Μετά τις φεστιβαλικές του προβολές σε Βενετία (τμήμα Orizzonti) και Θεσσαλονίκη (Διεθνές Διαγωνιστικό), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Ζώη ήρθε στις ελληνικές αίθουσες, για να μάς συστήσει κατ’ αρχήν το ιδιαίτερο βλέμμα του πολυβραβευμένου μικρομηκά, μέσα από μια τολμηρή ματιά στο σημείο όπου βία και θέαμα συναντιούνται, για να γεννήσουν την αδιαφορία μιας κοινωνίας παραδομένης στην αυτοματοποιημένη αποστασιοποίηση. Εκτός όμως από μια μοντέρνα οπτική στο μύθο του Ορέστη, γυρισμένη σχεδόν χωρίς σενάριο, με το στοιχείο της έκπληξης και της αβεβαιότητας να λειτουργεί ως κεντρικό ερέθισμα για τους ηθοποιούς, η ταινία του Ζώη μάς παρουσιάζει και μια σειρά από νέα ερμηνευτικά ταλέντα, που θα μας απασχολήσουν αρκετά στα χρόνια που έρχονται. Ιδού λοιπόν, τα νέα ταλέντα του αύριο.
Ο Γιώργος Ζώης, πολυνίκης μικρομηκάς, που κάνει με το Interruption το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, γύρισε την ταινία σχεδόν χωρίς σενάριο: «Στις πρόβες κανείς ηθοποιός δεν γνώριζε το σενάριο παρά μόνο ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, που παίζει τον αρχηγό των εισβολέων. Κάθε μέρα έθετε τη νέα συνθήκη του σεναρίου, και όλοι οι ηθοποιοί αντιδρούσαν αυθόρμητα και παρορμητικά σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους. Στο τέλος τον προβών γράφτηκε ένα νέο σενάριο, γεμάτο με τις αντιδράσεις και τους διαλόγους των ηθοποιών από τις πρόβες, αυτό μοιράστηκε στους ηθοποιούς μια μέρα πριν τα γυρίσματα, και ξεκινήσαμε αμέσως».
«Αυτή η αίσθηση της αβεβαιότητας και του φόβου έκθεσης για το τι θα ακολουθήσει έδωσε σε όλους μας να βιώσουμε πραγματικά τι θα ένιωθαν αυτοί οι ρόλοι αν αυτό γινόταν στην πραγματικότητα. Κατά μια έννοια μας απελευθέρωσε από τις ίδιες μας τις προσχηματισμένες αντιλήψεις, ειδικά στο γύρισμα της τρίτη πράξης της ταινίας, όπου δεν υπήρχε στο shooting draft. Εκτός από τον κύριο πρωταγωνιστή, κανείς δεν ήξερε τι θα συμβεί, κι οι αντιδράσεις των ηθοποιών ήταν τόσο αναπάντεχες που κανένα σενάριο δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Για μένα ήταν μια μαγική και απελευθερωτική εμπειρία.»
Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, απόφοιτος της Κρατικής Σχολής Ορχηστρικής Τέχνης, πήρε αυτή τη φορά το ρόλο του μαέστρου των υπόλοιπων ηθοποιών, μιας κι ήταν ο μόνος που ήξερε την εξέλιξη του πράγματος: «Ο Γιώργος ήθελε να συλλέξει τις πρώτες και ανυποψίαστες αντιδράσεις των ηθοποιών. Λόγω της φύσης του ρόλου, ήμουν ο μόνος ηθοποιός που γνώριζα από την αρχή το σενάριο. Πολύ πριν τα γυρίσματα. Το δουλεύαμε και το συζητούσαμε καθ’ όλη την διάρκεια των προβών, δουλέψαμε πάρα πολύ αυτοσχεδιαστικά στις πρόβες, όλοι οι ηθοποιοί, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε καταστάσεις όσο πιο κοντά γίνεται στην πραγματικότητα. Αργότερα επεξεργαζόμασταν αυτό το πρωτογενές υλικό και δουλεύαμε πάνω στους αυτοσχεδιασμούς ξανά και ξανά, μέχρι να φτιάξουμε ένα υλικό που να εξυπηρετεί την αμφισημία του έργου. Κράτησε το ενδιαφέρον των ηθοποιών αμείωτο, και προέκυψαν πράγματα στις πρόβες που διαφορετικά μπορεί και να μην τα είχαμε τολμήσει. Ήταν η πιο ενδιαφέρουσα και δημιουργική διαδικασία που έχω βιώσει ως τώρα».
Η Δάφνη Πατακιά, απόφοιτη του Εθνικού με θεατρικό ντεμπούτο στον Φάουστ του Μιχαήλ Μαρμαρινού, έκανε με το Interruption την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, η οποία την έστειλε κατευθείαν στο Shooting Stars της Berlinale, ως ένα απ’ τα 11 πιο ενδιαφέροντα ερμηνευτικά ταλέντα της Ευρώπης: «Το Interruption για μένα είναι μια ταινία που δεν μπορείς εύκολα να κατατάξεις. Είναι μια ταινία-τριπάκι, αν αφεθείς στην ατμόσφαιρά της σε ταρακουνάει, δεν σ’ αφήνει μέχρι το τέλος. Είναι μια ταινία-εμπειρία, που την βιώνεις βαθιά μέσα σου και σε ακολουθεί για πολύ καιρό μετά την προβολή, σε στοιχειώνει. Το ότι μεγάλο μέρος της ταινίας το ανακαλύπταμε την ώρα του γυρίσματος αυτοσχεδιάζοντας, μας ανάγκαζε να έχουμε ιδιαίτερα οξυμένες τις αισθήσεις μας».
Ο Αινείας Τσαμάτης, ηθοποιός ψημένος στα θεατρικά σανίδια απ’ το ’11, είναι στην ταινία ένα είδος αυστηρού βλέμματος του πεπρωμένου, το σχεδόν αμίλητο δεξί χέρι του ηγέτη της ομάδας, που δε διστάζει να αμφισβητήσει την εξουσία του όταν τον βλέπει να εξοκείλει απ’ το σχέδιο. «Το ότι δουλέψαμε χωρίς ο Γιώργος να μας έχει δώσει σενάριο ήταν σαν το βασανιστήριο της σταγόνας, αλλά παράλληλα ήταν δημιουργικό, δυνατό και αξέχαστο. Όμως αυτό που προέκυψε, είναι μια ταινία που ξεφεύγει από τα όρια της κινηματογραφικής οθόνης και ξαφνικά βρίσκεται δίπλα σου και γύρω σου. Η ζωή μας διακόπτεται καθημερινά από εισβολείς είτε λέγονται φίλος, είτε πολιτικός, συνάνθρωπος, ή σύντροφος. Άνθρωποι εισβάλλουν στη ζωή μας και μας μετατοπίζουν ―διακόπτουν την πορεία μας και μας αφήνουν σε έναν άλλο δρόμο από αυτόν που εμείς ορίσαμε. Στα γυρίσματα δεν ξέραμε το μετά, ξέραμε μόνο τι δουλεύαμε εκείνη τη στιγμή, όποια νέα πληροφορία έρχονταν έπρεπε να διαχειριστεί επιτόπου και με την έκπληξη του καινούριου και του απρόσμενου. Ακόμα και η νέα πληροφορία δηλαδή ήταν μια εισβολή σε αυτό που συνέβαινε, υποχρεώνοντάς μας να την ακολουθήσουμε χωρίς καμία σκέψη».