Η Μαρία Μαρκουλή δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της, κι ας λέει μερικές κουβέντες παραπάνω.
Προσοχή ακολουθούν βαριές κουβέντες του τύπου: ο Miles Davis συναντά τον Dre, ο James Ellroy τον Eminem, ο Chuck D τον Curtis Mayfield, το freestyle τη φόρμα στην route 66 του hip hop (από το Σικάγο στο Λος Άντζελες). Επειδή ακριβώς πάνω-κάτω συμβαίνουν αυτά: Ποίηση και λόγος πολιτικός, προσωπική γραφή, τζαζ δαιμόνια, οργή που βράζει, πρόκληση και αθωότητα μαζί. Σε αυτά κοντά, αποδόμηση τoυ «εγώ», αυτοσαρκασμός, αμφισβήτηση. Ο Kendrick Lamar: αφηγητής, διεκδικητής, ονειροπόλος, αγωνιστής, η «μαύρη» φωνή – σε καιρούς άγριους- και η φωνή της συνείδησης, σπασμένη ή βροντερή ζεσταίνει το παιχνίδι σαν leader αλλά και follower μέσα σε φανταστικό ταμπλό με τα λόγια του Tupac κεντημένα γύρω–γύρω. Το Compton του Λος Άντζελες, των ΝWA, του Εazy E, του Dre, του The Game, να τον χαίρεται. Κι εμείς επίσης.
Ανήσυχος, επίμονος Lamar, με ευαισθησίες και τη γροθιά των gangsta rappers υψωμένη. Αυτοσχεδιάζει. Αλλάζει το μέτρο του ρυθμού, ξεβολεύει το beat, ανασύρει το funk, προκαλεί ασυμβατότητες, ανανεώνει με τον τρόπο του τη γλώσσα του είδους. Στις υπόγειες διαδρομές του hiphop, άλλωστε σταθερά συμβαίνουν πράγματα και ο νέος εδώ, ήδη περιζήτητος και δοκιμασμένος, προσελκύει συνεχώς ανήσυχα πνεύματα κοντά του (από George Clinton ως Flying Lotus, από Pharrell ως τον συνεργάτη Sounwave, εσχάτως στο καινούργιο άλμπουμ) και επιδέξεια σέρνει το χορό στην επιφάνεια.
http://youtu.be/6AhXSoKa8xw?list=RD6AhXSoKa8xw
«Do you believe in me? Are you deceiving me? Could I let you down easily, is your heart where it need to be?» (από το Mortal Man).
Και αν είπαμε και μια κουβέντα παραπάνω είναι που το Good Kid, M.A.A.D City, το προηγούμενο, έχει παίξει άπειρες φορές κάτω από τη βελόνα και ακόμη είναι ανεξάντλητο, ενώ το To Pimp a Butterfly που μόλις έφτασε, ακούγεται ήδη σαν μια τις πιο ουσιαστικές και μεστές κυκλοφορίες της χρονιάς. Ο Lamar εξάλλου, βάζει ξανά ερωτηματικά στις φράσεις και αυτό είναι καλό – κανείς δεν αλλάζει τα πράγματα με βεβαιότητες.
Ο Τάσος Μαγιόπουλος βγάζει το καπέλο στον Kendrick Lamar για ένα δίσκο που θα αποδειχτεί τόσο διαχρονικός όσο και επιδραστικός.
«Είμαι ότι πιο κοντινό σε ιεροκήρυκα έχουν αυτοί οι άνθρωποι». Τάδε έφη Kendrick Lamar, μιλώντας για τους οπαδούς του. Υπερφίαλος; Αλαζονικός; Υπερόπτης; Όχι ακριβώς. Απλά ένας καλλιτέχνης που βρίσκεται σε αποστολή, με ένα αίσθημα υποχρέωσης στο να κοινωνήσει το μήνυμα και τους προβληματισμούς του, σχετικά με τη κατάσταση του κόσμου σήμερα και τη θέση της αφροαμερικανικής κοινότητας μέσα σε αυτόν.
Ήταν καλοκαίρι του 2011 και κάποιες εκθειαστικές κριτικές σε μουσικά sites αποκλειστικά hip hop περιεχομένου είχαν κάνει την εμφάνιση τους, σχετικά με ένα ανερχόμενο και ιδιαίτερα ελπιδοφόρο rapper από το Compton. Το Section.80, στο οποίο αναφερόντουσαν τα εν λόγω κείμενα, ήταν το επίσημο ντεμπούτο του Kendrick Lamar και παρόλο που δεν εξαπλώθηκε πέρα από τα όρια του hip hop κοινού, έδειχνε τσαγανό και φλόγα, αφήνοντας ελπίδες για μεγάλα πράγματα.
Fast forward τέσσερα χρόνια μετά και ο K-Dot μοιάζει να βρίσκεται παντού. Όχι ότι είχε φύγει και καθόλου βέβαια από τη δημοσιότητα, μετά το προ τριετίας album του, Good Kid, M.A.A.D City. Εκείνο ήταν βλέπετε ένα μουσικό μαμούθ, ένα hip hop έπος που έδειχνε το μέλλον της μαύρης μουσικής, ένας δίσκος σταθμός για το σύγχρονο rap. Το να διαδεχθείς κάτι τόσο μεγάλο και σημαντικό, για πολλούς θα ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Με το φετινό To Pimp A Butterfly πάλι, ο Kendrick Lamar μας κλείνει το μάτι και δηλώνει εμφατικά πως τα ξανακατάφερε.
Όλα μοιάζουν να έχουν κατασκευαστεί για ένα λόγο και να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό εντός του. Συνδυάζοντας James Brown και George Clinton με Outkast και D’Angelo καθώς και τη soul και funk παράδοση με τους ήχους του σήμερα, ο K-Dot χτίζει εδώ ένα ηχητικό, αλλά και λεκτικό κομψοτέχνημα. Γράφει για τον αφροαμερικάνικο πληθυσμό ως θύμα του κράτους και του λευκού κατεστημένου, αλλά την ίδια στιγμή δεν κολλάει να τα χώσει και στους ίδιους τους «δικούς του» ανθρώπους, για τα διάφορα στραβά της αμερικανικής μαύρης κουλτούρας. Στην πορεία δημιουργεί ένα έργο διαχρονικό, που μοιάζει καταδικασμένο να απασχολήσει για καιρό και να επηρεάσει για ακόμα περισσότερο.
Μαγιόπουλος Τάσος
(Avopolis.gr, Platform.gr, Sonik)