Μια που έθιξες το θέμα της δουλειάς, ας αγγίξουμε τις πληγές με θάρρος: πώς βιοπορίζεται κανείς σε αυτή τη χώρα ως μουσικός; Δεν ξέρω. Υπάρχουν πάρα πολλές κατηγορίες μουσικών. Έχω την τύχη – ή την ατυχία – να μην έχω κάνει ποτέ μια δουλειά στη ζωή μου η οποία να μην είναι άμεσα η δουλειά μου. Το πιο μακριά που έχω φτάσει από τη μουσική είναι το να πουλάω δίσκους στο Metropolis, το οποίο το έκανα για μία μέρα! Αυτό έγινε ίσως και πριν από είκοσι χρόνια. Θεωρούσα ότι γνωρίζω εξαιρετικά καλά τη διεθνή δισκογραφία, τουλάχιστον εκείνης της εποχής, με πολύ τουπέ πάλι είχα πάει και είχα προσφέρει τις υπηρεσίες μου. Με είχαν πάρει δοκιμαστικά, και μετά από μια ατελείωτη ολοήμερη βάρδια πουλώντας δίσκους σε ένα δισκοπωλείο που εκείνη την εποχή δεν είχε καν τουαλέτα, με έβαλαν μόλις τελειώσαμε να αδειάσω τασάκια. Και θεώρησα ότι αυτό ξεπερνά κατά πολύ οποιοδήποτε συμβιβασμό ήμουν διατεθειμένος να κάνω στη ζωή μου, κι απλώς δεν ξαναπάτησα. Έχω σταθεί τυχερός. Υπάρχει η συνεργασία με την Καμεράτα η οποία είναι, ευτυχώς, πάρα πολύ ενεργή στο εξωτερικό κι ό,τι λεφτά παίρνουμε είναι από εκεί κι όχι από την Ελλάδα, με εξαίρεση βέβαια το Ίδρυμα Ωνάση, έχουμε το συγκρότημά μου, τους Latinitas Nostra, το οποίο δίνει κάποιες συναυλίες επίσης στο εξωτερικό, έχουμε μια δισκογραφική δραστηριότητα, τώρα μόλις βγήκανε δύο δίσκοι μας, ένας με τη Romina Basso κι ο άλλος με τον Xavier Sabata. Έχω ένα μικρό σπίτι που το αγόρασα πολύ φτηνά γιατί είναι πάνω από την πλατεία Κουμουνδούρου, μια δύσκολη περιοχή που εμένα όμως μου αρέσει πάρα πολύ, είναι γραφική ακόμα και ιδιαίτερη και ζεστή καμιά φορά, δεν έχω να πληρώσω κοινόχρηστα, δεν έχω να πληρώσω δάνειο, δεν έχω παιδί, σκυλιά, γυναίκα, έχω ένα φίδι που θέλει να τρώει μόνο ένα ποντίκι κάθε δύο εβδομάδες, άρα κι αυτό είναι αρκετά οικονομικό. Μη φανταστείς ότι κάνω πάρα πολύ παρέα με μουσικούς. Όλοι έχουμε τα προβλήματά μας κι ο καθένας τα λύνει με το δικό του ευφάνταστο ή μη τρόπο. Με πλήρωσαν πριν κάποιους μήνες για κάποιες δουλειές που είχα κάνει πέρυσι, κι έδωσα όλα τα λεφτά μου και πήρα ένα αλεξίπτωτο – γιατί κάνω κι αλεξίπτωτο… Τώρα έχω μείνει με, σαράντα ευρώ. Θα πληρώσω και για τη σαλάτα που πήρα εδώ, θα μείνουν τριάντα. Δεν με ανησυχεί! Τα λεφτά έρχονται, φεύγουνε, μπορώ να ζήσω με πεντακόσια ευρώ το μήνα, και μπορώ επίσης πολύ καλά να ζήσω και με δώδεκα χιλιάδες ευρώ το μήνα! Αν μου έρθουν τόσα, δεν θα έρθω σε δύσκολη θέση, ξέρω τι να τα κάνω, και ξέρω και πώς να τα ξοδέψω μάλιστα χωρίς να αναγκαστώ να αγοράσω τίποτα, πράγμα που είναι μια ικανότητα για την οποία καυχιέμαι! Ό,τι προκύψει!
Εγώ νομίζω ότι, κάνοντας καλλιτεχνικό επάγγελμα σε αυτή τη χώρα, η αγορά αλεξίπτωτου είναι μια καλή επένδυση… Αν είναι να τσακιστείς, όπως τσακιζόμαστε όλοι, δεν σε σώζει ούτε αλεξίπτωτο, ούτε τίποτα. Δεν θέλω να είμαι φαταλιστής, αλλά τα πράγματα στην Ελλάδα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Εμένα δεν μου το είχε πει η Laurie Anderson όπως σε σένα, αλλά θυμάμαι πως ο φίλος και συνάδελφος Σίμος Παπάνας, που είχε διάφορες θεωρίες συνωμοσίας – που τελικά ήταν σωστές – μου έλεγε γύρω στο 2002: «Να δεις που σε λίγο θα γίνουμε Βουλγαρία!». «Τι εννοείς Βουλγαρία», τον ρωτούσα. Και μου απαντούσε: «Θα κάνουμε μια συναυλία κάθε και γω δεν ξέρω πότε, θα ζούμε ξυρίως από τις συναυλίες, θα μας δίνουν 250 ευρώ, και θα λέμε κι ευχαριστώ». Τα λεφτά έχουν μειωθεί πάρα πολύ. Δεν υπάρχουν πολυτέλειες στον τρόπο που δουλεύουμε. Οι πρόβες εννοείται πως έχουν μειωθεί. Έχω υπολογίσει πως με την Καμεράτα, αν βάλω τις ώρες που δούλεψα για την παραγωγή Alessandro του Χαίντελ, η οποία πήρε και διεθνές βραβείο, κάναμε το δίσκο, δέκα συναυλίες σε όλη την Ευρώπη κλπ, σύμφωνα με το πόσο έχω δουλέψει για αυτή την παραγωγή, νομίζω ότι βγαίνει στο τέλος πως έχω πληρωθεί κάτι σαν οκτώ ευρώ την ώρα! Για κάτι που δεν είναι εργασία ανειδίκευτου εργάτη. Ίσα-ίσα είναι κάτι που απαίτησε όλα τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου μου, κι όλη μου την υπομονή, κι όλη μου τη δύναμη. Κι είναι και κάτι που είμαι χαρούμενος που κατάφερα να το κάνω κι είχα αυτή την εμπειρία, και συμμετείχα και βγήκε ένας τόσο ωραίος δίσκος και ο κόσμος τον εκτίμησε.
Είπαμε πολλά και δυσάρεστα. Πες μας και για τη συναυλία της Πέμπτης στο Μέγαρο, στην Αίθουσα Μητρόπουλου. Τι να πω… Η «wham-bam, thank-you-ma’am» Romina Basso είναι μια μοναδική τραγουδίστρια. Και λέω μοναδική όντας ένας άνθρωπος που έχει συνεργαστεί με πασίγνωστους και σπουδαίους καλλιτέχνες της όπερας. Μοναδική! Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει αυτό για έναν άνθρωπο που δεν ασχολείται με αυτή τη μουσική. Δεν ξέρω τι σημαίνει για κάποιον που ορκίζεται στο όνομα μιας άλλης τραγουδίστριας. Είναι πολύ εύκολο να πει κανείς ότι είναι πάρα πολύ εκφραστική, ότι έχει πάρα πολύ ωραία φωνή, ωραία τεχνική, είναι πολύ όμορφη ή οτιδήποτε άλλο. Όμως οι εμπειρίες που είχα μουσικά με τη Romina, οι εμπειρίες αυτές όπως τις βίωσαν συγγενείς μου μουσικοί, του συγκροτήματός μου, καθιστούν αυτές τις περιγραφές επιφανειακές. Είναι μια καλλιτέχνης παλιάς πάστας. Και είναι το είδος του καλλιτέχνη που θεωρώ ως προσωπικό καθήκον να προστατεύσω από τον αφανισμό. Αυτοί οι καλλιτέχνες δεν μπορούν πια να επιβιώσουν, γιατί η κάθε νότα τούς δονεί μέχρι τα βάθη της ψυχής τους, κι αυτό είναι κάτι πάρα πολύ επίπονο. Δεν μπαίνει ποτέ στον αυτόματο, πράγμα που δεν θα ήθελα να πω ότι πλέον είναι το απαιτούμενο από ένα τραγουδιστή, αλλά είναι μια τόσο σκληρή δουλειά που πρέπει να βρίσκει κανείς μηχανισμούς να προστατεύεται. Η έκθεση στο κοινό, η έκθεση στους κανόνες της διεθνούς σκηνής, του μάρκετινγκ, της προβολής, της διαφήμισης, είναι διαβρωτική. Κι όταν κανείς απλώς λέει «Δεν με νοιάζει τίποτα, αυτό είμαι, πάρτε με!», είναι πλέον πάρα πολύ σπάνιο. Όποιος μπορεί ας με εμπιστευτεί, κι ας έρθει να το δει από μόνος του.
Τα σχέδιά σου μετά από την συναυλία της Πέμπτης; Παίζουμε στο Παρίσι μετά από μια εβδομάδα, με τη Romina πάλι, στις 6 Νοεμβρίου, συναυλίες με την Καμεράτα, στην Κωνσταντινούπολη, στις Βερσαλλίες, σκηνικές παραστάσεις του Σιρρόη, και μετά είναι τα σχέδια των Latinitas. Έχουμε προς το Πάσχα μια αρκετά ιδιαίτερη συναυλία στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών όπου συνδυάζουμε τον αμανέ με την πιο σκληροπυρηνική μουσική μπαρόκ που έχουμε, που είναι η γαλλική μουσική του 18ου αιώνα – Couperin, De Lalande, Corrette, Sébastien de Brossard, Charpentier, εκκλησιαστική μουσική δηλαδή. Κανονικά θα πρέπει να έχουμε και Φεστιβάλ Αθηνών φέτος. Έχουμε ακόμα και κάποιες συναυλίες στο εξωτερικό για την προώθηση των δίσκων. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να κρατήσουμε την παρουσία μας αισθητή έξω. Δεν είναι πολύ εύκολο. Έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα, ακόμα και για την Καμεράτα, ένας διοργανωτής να πληρώσει εισιτήρια από την Ελλάδα, που είναι και πιο ακριβά, για να πάει. Είναι ένα χάλι η κατάσταση! Από την άλλη είναι ευχάριστο ότι ακόμα κι αν φαινόμαστε αποκλεισμένοι, τελικά δεν έχουμε στην πράξη να ζηλέψουμε πολλά από άλλους Ευρωπαίους ομολόγους μας. Έχουμε καταφέρει να μην πηγαίνουμε στην Ευρώπη σαν τους φτωχούς συγγενείς. Η παρουσία της Καμεράτα στα βραβεία ή οι κριτικές που πήραν οι δίσκοι μας με τους Latinitas στο BBC Music Magazine νομίζω πως το αποδεικνύουν αυτό.
Έχω την τύχη – ή την ατυχία – να μην έχω κάνει ποτέ μια δουλειά στη ζωή μου η οποία να μην είναι άμεσα η δουλειά μου. Το πιο μακριά που έχω φτάσει από τη μουσική είναι το να πουλάω δίσκους στο Metropolis, κάτι που έκανα για μία μέρα!
Υπάρχει κάτι που ξέρεις για τον εαυτό σου τώρα και που δεν το γνώριζες πριν μερικά χρόνια; Όχι, γιατί σε κάποια πράγματα ούτως ή άλλως έχω αλλάξει, και έχει προσαρμοστεί η εικόνα που έχω για τον εαυτό μου, κι αναγκαστικά κι η εικόνα που έχουν οι άλλοι για μένα. Πριν από κάποια χρόνια ήμουν σαν ταύρος σε υαλοπωλείο.
Να υποθέσω – κι αυτό δεν είναι απαραίτητο να γραφεί – πως σε εκείνη την περίοδο ανήκει η μπλούζα σου με τη μυθώδη φράση «Μπαρόκ Ρε Μουνιά»; Όχι, όχι! Δεν ανήκει εκεί! Αυτή έγινε σε περίοδο που, ίσα-ίσα, είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι πρέπει πού και πού κανείς να επικοινωνεί με τον κόσμο με τον τρόπο που καταλαβαίνει ο κόσμος, κι όχι με τον τρόπο που θέλει!
Και τώρα; Έχω ηρεμήσει πάρα πολύ, και σωματικά και πνευματικά. Ίσως να έχω συμβιβαστεί λίγο παραπάνω επίσης, όχι μόνο με την κατάσταση στην οποία ζω, δεν το λέω με αρνητικό τρόπο, εννοώ το χώρο μου, με την ευρεία έννοια. Έχω συμβιβαστεί και με το ποιος είμαι, τι μπορώ να κάνω, τι δεν μπορώ να κάνω… Και πάλι αυτή η λέξη, συμβιβασμός, μου ακούγεται πολύ μελοδραματική. Υπονοεί μια πορεία συνειδητοποίησης. Δεν ξέρω αν έχει συμβεί, αν την έχω ζήσει, αλλά σίγουρα δεν την έχω βιώσει έτσι. Δεν ξέρω. Προσπαθώ να φανταστώ ένα μεγαλειώδη επίλογο, αλλά νομίζω πως το πιο δίκαιο που θα μπορούσα να πω είναι ότι… δεν έχω πει την τελευταία μου κουβέντα.
Σωστά. Άλλωστε νομίζω πως είσαι σε μια ηλικία αρκετά νεαρή για να μιλά κανείς για επίλογο. Νεαρή… Δεν είμαι και τόσο νεαρός πια. Είμαι 41 χρονών. Σήμερα έπαιζα κάτι κομμάτια του Louis Couperin, που είναι μια μεγάλη μου αγάπη, και ο οποίος πέθανε πολύ μικρός, τριάντα πέντε χρονών νομίζω, κι όλη του η καριέρα ήταν τα δέκα χρόνια που πέρασε στο Παρίσι όταν έφυγε από την επαρχία… Εντάξει, δεν θέλω τις δάφνες, ούτε βέβαια συγκρίνω τον εαυτό μου μαζί του. Αλλά κατά πως φαίνεται, είμαι άνθρωπος βραδείας καύσης.
Πέμπτη 30/10, 20:30, Μέγαρο Μουσικής. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.