Κανείς ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ο Τζέιμς Ελρόι είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος ή/και συγγραφέας. Ούτε φυσικά ο ίδιος. Γεννήθηκε στο Λος Άντζελες στα τέλη της δεκαετίας του ’40 (στο Ντένβερ ζει εδώ και 5.5 χρόνια). Η μητέρα του νοσοκόμα, ο πατέρας του λογιστής και για λίγο οικονομικός σύμβουλος της Ρίτα Χέιγουορθ. Χώρισαν γρήγορα κι ο μικρός Τζέιμς πήγε να ζήσει με τη μαμά του, η οποία βιάστηκε και δολοφονήθηκε ενώ εκείνος ήταν 10. Το συνταρακτικό γεγονός καθόρισε φυσικά τη ζωή του και το ποιος έγινε (το αυτοβιογραφικό Τα Σκοτάδια Μου, 1996, είναι το πιο χαρακτηριστικό του έργο πάνω στο συμβάν). Πέρασε δυο δεκαετίες εθισμού στο αλκοόλ και στην μπεζεντρίνη, μικροπαρανομιών και μικρών διαστημάτων κάθειρξης. Ταλαιπώρησε την υγεία του. Διάβασε μανιακά. Το 1981 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα (Ρέκβιεμ για τον Μπράουν). Δεν κοίταξε ποτέ πίσω.
Θεωρείται ο αναμορφωτής του αμερικάνικου αστυνομικού μυθιστορήματος (αν μπορεί να πει κανείς τα βιβλία του απλά «αστυνομικά»), ο συγγραφέας που κατάφερε να μπλέξει μοναδικά την παράδοση του νουάρ με την ιστορική μυθοπλασία. Φτιάχνοντας μια δική του γλώσσα. Λιτή, τηλεγραφική, απογυμνωμένη από κοσμητικά επίθετα και καλολογικά στοιχεία. Φτιάχνοντας κι έναν δικό του ηθικό κώδικα. Οι ήρωες του είναι αδίστακτοι, ικανοί για τα πάντα, με ευγενείς εκλάμψεις κι αμφίσημα πάθη που τους οδηγούν σε, συχνά καταδικασμένες, σταυροφορίες. Άλλωστε, «η Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αθώα» – αυτή είναι η φράση με την οποία ξεκινά το αριστούργημά του Αμερικάνικο Ταμπλόιντ (1995), συμπυκνώνοντας ίσως καλύτερα από κάθε τι άλλο την ουσία του έργου του.
Δεν έχει τηλεόραση. Δεν μπαίνει στο ίντερνετ. Δεν διαβάζει βιβλία συγχρόνων του για να μην επηρεαστεί. Δεν έχει ποτέ στο μυαλό του την μικρή ή τη μεγάλη οθόνη όταν γράφει, παρότι μια ντουζίνα κινηματογραφικών ταινιών έχουν γυριστεί πάνω στα βιβλία του και σίγουρα θα ακολουθήσουν κι άλλα. Το σχόλιο του στο θέμα: «τα λεφτά είναι το μοναδικό δώρο που δεν μπορείς να επιστρέψεις». Δεν σχολιάζει ποτέ την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα στις ΗΠΑ (κρατήστε το αυτό), αν και συχνά αυτοπαρωδείται αποκαλώντας τον εαυτό του “white knight of the far right” («λευκό ιππότη της άκρας δεξιάς») λόγω των θεμάτων του αλλά και των πεποιθήσεων των ηρώων του.
Πίσω στη συζήτησή μας (που πασχίζω να γίνει κουβέντα). Στο Κολοράντο δε χιονίζει ακόμα, αλλά κάνει κρύο, κι εκείνος με μια αδιάφορη ειρωνεία μου λέει ότι είναι Χριστιανός «άρα αυτό μάλλον τον κάνει και Christmas person». Η αφορμή για το τηλεφώνημα είναι η κυκλοφορία του Θύελλα (εκδ. Κλειδάριθμος, 2019), του δεύτερου βιβλίου της δεύτερης τετραλογίας του για το Λος Άντζελες. Αν δεν είστε μυημένοι στο σύμπαν του, είναι απαραίτητο να ξέρετε ότι ο Ελρόι είναι ο μάστερ των μεγάλων αφηγήσεων. Στήνει τριλογίες και τετραλογίες που εκτυλίσσονται στο περιθώριο, ή ακόμα και στο προσκήνιο, μεγάλων ιστορικών γεγονότων ακόμα και με τη fiction συμμετοχή καθοριστικών ιστορικών προσώπων. Γιατί; «Μου αρέσει οτιδήποτε μεγάλο. Οι μεγάλες ταινίες. Τα μεγάλα συμφωνικά έργα. Και, φυσικά, τα μεγάλα μυθιστορήματα. Κι αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να περιγράψω την εσωτερική ανθρώπινη υποδομή, στην οποία οφείλονται τα μεγάλα δημόσια γεγονότα».
Μου αρέσει να θολώνω τις γραμμές ανάμεσα στο γεγονός και τη μυθοπλασία, πετώντας στην μυθιστορηματική πλοκή χαρακτήρες που υπήρξαν στ’ αλήθεια. Έχει πλάκα να το κάνεις. Έχει πλάκα να ξαναγράφεις την ιστορία. Δε με νοιάζει η ιστορική ακρίβεια, ούτε η ιστορική συνέχεια.
Το πρώτο LA Quartet είναι που τον έκανε πραγματικά διάσημο με βιβλία όπως Η Μαύρη Ντάλια και το Λος Άντζελες Εμπιστευτικό που μεταφέρθηκαν στο σινεμά (αν και Το Μεγάλο Πουθενά και η Λευκή Τζαζ είναι μάλλον καλύτερα). Εκεί αποκρυσταλλώθηκε η εμμονή του με το Λος Άντζελες -“come on vacation, go on probation” («έλα για διακοπές, φύγε με αναστολή ποινής»), συνηθίζει να λέει -, αλλά και με το παρελθόν. Η τρέχουσα «δεύτερη τετραλογία του LA», την οποία συνέλαβε «ένα απόγευμα κοιτώντας έξω από το παράθυρό μου, προσπαθώντας να καταλάβω γιατί δεν έχω σύντροφο και συνέχεια με χωρίζουν (σ.σ. έχει όντως δύο διαζύγια)», ξεκίνησε με το Perfidia (2014) και προηγείται χρονικά. Αν προσθέσει κανείς και τα τρία βιβλία της σειράς “Underworld USA”, διαπιστώνει κανείς ότι το μεγάλο σώμα του έργου του ουσιαστικά ξαναγράφει την αμερικάνικη ιστορία από το 1941 ως το 1972, από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ ως το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ. «Η τρέχουσα τετραλογία ενοποιεί την καριέρα μου ως ιστορικού μυθιστοριογράφου. Υπό την έννοια ότι παίρνω χαρακτήρες από τα προηγούμενα βιβλία μου και τους τοποθετώ στο Λος Άντζελες της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν ήταν αρκετά νεότεροι σε ηλικία. Κι αυτό έρχεται να συμπυκνώσει το περιεχόμενο των προηγούμενων ιστορίων που συμμετείχαν. Δεν ξεχνάω ποτέ τους χαρακτήρες που έχω συλλάβει, όμως ξεκινώντας ξανά ασφαλώς έπρεπε να γυρίσω πίσω και να τσεκάρω στοιχεία, γεγονότα, χρονολογίες, ώστε οι καινούριες μου ιστορίες να είναι πραγματολογικά σωστές. Το ποιοι χαρακτήρες θα είναι πρωταγωνιστές και ποιοι θα κάνουν απλά cameo εμφανίσεις προκύπτει καθαρά από το ένστικτό μου».
«Πώς ξέρω στην αρχή κάθε φορά αν έχω τριλογία ή τετραλογία; Απλά, το ξέρω», απαντά κοφτά, κλείνοντας κι αυτή τη χαραμάδα επικοινωνίας. (Ένας αμερικάνος ραδιοφωνικός παρουσιαστής, σε μια πρόσφατη συνέντευξη, του είπε “Man, you’re a scary dude”.) Η μέθοδός του, όμως, είναι μάλλον η συζήτηση που του αρέσει περισσότερο. Μιλάει με στόμφο, τραβάει θεατρικά τις τελευταίες συλλαβές των λέξεων, ο λόγος του μοιάζει με (είναι;) performance. «Όχι, δεν ξέρω από την αρχή τα πάντα. Ξυπνάω το πρωί και γράφω. Στην αρχή συνθέτοντας ένα εξαιρετικά μεγάλο outline, από το οποίο θα προκύψει το βιβλίο όταν αποφασίσω ότι ήρθε η ώρα να ενώσω τις σημειώσεις μου. Μου αρέσει να θολώνω τις γραμμές ανάμεσα στο γεγονός και τη μυθοπλασία, πετώντας στην μυθιστορηματική πλοκή χαρακτήρες που υπήρξαν στ’ αλήθεια. Έχει πλάκα να το κάνεις. Έχει πλάκα να ξαναγράφεις την ιστορία. Δε με νοιάζει η ιστορική ακρίβεια, ούτε η ιστορική συνέχεια. Το μόνο που με απασχολεί είναι να υπάρχει λογική αλληλουχία ανάμεσα στα βιβλία αφού είναι κομμάτια ενός κοινού σύμπαντος. Δε δίνω δεκάρα για οτιδήποτε άλλο». Συνεχίζει: «Πάντα με συνάρπαζε το παρελθόν. Τα 40s ειδικά αφού είναι η δεκαετία που γεννήθηκα, συγκεκριμένα το 1948. Πάντα κοίταζα πίσω προσπαθώντας να πιαστώ από ένα σημείο της ιστορικής μνήμης».
Κάτι πάω να πω, να υπερθεματίσω. Πρώτο red flag. Ενα δρακόντεια αυστηρό «δεν έχω τελειώσει» με βάζει αυτόματα στο mute. «Ως παιδί διάβαζα μανιωδώς περιοδικά. Οι γονείς μου είχαν μια μεγάλη συλλογή, κυρίως με LIFE, σε μια ντουλάπα του διαμερίσματος που μέναμε. Κι έμενα με τις ώρες να κοιτάζω τις φωτογραφίες. Με αποπλάνησε, λοιπόν, το παρελθόν σε πολύ μικρή ηλικία. Γι΄αυτό έχω εμμονή με το ιστορικό χρονικό πλαίσιο».
Η Θύελλα ξεκινά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1942, ενώ η Αμερική προσπαθεί να αναρρώσει από το σοκ της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ 24 μέρες νωρίτερα. Πτώματα σε πάρκα, φονικές πυρκαγιές, ληστείες χρυσού, ναζί, κομμουνιστές, απατεώνες που εκμεταλλεύονται το φυλετικό μίσος συνθέτουν ίσως το πιο σκοτεινό Λος Άντζελες που έχει ξεδιπλώσει ποτέ ο Ελρόι (ο οποίος χαρακτηρίζει τα βιβλία της τρέχουσας περιόδου του «ιστορικά ρομάντσα»). Η πλοκή είναι δαιδαλώδης, οι περίφημες αρχικές σημειώσεις του έφτασαν τις 450 σελίδες. Πολλά πρόσωπα. Πολλή συνωμοσία. Πολλά σκαμπανεβάσαματα στην ισορροπία των δυνάμεων. Όπως έγραψε βέβαια και ο Guardian. «ο Ελρόι ποτέ δεν έγραφε για όσους διαβάζουν πέντε σελίδες προτού κοιμηθούν».
Στο εξώφυλλο των εκδόσεων σε όλον τον κόσμο, και στο ελληνικό, δεσπόζει μια σβάστικα. Το memo πριν την συνέντευξη αναφερει κατηγορηματικά «όχι πολιτικές ερωτήσεις». ΟΚ, μπορώ να αποφύγω μια ευθεία ερώτηση για Τραμπ-εκλογές-Αμερική κτλ. Έτσι κι αλλιώς, συζητώντας για το παρελθόν, ήδη μου έχει πει: «Δεν με ενδιαφέρει ως συγγραφέα η Αμερική του σήμερα. Δεν θέλω να μιλήσω σε καμία περίπτωση γι’ αυτή. Δε με ενδιαφέρει καθόλου να μιλήσω για πολιτική». Από την άλλη όμως πώς γίνεται; Το γαμημένο το βιβλίο έχει μια γαμημένη σβάστικα στο εξώφυλλο, και η εισαγωγική φράση του είναι ο διάσημος αφορισμός του Μπενίτο Μουσολίνι: «Μόνο το αίμα κινεί τους τροχούς της Ιστορίας». Έστω ένα μικρό σχόλιο;
All in, λοιπόν. Του το επισημαίνω. Εκεί ο χρόνος μου για τον Τζέιμς Ελρόι εκπνέει. Με κόβει απότομα. Μου λέει «τελειώνω εδώ αυτήν την συνέντευξη». Και με στέλνει στο Μεγάλο Πουθενά…
Ο τελευταίος άσος στο μανίκι μου θα ήταν ρωσικής προέλευσης. Η σπουδαία αμερικανίδα συγγραφέας Τζόις Κάρολ Όουτς τον έχει χαρακτηρίσει «αμερικάνο Ντοστογιέφσκι». Ο Ελρόι όμως δεν αντέχει τον κλασικό Ρώσο. Έχει δηλώσει ότι κάθε φορά που τον ξεκινά, τον παρατάει λέγοντας «σκατά, δεν μπορώ να διαβάσω αυτόν τον τύπο». Όπως έχει καταλήξει ότι δεν του αρέσει κι ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, o πατέρας του hard-boiled αστυνομικού μυθιστορήματος, γιατί «νομίζω ότι δεν ήξερε καλά τους ανθρώπους».
Αυτό που δεν κατάλαβα κι εγώ για εκείνον: Ο Τζέιμς Ελρόι είναι περσόνα ή υπάρχει στ’ αλήθεια;
H Θύελλα κυκλοφορεί, σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος (όπως και πολλά από τα υπόλοιπα βιβλία του – στα ελληνικά έχει κατα καιρούς μεταφραστεί κι από τις έκδόσεις Άγρα και Μεταίχμιο)