Όσο βαστούσε η εποχή Τάι Γιουάν της δυναστείας Τσιν υπήρχε στο Βουλίνγκ ένας άντρας που ζούσε από το ψάρεμα. Πήγαινε ακολουθώντας το ρεύμα και ξέχασε πόσο μακριά είχε πάει. Άξαφνα βρέθηκε μέσα σ’ ένα δάσος από ροδακινάνθια που απλωνόταν πολλές εκατοντάδες δρασκελιές και στις δύο όχθες, χωρίς κανένα άλλο είδος δέντρου ανάμεσά τους. Η ευωδία ήταν γλυκιά, έβλεπες πεσμένα πέταλα παντού. Ο ψαράς ήτανε καταθαμπωμένος και τραβούσε ολοένα μπροστά με την ελπίδα να φτάσει στην άκρη αυτού του δάσους. Το δάσος τέλειωσε στην πηγή του ποταμού. Εκεί ο ψαράς ανέβηκε σ’ ένα λόφο πάνω, και στο λόφο είδε ένα μικρό άνοιγμα απ’ όπου φάνηκε να ‘ρχεται φως. Παράτησε λοιπόν τη βάρκα του και χώθηκε μέσα στο άνοιγμα. Στην αρχή το πέρασμα ήταν τόσο στενό που χωρούσε ίσα-ίσα ένας άνθρωπος αλλά, μετά από καμιά πενηνταριά βήματα, πήρε να πλαταίνει και να γίνεται ένας τόπος απλόχωρος και φωτεινός. Στο ίσωμα επάνω έβλεπες αρχοντόσπιτα, έβλεπες πράσινα ρυζοχώραφα, όμορφες λιμνούλες, μουριές και καλαμιώνες. Είχε δρόμους και δεντροστοιχίες, που σταυροδένονταν, και άκουγες κοκόρια και σκυλιά. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, σπέρνοντας γεννήματα, και τα ρούχα που φορούσανε, άντρες και γυναίκες, έμοιαζαν ξενικά. Και οι γέροντες με τ’ άσπρα τους μαλλιά, και τα πιο μικρά παιδάκια, όλοι είχαν στα πρόσωπά τους γραμμένη την ευτυχία.
Σάστισαν όταν είδαν τον ψαρά, και τονε ρώτησαν από πού ερχόταν, κι εκείνος αποκρίθηκε καταλεπτώς. Τον έβαλαν τότε μέσα σ’ ένα από τα σπίτια τους, του πρόσφεραν κρασί, έσφαξαν ένα κόκορα και στρώσανε τραπέζι. Όταν η είδηση για τον ξένο άντρα μαθεύτηκε στο χωριό, συνάχτηκαν όλοι εκεί να τον δουν και να τον γνωρίσουν. Είπανε για λόγου τους ότι οι πρόγονοί τους, φεύγοντας να γλιτώσουν από τις ταραχές της περιόδου Τσιν, έφεραν τις γυναίκες τους και τα παιδιά κι όλους τους άλλους συντοπίτες τους σε τούτο το ερημικό μέρος κι ότι έπειτα απ’ αυτά κανένας δεν ξανάφυγε. Έτσι ξεκόπηκε η ζωή τους απ’ τους άλλους που ήτανε απ’ έξω. Ρώτησαν σε ποια δυναστεία βρισκόμαστε τώρα μιας και οι ίδιοι δε γνωρίζανε για τη δυναστεία Χαν και, φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για τις δυναστείες Βάι και Τσιν. Ο ψαράς αποκρίθηκε με κάθε λεπτομέρεια και με ακρίβεια στις ερωτήσεις τους και όλοι μείναν αποσβολωμένοι. Ήρθανε και οι άλλοι και τον κάλεσαν στα σπίτια τους, κι όλοι του δώσανε να φάει και να πιει. Έμεινε κάμποσες μέρες κοντά τους πριν πάρει το δρόμο για το γυρισμό. Πρόλαβαν ωστόσο και του είπαν ότι θα ήταν άστοχο να φανερώσει την ύπαρξή τους σε άλλους.
Όταν βγήκε έξω από κει, ξαναπήρε τη βάρκα του και ακολούθησε πάλι την ίδια πορεία, σημαδεύοντάς την στροφή στροφή. Φτάνοντας στη χώρα, πήγε στον έπαρχο και είπε την ιστορία του. Ο έπαρχος αμέσως πρόσταξε κάποιον να πάει μαζί του και να βρουν τη σημαδεμένη πορεία, αυτοί όμως χάσανε το δρόμο και στάθηκε αδύνατο πια να τον ξαναβρούν.
Ο Λίου Τζου-τσι απ’ το Νανγιάνγκ, άνθρωπος με αξία, άκουσε την ιστορία και τον κυρίεψε ο πόθος να ξεκινήσει ο ίδιος για κείνο το μέρος. Προτού όμως να γίνει, αρρώστησε και πέθανε, κι από τότε κανένας άλλος πια δεν το αναζήτησε το ρεύμα του ποταμού.
Δημοσιεύτηκε ως παράρτημα στο βιβλίο του Ζωρζ Μπατάιγ Η αγιοσύνη, ο ερωτισμός και η μοναξιά, Εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 1995.