– Jean-Michel Guenassia –
Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων
Μετάφραση: Φωτεινή Βλαχοπούλου
Σήμερα, κηδεύεται ένας συγγραφέας. Ένα αναπάντεχα μεγάλο πλήθος, σιωπηλό, ευλαβικό και άναρχο, κατακλύζει τους δρόμους και τις λεωφόρους γύρω απ’ το νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Σαν σε μια τελευταία διαδήλωση. Πόσοι να είναι, άραγε; Τριάντα χιλιάδες; Πενήντα χιλιάδες; Λιγότεροι; Περισσότεροι; Όπως και να το κάνουμε, είναι σημαντικό να έχεις κόσμο στην κηδεία σου. Αν του έλεγαν ότι θα γινόταν τέτοιος συνωστισμός, δεν θα το πίστευε. Θα έβαζε τα γέλια. Δεν πρέπει να τον πολυενδιέφερε. Περίμενε ότι θα τον παράχωναν σ’ έναν λάκκο, παρουσία λίγων φίλων, και όχι ότι θα κηδευόταν με τιμές που θα άρμοζαν σ’ έναν Oυγκό ή έναν Tολστόι. Ποτέ, τα τελευταία πενήντα χρόνια, δεν είχε συνοδέψει τέτοια λαοθάλασσα έναν διανοούμενο στην τελευταία του κατοικία. Θα ’λεγες ότι ήταν κάποιος αναντικατάστατος ή αγαπητός σε όλους. τι γυρεύουν εδώ όλοι αυτοί; Με όσα γνωρίζουν για εκείνον, κανονικά δεν θα ’πρεπε να έχουν έρθει. Τι παράλογο που είναι να αποτίνεται φόρος τιμής σ’ έναν άνδρα που έπεσε σχεδόν σε όλα έξω, βρισκόταν σε μόνιμη πλάνη, πίστεψε σε μια υπόθεση εξαρχής καταδικασμένη και την υπηρέτησε με όλο του το είναι. Καλύτερα να πήγαιναν στην κηδεία αυτών που αποδείχτηκε ότι είχαν δίκιο, που εκείνος τους είχε περιφρονήσει και καταδικάσει. Γι’ αυτούς, δεν ξεκουνήθηκε κανείς.
Κι αν, πίσω απ’ τις αποτυχίες του, αυτός ο μικρόσωμος άνδρας έκρυβε κάτι άλλο, αξιοθαύμαστο, μια μανιασμένη επιθυμία να ορίσει το πεπρωμένο, να προχωρήσει ενάντια σε κάθε λογική, να μην κάνει πίσω παρά τη βέβαιη ήττα, να αποδεχτεί την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα σε μια δίκαιη υπόθεση και σε μια μάχη χαμένη εκ των προτέρων, έναν διαρκή αγώνα που δεν οδηγεί πουθενά; Στο νεκροταφείο γίνεται το αδιαχώρητο· ο κόσμος ποδοπατάει τα μνήματα, σκαρφαλώνει στα μνημεία, ρίχνει κάτω τις επιτύμβιες στήλες για να πλησιάσει και να δει το φέρετρο. Θαρρείς και κηδεύεται κάποιος διάσημος τραγουδιστής ή κάποιος άγιος. Δεν θάβουμε απλώς έναν άνθρωπο. Μαζί του ενταφιάζεται μια παλιά ιδέα. τίποτε δεν θα αλλάξει και το ξέρουμε. Δεν θα υπάρξει καλύτερη κοινωνία. Είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι. Μαζί με τα πιστεύω και τις ψευδαισθήσεις μας, είμαστε με το ένα πόδι στον τάφο κι εμείς. Θα ’λεγες ότι το συγκεντρωμένο πλήθος ισοδυναμεί με άφεση αμαρτιών για τα λάθη που έγιναν στο όνομα ενός ιδανικού. Για τα θύματα, δεν αλλάζει τίποτα. Δεν θα υπάρξει καμιά συγγνώμη ή επανόρθωση, ούτε ταφή με όλες τις τιμές. Υπάρχει άραγε χειρότερο πράγμα απ’ το να κάνεις το κακό ενώ το μόνο που ήθελες ήταν να κάνεις το καλό; Αποχαιρετούμε μια εποχή που έχει παρέλθει οριστικά. Είναι δύσκολο να ζεις σ’ έναν κόσμο χωρίς ελπίδα.
Δεν είναι ώρα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. ούτε για απολογισμούς. Είμαστε όλοι ίσοι και όλοι έχουμε άδικο. Δεν ήρθα για τον στοχαστή. Ποτέ δεν κατάλαβα τη φιλοσοφία του, το θέατρό του είναι στρυφνό και δεν θυμάμαι κανένα μυθιστόρημά του. οι παλιές αναμνήσεις ήταν αυτές που με έφεραν εδώ. Το πλήθος μου θύμισε ποιος ήταν. Δεν μπορείς να θρηνείς έναν ήρωα που τάχθηκε με τους δήμιους. Κάνω μεταβολή. Θα τον θάψω σε μια γωνιά του μυαλού μου.
Υπάρχουν κακόφημες συνοικίες που είναι καλύτερο να τις αποφεύγεις, γιατί σου θυμίζουν το παρελθόν σου. Νομίζεις ότι το έχεις ξεχάσει επειδή δεν το σκέφτεσαι, όμως αυτό επανέρχεται με την πρώτη ευκαιρία. Απέφευγα το Μονπαρνάς. Το στοίχειωναν φαντάσματα που δεν ήξερα πώς να τα ξορκίσω. Και νά που ένα από αυτά περπατούσε μπροστά μου, στην αλέα του Μπουλβάρ Ρασπάιγ. Αναγνώρισα το αμίμητο ανοιχτόχρωμο πανωφόρι με τις επωμίδες α λα Χώμφρεϊ Μπόγκαρτ της δεκαετίας του ’50. Μερικούς ανθρώπους τους «κόβεις» απ’ τον τρόπο που περπατάνε. Ο Πάβελ Τσιμπούλκα, ο ορθόδοξος, ο παρτιζάνος, ο βασιλιάς της ιδεολογικής ακροβασίας και των κρύων αστείων, περπατούσε με αργό βήμα, αγέρωχος και μεγαλοπρεπής. Διασταυρωθήκαμε. Είχε παχύνει και το παλτό του δεν κούμπωνε.
Με τα ανακατεμένα άσπρα μαλλιά του θύμιζε καλλιτέχνη.
–Πάβελ.
Κοντοστάθηκε και με κοίταξε από την κορφή ώς τα νύχια. Προσπαθούσε να καταλάβει πού με είχε ξαναδεί. Κάτι πρέπει να του θύμιζα αμυδρά. Κούνησε το κεφάλι. Δεν με θυμόταν.
– Εγώ είμαι… ο Μισέλ. Θυμάσαι;
Με κοίταξε καλά καλά, έκπληκτος, σαν να μην πίστευε στα μάτια του.
–Ο Μισέλ;… ο μικρός Μισέλ;
– Στάσου, είμαι πιο ψηλός από σένα.
–Ο μικρός Μισέλ!… Πόσο καιρό έχω να σε δω;
– Η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, ήταν εδώ, για τον Σάσα. Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε.
Μείναμε σιωπηλοί, με τις αναμνήσεις να μας κατακλύζουν. Αγκαλιαστήκαμε. Με έσφιξε δυνατά.
–Παραλίγο να μη σε γνωρίσω.
– Εσύ, πάντως, δεν έχεις αλλάξει.
–Αστειεύεσαι. Έχω πάρει εκατό κιλά. Ας είναι καλά οι δίαιτες.
– Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. οι υπόλοιποι πού είναι; Μόνος σου ήρθες;
– Εγώ δουλεύω. Εγώ δεν είμαι συνταξιούχος.
Απάντησε κοφτά, με τη βαριά βοημική προφορά του. Πήγαμε στο «Select», μια μπρασερί όπου όλοι έδειχναν να γνωρίζονται μεταξύ τους. Αμέσως μόλις καθίσαμε, ο σερβιτόρος του έφερε, χωρίς να πάρει παραγγελία, έναν εσπρέσο και λίγο κρύο γάλα χωριστά και με ρώτησε τι θα ήθελα. Ο Πάβελ έσκυψε για να πιάσει το καλαθάκι με τα κρουασάν από το διπλανό τραπέζι και καταβρόχθισε τρία, με λαιμαργία, μιλώντας με γεμάτο στόμα και μεγάλη λεπτότητα. Είχε εγκαταλείψει την τσεχοσλοβακία πριν από τριάντα περίπου χρόνια και ζούσε στη Γαλλία, σε επισφαλείς συνθήκες. Είχε γλυτώσει την τελευταία στιγμή από την εκκαθάριση που «έφαγε» τον Σλάνσκι, τον πρώην γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος, και τον Κλεμέντις, τον υπουργό Εξωτερικών του οποίου ήταν στενός συνεργάτης. Πρώην πρεσβευτής στη Βουλγαρία, συγγραφέας ενός έργου αναφοράς, με τίτλο Η ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, διπλωματία και επανάσταση, για το οποίο κανένας παριζιάνος εκδότης δεν ενδιαφερόταν, ο Πάβελ δούλευε νυχτοφύλακας σε ένα ξενοδοχείο στο Σαιν-Ζερμέν-ντε-Πρε κι έμενε σ’ ένα δωματιάκι του τελευταίου ορόφου. Ήλπιζε ότι θα ξανάβλεπε μια μέρα τον μεγάλο του αδερφό που είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το τέλος του πολέμου και περίμενε μια βίζα που αρνούνταν να του τη δώσουν λόγω του παρελθόντος του.
–Δεν θα μου δώσουν βίζα. Δεν θα ξαναδώ ποτέ τον αδερφό μου.
– Γνωρίζω έναν ακόλουθο που δουλεύει στην πρεσβεία. Μπορώ να του μιλήσω.
–Μην μπαίνεις στον κόπο. Έχω έναν φάκελο πιο χοντρό κι από μένα. Όπως φαίνεται, είμαι ένας από τους ιδρυτές του τσεχοσλοβάκικου Κομμουνιστικού Κόμματος.
– Αλήθεια είναι;
Σήκωσε τους ώμους μοιρολατρικά.
– Τον καιρό που σπούδαζα στην Πράγα, τη δεκαετία του ’30, είχες δύο επιλογές: να είσαι με τους εκμεταλλευτές ή με τους εκμεταλλευόμενους. Δεν διάλεξα στρατόπεδο. Γεννήθηκα μέσα σ’ αυτό. Ήμουν νέος, πεπεισμένος ότι είχαν δίκιο, ότι η χώρα μας δεν είχε άλλη λύση. Πράγματι: υπήρξα στέλεχος του Κόμματος. Είχα σπουδάσει νομικά. Πίστευα ότι η μόρφωση του λαού και ο ηλεκτρισμός θα δημιουργούσαν τον νέο άνθρωπο. Δεν φανταζόμασταν ότι ο κομμουνισμός θα μας συνέτριβε. Είχαμε δει πού οδηγούσε ο καπιταλισμός. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ίσχυε το προφανές: ήσουν ή κομμουνιστής ή φασίστας. Αν δεν είχες άποψη, τόσο το χειρότερο για σένα. Ήμασταν γεμάτοι ενθουσιασμό. Δεν αμφισβήτησα το παραμικρό. Μετά την απελευθέρωση, τίποτα δεν έγινε όπως το περιμέναμε. Σήμερα, αφού οι φίλοι μου κρεμάστηκαν και η οικογένειά μου πέρασε τα μύρια όσα μέχρι να με απαρνηθεί, δεν τους καίγεται καρφί. Δεν θέλουν ένα γέρικο κομμούνι κι εγώ αποφάσισα να τους σπάσω τα νεύρα. Κάθε χρόνο, υποβάλλω αίτηση για βίζα. την απορρίπτουν. Όμως δεν πτοούμαι, επιμένω.
–Πες μου κάτι, Πάβελ. Δεν είσαι πια κομμουνιστής;
– Είμαι και θα είμαι μέχρι να πεθάνω!
–Μα ο κομμουνισμός απέτυχε.το σύστημα καταρρέει παντού.
– Ο κομμουνισμός είναι μια ωραία ιδέα, Μισέλ. Η λέξη σύντροφος έχει νόημα. το πρόβλημα είναι οι άνθρωποι. Ο Ντούμπτσεκ και ο Σβόμποντα θα τα ’χαν καταφέρει, αν τους είχαν δώσει χρόνο. Έννοια σου, όμως, κάτι αρχίζει να κινείται στη δική μου υπόθεση.
– Τι εννοείς;
– Έγραψα στον Σάιρους Βανς, τον υπουργό Εξωτερικών του Τζίμι Κάρτερ. Μου απάντησε. το διανοείσαι;
Έβγαλε με προσοχή απ’ το πορτοφόλι του ένα γράμμα που βρισκόταν στον φάκελό του και μου το έδωσε να το διαβάσω. Ο Σάιρους Βανς απαντούσε στην επιστολή του με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 1979, λέγοντας ότι θα τη διαβίβαζε στην αρμόδια υπηρεσία.
–Πώς σου φαίνεται; ρώτησε.
– Τυπικό. Δεν δεσμεύεται σε κάτι.
– Πρώτη φορά αντιδρούν τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Είναι ένα σημάδι. ο Σάιρους Βανς δεν είναι ρεπουμπλικάνος, είναι δημοκρατικός.
–Πριν απ’ αυτό, δεν σου είχε απαντήσει κανείς;
–Καθόμουν κι έγραφα, σαν βλάκας, στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτός δεν προλαβαίνει ν’ απαντήσει σε κανέναν. Ο Ίμρε με συμβούλεψε να γράψω στον υπουργό Εξωτερικών.
– Ίσως χτύπησες τη σωστή πόρτα. Αν αρνηθούν ξανά, τι θα κάνεις;
– Δεν είμαι Τσέχος. ούτε Γάλλος. Είμαι άπατρις. Ό,τι χειρότερο, δηλαδή. Δεν υπάρχω. Έχω μια αμυδρή ελπίδα ότι θα ξαναδώ τον αδερφό μου. Εκείνος είναι Αμερικανός. Τηλεφωνιόμαστε μια φορά τον χρόνο, για να ευχηθούμε ο ένας στον άλλον καλή χρονιά. Είναι εργοδηγός στις οικοδομές. Έχει οικογένεια. Τα βγάζει πέρα. τα χρήματά του δεν του φτάνουν για να έρθει στην Ευρώπη. Θα ξανακάνω αίτηση του χρόνου. Και του παραχρόνου.
Σιγά σιγά η μπρασερί γέμισε με κόσμο που ερχόταν από την κηδεία. Είδαμε μια παρέα να πλησιάζει. Μια γυναίκα πήγε να καθίσει στο τραπέζι μας.
– Κάθεται κανείς;
– Είναι πιασμένη!
Η γυναίκα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, σαστισμένη απ’ τον επιθετικό τόνο. Η ολιγομελής συντροφιά απομακρύνθηκε.
–Απίστευτο! Είδες αυτούς τους ηλίθιους που κουβαλήθηκαν για χάρη του μαλάκα; τι διάολο, σκατά έχουν στο κεφάλι τους;
– Ήταν ένα σύμβολο.
– Εγώ θα πάω να κατουρήσω στον τάφο του. Αυτό του αξίζει. Ένας αχρείος και μισός ήταν.
– Δεν μπορούσε να προδώσει τα πιστεύω του.
– Ήξερε. Από τότε με τον Ζιντ και τον Ρουσέ. του είπα για τον Σλάνσκι και τον Κλεμέντις. Σιώπησε. Ήξερε για τον Κραβτσένκο. τον αποκήρυξε. τι έχεις να πεις γι’ αυτό; ουρλιάζεις μαζί με το πλήθος. Περιφρονείς τους μάρτυρες. Αρνείσαι την αλήθεια. Όλα αυτά δεν σε κάνουν συνένοχο; Ένα καθίκι ήταν.
Έμεινε σκεπτικός, με το κεφάλι σκυφτό και τα χαρακτηριστικά του συσπασμένα.
– Δεν είμαι ο κατάλληλος να δίνω μαθήματα, δεν έπρεπε να το πω αυτό.
– Δεν καταλαβαίνω.
–Αν μη τι άλλο, δεν θα ’πρεπε να είμαι αχάριστος. Αν δεν μας χαρτζιλίκωναν, θα ήμασταν καταδικασμένοι.
–Ποιος σας χαρτζιλίκωνε;
Ο Πάβελ με λοξοκοίταξε, σαν να προσπαθούσε να μαντέψει αν έκανα τον χαζό. Κατάλαβε ότι εννοούσα αυτό που είχα πει.
– Και οι δυο. Ο Κεσέλ και ο Σαρτρ. Χρησιμοποιούσαν τις γνωριμίες τους για να μας βρίσκουν μεταφράσεις και διάφορες μικροδουλειές. Ήταν καλά δικτυωμένοι. Μας πρότειναν σε περιοδικά και σε διευθυντές εφημερίδων. Δουλεύαμε ως εξωτερικοί συνεργάτες. Όποτε ήμασταν ταπί, πλήρωναν τον δικαστικό επιμελητή που μας έστελνε ο σπιτονοικοκύρης. Πώς αλλιώς θα τα καταφέρναμε; Δεν είχαμε φράγκο. Είχαμε χάσει τα πάντα. Αν δεν μας είχαν βοηθήσει, θα ’χαμε καταλήξει άστεγοι. τα πράγματα δυσκόλεψαν από τότε που τυφλώθηκε και δεν ξαναβγήκε απ’ το σπίτι. Πριν από δύο χρόνια ξελάσπωσαν τον Βλάντιμιρ· τον θυμάσαι;
– Σαν να ’ταν χθες.
– Είχε μπλέξει.
Καιγόταν να μου πει. Ξανάβλεπα μπροστά μου τον Βλάντιμιρ Γκόρενκο στην πίσω αίθουσα του «Balto», να μοιράζει φαγητό.
– Τι έπαθε ο Βλάντιμιρ;
–Πριν περάσει στη Δύση, ήταν διευθυντής στα διυλιστήρια πετρελαίου της Οδησσού. Μόλις ήρθε εδώ, χαρακτηρίστηκε πολιτικός πρόσφυγας. Δεν έβρισκε δουλειά. Καμιά πετρελαϊκή εταιρεία δεν τον ήθελε. ούτε καν εκείνοι που γνώριζε και με τους οποίους συναλλασσόταν. Κανείς δεν κούνησε το δαχτυλάκι του να τον βοηθήσει. Και ξέρεις γιατί; φοβούνταν τη Μόσχα. Αν τον προσλάμβαναν, θα τα έβαζαν μαζί της. Από τη μια αποδοκίμαζαν τους κομμουνιστές και από την άλλη έκαναν δουλειές μαζί τους. Θυμάσαι τον Μαρκυζό, τον ιδιοκτήτη του μπιστρό; Ήταν καλός άνθρωπος. του βρήκε ένα δωμάτιο υπηρεσίας πάνω απ’ το μαγαζί ενός αλλαντοπώλη, στην οδό Νταγκέρ. Ο Βλάντιμιρ του κρατούσε τα λογιστικά βιβλία.
Τον πλήρωνε σε είδος, με λουκάνικα και μαγειρεμένο φαγητό. τον πλήρωνε, τρόπος του λέγειν, αφού ο Βλάντιμιρ γκρίνιαζε ότι του έδινε τα αποφάγια.
Ήμασταν τυχεροί. Ο Βλάντιμιρ μοιραζόταν μαζί μας ό,τι του έδινε. Του ζήτησαν και άλλοι μαγαζάτορες να τους αναλάβει. Σιγά σιγά, απέκτησε πελατεία. τα πράγματα πήγαιναν καλά. Όμως αυτό δεν άρεσε στους λογιστές της γειτονιάς, που τον κατήγγειλαν στις αρχές. Ο Βλάντιμιρ έχει πολλά χαρίσματα, αν εξαιρέσεις ότι θεωρεί τον εαυτό του αυθεντία σε όλα. Πιστεύει ότι έχει πάντα δίκιο. Δεν είναι διπλωμάτης. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Όταν έφτασαν οι μπάτσοι, αντί να κάνει το κορόιδο, τσαντίστηκε και τους έβαλε και τις φωνές από πάνω: «Δεν σας φοβάμαι, εδώ δεν φοβήθηκα την KGB, βγήκα ζωντανός από το Στάλινγκραντ. Δουλεύω, πληρώνω τους φόρους μου και σας έχω χεσμένους!» Δεν άκουσε κανέναν. Συνέχισε να δουλεύει, παρά τις προειδοποιήσεις. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά τον έχωσαν μέσα για παράνομη άσκηση του επαγγέλματος του λογιστή. Έβρισε τον δικαστή. Έκανε τέσσερις μήνες φυλακή. το διανοείσαι; Ένας άνθρωπος που μιλάει έξι-εφτά γλώσσες. Έκλεισαν το γραφείο του. Χρεωκόπησε. Ποιος νομίζεις ότι τον βοήθησε; Ο Κεσέλ μίλησε στον δικαστή και ο Σαρτρ πλήρωσε το πρόστιμο.
– Και τι κάνει τώρα;
– Δουλεύει στον λογιστή που τον «έδωσε» και ανέλαβε ξανά τους παλιούς του πελάτες. Όμως δεν έχει δικαίωμα να πάρει την άδεια άσκησης επαγγέλματος.
– Το είχε αναφέρει ο Σάσα, μια-δυο φορές, αλλά δεν είχα καταλάβει ότι σας βοηθούσαν.
– Δεν ήξερα ότι ήσουν φίλος με τον Σάσα. νόμιζα ότι ήσουν φίλος του Ίγκορ. Κανείς δεν συμπαθούσε τον Σάσα. Ήταν…
Ο Πάβελ σταμάτησε όταν είδε πώς τον κοίταξα. Μείναμε εκεί, σιωπηλοί, μέσα στη βαβούρα, συντροφιά με τις αναμνήσεις που έρχονταν να μας αναστατώσουν.
– Ήμουν φίλος και με τους δυο.
– Δεν γινόταν να είσαι φίλος και με τους δυο, ήταν αδύνατον.
– Εγώ μπορούσα. Μια μέρα, ο Σάσα μού είπε ότι ο Κεσέλ τού είχε πληρώσει το νοίκι για το δωμάτιό του. Το είχε καθυστερήσει, αλλά δίσταζε να του ζητήσει λεφτά.
– Ο Κεσέλ είχε μεγάλη καρδιά. Μέχρι που έφυγε απ’ τη ζωή, πέρυσι, δεν έπαψε να μας βοηθάει. Βλέπεις, ακόμα κι εγώ φέρομαι σαν παλιάνθρωπος. Μην περιμένεις τίποτα από κανέναν. Κάνεις ένα καλό και σε φτύνουν κατάμουτρα. Είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου, δεν μπορώ να ξεχάσω τι είπε, τι επέτρεψε να ειπωθεί, και κυρίως τι αποσιώπησε ο Σαρτρ. Γι’ αυτό δεν τον πολυσυμπαθούσαμε. Ήταν ένα παλιοτόμαρο, ένας επαναστάτης του σαλονιού. Γενναιόδωρος, βέβαια. Αλλά τι να το κάνεις; Το χρήμα δεν διορθώνει το κακό που έγινε.
Για το έργο:
Το 1959 ο Μισέλ Μαρινί είναι δώδεκα ετών. Είναι η εποχή του ροκ-εν-ρολ και του Πολέμου της Αλγερίας. Ο ίδιος είναι ερασιτέχνης φωτογράφος, μανιώδης αναγνώστης και θαμώνας τού «Balto», ενός μπιστρό στη λεωφόρο Ντανφέρ-Ροσρώ, όπου συναντιέται με τους φίλους του για να παίξουν ποδοσφαιράκι. Στην πίσω αίθουσα του μπιστρό θα γνωρίσει τον Ίγκορ, τον Λεονίντ, τον Σάσα, τον Ίμρε και την υπόλοιπη παρέα, πολιτικούς πρόσφυγες από τις κομμουνιστικές χώρες. Οι άνθρωποι αυτοί εγκατέλειψαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τις οικογένειές τους, πρόδωσαν τα ιδανικά και τα πιστεύω τους. Συναντήθηκαν στο Παρίσι, στη Λέσχη σκακιστών που φιλοξενεί η πίσω αίθουσα του «Balto», όπου συχνάζουν επίσης ο Ζοσέφ Κεσέλ και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Επιπλέον, τους δένει ένα φοβερό μυστικό, που ο Μισέλ τελικά θα το ανακαλύψει. Η γνωριμία με τα μέλη της Λέσχης θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του αγοριού. Γιατί είναι όλοι τους αθεράπευτα αισιόδοξοι.
Πορτρέτο μιας γενιάς, λεπτομερής αναπαράσταση μιας εποχής, γλυκόπικρο χρονικό μιας εφηβείας: ο Jean-Michel Guenassia γράφει ένα μυθιστόρημα που εντυπωσιάζει τόσο με την ευρύτητα του θέματος που πραγματεύεται όσο και με την αυθεντικότητα που αναδίδεται από τις σελίδες του.
Η Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές, πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα, τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ που απονέμουν οι μαθητές λυκείου και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Για τον συγγραφέα:
Ο Jean-Michel Guenassia γεννήθηκε στο Αλγέρι το 1950. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Έχει γράψει σενάρια και θεατρικά έργα και έχει εκδώσει τρία βιβλία, το Pour cent millons (1986, βραβείο αστυνομικού μυθιστορήματος Michel Lebrun), τη Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων όπου απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές, πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα, τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ που απονέμουν οι μαθητές λυκείου και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΠΟΛΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: 720 ΤΙΜΗ: € 22,00