γιατί «ο “Λεωνίδας” δεν ήταν πια απλό εστιατόριο, λειτουργούσε ήδη σαν φυσική προέκταση του θεάτρου, αναπόσπαστο μέρος της ζωής του φεστιβάλ» όπως εύστοχα συμπυκνώνει στη δική του μαρτυρία που επίσης φιλοξενείται στο λεύκωμα, ένας από τους βασικούς θαμώνες και του «Λεωνίδα» και από τους βασικούς συντελεστές του Φεστιβάλ Επιδαύρου, ο σκηνογράφος Διονύσης Φωτόπουλος.
Γι’ αυτό και σ’ αυτό το λεύκωμα δεν πρωταγωνιστούν οι συνήθεις πρωταγωνιστές, παρότι αναφέρονται τα χούγια τους, οι βεντετισμοί τους, οι αδυναμίες τους, οι όψεις που δεν βλέπουμε πάνω στη σκηνή. Πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου είναι η φιλοξενία, η απλότητα, η γενναιοδωρία, το ήθος της οικογένειας Λιακόπουλου έτσι όπως αποκαλύπτεται μέσα από τη μοναδική αφήγηση της κυρίας Κάκιας, που έχει ζήσει κι έχει δει πολλά και πρώτη φορά μιλάει γι’ αυτά. Συστατικά που μόνο οικειότητα, χαλάρωση και εμπιστοσύνη μπορούν να δημιουργήσουν, τα οποία είναι απαραίτητα τόσο για το καλό φαγητό όσο και για την καλή παρέα.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ξετυλίγονται όλες οι ιστορίες της Επιδαύρου από το 1955 που ξεκίνησε και νεαρό κορίτσι -τότε- η κυρία Κάκια θυμάται τη «Μαρμάρω», το πούλμαν του θεάτρου, μέχρι το 1962 που ξεκίνησε να λειτουργεί ο «Λεωνίδας» ως κύρια τροφοδοσία, εστιατόριο και στέκι των συντελεστών του Εθνικού Θεάτρου μόνο τότε. Και μαζί ξετυλίγονται οι σχέσεις των ανθρώπων, των ντόπιων και των ηθοποιών, που αρκετοί από αυτούς έγιναν σιγά σιγά Λυγουριώτες και Επιδαυριώτες εξ επιλογής. Και είκοσι έξι από αυτούς τους ανθρώπους που πήραν μέρος στις επιδαύριες παραστάσεις, είτε επί σκηνής είτε εκτός σκηνής, μοιράζονται τις δικές τους αναμνήσεις, που πάντα έχουν ως κεντρική «σκηνή» τον «Λεωνίδα», τους ανθρώπους του και, αναμφίβολα, τις νοστιμιές του. Όλες οι γενιές του θεάτρου, όλες οι εποχές του: οι Γιώργος Αρμένης, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αντιγόνη Γλυκοφρύδη, Στεφανία Γουλιώτη, Κατερίνα Ευαγγελάτου, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Νίκος Καραθάνος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Γιώργος Κιμούλης, Λένα Κιτσοπούλου, Λυδία Κονιόρδυ, Στάθης Λιβαθινός, Δημήτρης Λιγνάδης, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Αμαλία Μουτούση, Γιάννης Μπέζος, Μανουέλλα Παυλίδου, Εύα Νάθενα, Μαρία Ναυπλιώτου, Λευτέρης Παυλόπουλος, Δημήτρης Πιατάς, Κώστας Τσιάνος, Πέτρος Φιλιππίδης, Διονύσης Φωτόπουλος, Αιμίλιος Χειλάκης, όλες οι γενιές δηλαδή, φτιάχνουν το παζλ των Επιδαυρίων και του «Λεωνίδα» εδώ και 65 χρόνια.
Οι σελίδες του λευκώματος και οι γραμμές των αφηγήσεων συμπληρώνονται από μοναδικές φωτογραφίες, άλλες γνωστές, άλλες άγνωστες, μερικές από εκείνες που κάθε φορά βλέπουμε στους τοίχους του «Λεωνίδα» και είναι σα να ξεφυλλίζουμε τα χρόνια που πέρασαν. Με πολλά περιστατικά ασφαλώς, με στιγμές άγνωστες ή άλλες που έγιναν μύθος και ανέκδοτο με τα χρόνια.
Όμως αυτό που κυριαρχεί σ’ αυτό το βιβλίο, που ξεχειλίζει μνήμες και τρυφερότητα, είναι η αφήγηση της κυρίας Κάκιας. Κι όχι γιατί γνωρίζει πολλά και πολλούς. Αλλά για τον τρόπο που προσέγγισε και κατανόησε όλα αυτά τα χρόνια ιδιοτροπίες και βεντετισμούς, για τον τρόπο που αναγνώριζε και σεβόταν τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων που έτρωγαν στο μαγαζί της, για τη μητρική έγνοια με την οποία αντιλαμβανόταν τις αγωνίες τους και τις προσπάθειές τους. Για το μοναδικό μεγαλείο και ήθος, δηλαδή, των απλών ανθρώπων που ξέρουν να συμπορεύονται και να αναγνωρίζουν ό,τι μεγάλο υπάρχει δίπλα τους.
Το λέει άλλωστε στην αφήγησή της: «… το μαγαζί είναι μεγάλο σχολείο για την ευθύνη, τη συνέπεια, τη συμπεριφορά του καθενός μας». Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σ’ αυτό το σχολείο σπούδασαν τα παιδιά τους, ο Νίκος και ο Γιώργος, και τα εγγόνια τους.
Αυτοί που μας υποδέχονται σήμερα στον «Λεωνίδα». Πάντα «πλάι στην τεράστια κληματαριά, σα να είναι το σπίτι του θείου μας στο χωριό, σα να επιστρέφουμε στο σόι μας» όπως γλαφυρά λέει ο Νίκος Καραθάνος. Και το τραπέζι που μας περιμένει θα υπάρχει πάντα, το άσπρο χαρτάκι που θα γράφει «αγκαζέ». Χειρόγραφα.