Είναι μια οικουμενικώς αποδεκτή αλήθεια ότι τα ψυχολογικά θρίλερ με stalkers είναι σαν την πίτσα: ακόμα κι όταν είναι χάλια, παραμένουν απολαυστικά. Για κάθε ορόσημο του είδους όπως η Ολέθρια Σχέση και το Νέα Γυναίκα Μόνη Ψάχνει, υπάρχουν μεταγενέστεροι θησαυροί σαν το Obsessed (αν το Twitter του 2009 ήταν σαν το σημερινό, θα ζούσε μόνο για τα ξεμαλλιάσματα της Μπιγιόνσε με την Άλι Λάρτερ για τα μάτια του Ίντρις Έλμπα), το Τhe Roommate (ο αποχαιρετισμός της Λέιτον Μίστερ στην Μπλερ Γουόλντορφ) και το A Deadly Adoption (με τόσα meta στρώματα που δεν είναι ξεκάθαρο τελικά αν ο Γουίλ Φέρελ και η Κρίστεν Γουίγκ παρωδούν ή όχι).
Κάπου στη μέση -όχι ακριβώς μελλοντικά κλασικό, όχι ξεδιάντροπα καλτ και γελοίο- έρχεται να σταθεί (κυριολεκτικά) Η Χήρα του Νιλ Τζόρνταν, με την Ιζαμπέλ Ιπέρ να εξαργυρώνει τη νεοαποκτηθείσα φήμη της στην άλλη όχθη του Ατλαντικού μετά το Εκείνη με ένα ρόλο που οι φανατικοί θαυμαστές της γνωρίζουν ότι μπορεί να παίξει στον ύπνο της, αλλά που θα πείσει το κοινό που την ανακαλύπτει τώρα ότι είναι τόσο τρομακτική όσο φαίνεται. Φρέσκια από την αποτυχία του ριμέικ του Suspiria αλλά συνεχίζοντας την άτυπη μεταμόρφωσή της σε campy horror μούσα, η Κλόι Γκρέις Μορέτζ βρίσκει ένα σπάνιο χαρακτήρα που μπορεί να υποστηρίξει πλήρως με την παρουσία της: η νεαρή ηθοποιός μεγαλώνει, αλλά μοιάζει και δέσμια του babyface της, μόνο που εδώ λειτουργεί ιδανικά για την εξέλιξη της σχέσης της με την Ιπέρ, η οποία γίνεται μητρική φιγούρα πριν μετατραπεί σε κάτι επικίνδυνο.
Η Σάρα έχει τελειώσει το κολέγιο κι έχει μετακομίσει στην Νέα Υόρκη όπου δουλεύει ως σερβιτόρα, αλλά δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας της. Μια μέρα βρίσκει στο μετρό μια ξεχασμένη γυναικεία τσάντα, την οποία αντί να ξαφρίσει και να πετάξει όπως ολόσωστα τη συμβουλεύει η πλούσια συγκάτοικός της (Μάικα Μονρόε, η μόνη έξυπνη σε όλη την ταινία), αποφασίζει να την επιστρέψει στην ιδιοκτήτριά της. Έτσι γνωρίζει την Γκρέτα, τη χήρα του τίτλου, η οποία ζει σε μια μονοκατοικία που ενώ είναι στο Μανχάταν μοιάζει αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. (Η μονοκατοικία είναι η Γκρέτα; Μας απονέμουμε το Βραβείο Συμβολισμού.) Η μοναχικότητα της Γκρέτα (η κόρη της σπουδάζει στο Παρίσι) καθρεφτίζεται στην ανάγκη της Σάρα για κάτι παραπάνω από την κοινωνική ζωή των συνομήλικών της και δεν χρειάζεται να ενοχλήσουμε τον Φρόιντ για να εξηγήσουμε το δεσμό που γρήγορα σχηματίζεται ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Μαγειρεύουν μαζί, η Σάρα βοηθάει την Γκρέτα να αγοράσει σκύλο, η Γκρέτα μαθαίνει τα best of του Λιστ στην Σάρα στο πιάνο κι όλα κυλούν ευχάριστα αν και creepy (η πλούσια συγκάτοικος το τονίζει) μέχρι που η Σάρα βρίσκει κατά λάθος σε ένα ντουλάπι του σπιτιού της νέας της κολλητής μια σειρά από ολόιδιες τσάντες σαν εκείνη που βρήκε στο μετρό, με τα ονόματα των υπολοίπων «θυμάτων» της φιλίας της Γκρέτα. Η Σάρα, αφού συνειδητοποιεί πόσο δίκιο είχε η πλούσια συγκάτοικος, τρομοκρατείται κι αποφασίζει να διακόψει κάθε επαφή με την Γκρέτα, αλλά η ζωή της Γκρέτα έχει την ίδια πολιτική με το “Hotel California”: you can check out any time you like, but you can never leave.
Ό,τι συμβαίνει από εκεί και πέρα στην Χήρα είναι βγαλμένο από το μενού κάθε παραλλαγής της Ολέθριας Σχέσης, μόνο που εδώ αντί για βρασμένα κουκλάκια έχουμε την πολύ πιο μοντέρνα απειλή του φυσικού stalking. Η ταινία ισορροπεί ανάμεσα σε ένα φανταστικό σύμπαν (η Σάρα αφήνει ξεκλείδωτο το ποδήλατό της σε πεζοδρόμιο του Μανχάταν κι όταν επιστρέφει το ξαναβρίσκει εκεί) και σε μια ρεαλιστική ματιά σε σύγχρονα θέματα όπως το ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των στόχων των stalkers και η αστική απομόνωση – φυσικά αυτά αποτελούν υποσημειώσεις όταν η Ιπέρ αποφασίζει να ναρκώσει ένα τετράποδο ή να αναποδογυρίσει ένα τραπέζι σε ακριβό εστιατόριο φωνάζοντας σε επιφυλακτικά αγγλικά «εγώ είμαι η μητέρα σου τώρα!».
Ο Τζόρνταν βάζει φρένο στην τραμπάλα της φιλμογραφίας του σε ένα σημείο που συνδυάζει την κλίση του προς το genre σινεμά με την ακαταμάχητη ευκαιρία του να βάλει μια φημισμένη γαλλίδα σταρ του arthouse να φτύνει την τσίχλα της στα μαλλιά της κοπέλας του Μπρούκλιν Μπέκαμ. Όμως όσο διασκεδαστική κι αν είναι η κλιμάκωση της εμμονής της Γκρέτα, ο σκηνοθέτης δεν αγκαλιάζει ολοκληρωτικά την έμφυτη trash-ίλα του υλικού του, που περιλαμβάνει το κόψιμο δαχτύλου με το αστεράκι που δίνουμε σχήμα στα κουλουράκια και ένα κοντινό ένεσης στο κομμένο δάχτυλο, παραδίδοντας τελικά ένα καλογυαλισμένο 90s θρίλερ που έχει καλυμμένες τις Β-καταβολές του (κάτι παρόμοιο έκανε και η Σαμ Τέιλορ-Γουντ στις Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι.)
Θα το επιτρέψουμε, γιατί η φόρμουλα είναι αλάνθαστη.