Είμαι αρκετά μεγάλος πια για να ξέρω ότι δεν πρέπει σώνει και καλά να ταυτίζεις την ποιότητα ενός έργου τέχνης με το ποιόν του καλλιτέχνη (όπως δεν πρέπει σώνει και καλά να ταυτίζεις την ποιότητα μιας σωλήνωσης με τον υδραυλικό που την εγκατέστησε), έλα μου όμως που μάλλον δε θα γίνω ποτέ αρκετά κυνικός ώστε να μπορώ να το τηρώ απαρέγκλιτα. Δεν το θέλω, λοιπόν, αλλά δε μπορώ παρά να αντιλαμβάνομαι την περίπτωση του Ρένου ως μια μικρή προδοσία – ποιός ξέρει, ίσως και το ότι τον αποκαλώ ακόμη με το μικρό του να λέει κάτι.
Το αν αυτή η προδοσία είναι κάτι που απλώς «περίμενε να συμβεί» γιατί ο Ρένος, όπως τον κατηγορούν ολοένα και περισσότεροι, ήταν ανέκαθεν αριβίστας, απλώς σε λανθάνουσα μορφή για πολύ καιρό, ή αν προκλήθηκε από κάτι που άλλαξε κατακλυσμιαία τον «άνθρωπο Ρένο» (ίσως γιατί σύμφωνα με ένα βολικό για μένα σενάριο τα λεφτά από τις σαχλοκούδουνες τηλεοπτικές δουλειές του έπαψαν να είναι αρκετά ώστε να ντιλάρει το γεγονός ότι έπρεπε να κάνει τη μία μετά την άλλη από δαύτες, ώστε να μπορεί να υλοποιεί τα κινηματογραφικά του σενάρια, που δυστυχώς ποτέ δεν έκοψαν τα εισιτήρια που τους άξιζαν – «πόσοι από τους κουλτουριάρηδες, που πιστεύουν ότι έχω ξεπουληθεί στο σύστημα, έχουν πληρώσει εισιτήριο για να δουν τις ταινίες μου;», μου είχε πει ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, πριν από 7-8 χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης, και μου είχε φανεί ένα σχετικά λογικό επιχείρημα) λίγη σημασία έχει. Στην τελική, δεν με αφορά. Όπως δε με αφορούν οι λόγοι που οδήγησαν τον Θωμά, τον παλιό μου συμμαθητή από το γυμνάσιο, να γίνει ματατζής – θυμάμαι ακόμη το πρωί, πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, που καθώς περνούσα έξω από τα κεντρικά τους στην Καισαριανή για να πάω στο πανεπιστήμιο, άκουσα κάποιον από όσους προφανώς βαριόντουσαν να κάθονται όρθιοι μπροστά μια κλούβα, να με φωνάζει στην αρχή με το όνομά μου και μετά με το επώνυμο μου κι εγώ επιτάχυνα ενστικτωδώς το βήμα μου γιατί «μέχρι να τους εξηγήσεις ότι στην τσάντα έχεις βιβλία, θα έχουν προλάβει να σου ρίξουν κανα δυο ψιλές». Μέχρι που κατάλαβα ποιος ήταν αυτός που με φώναζε και από το σοκ μου έπεσε η τυρόπιτα από το χέρι.
Το θυμήθηκα όλο αυτό πριν από δυο-τρεις εβδομάδες, ενώ είχα μόλις δει μία από τις αγαπημένες μου ελληνικές ταινίες, επιτέλους όπως ήλπιζα κάποια στιγμή να τη δω κάθε φορά που την έβλεπα μόνος μου στο σπίτι, τηρώντας ευλαβικά μία προσωπική θερινή ιεροτελεστία, και καθώς δεν σηκωνόμουν από τη θέση μου μιας και ήταν πολύ κοντά στο λευκό πανί, οπότε δεν είχε νόημα να βιαστώ, δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρω να βγω νωρίτερα από το κατάμεστο Σινέ Παρί ακόμη και αν σηκωνόμουν αμέσως (άσε που είχε μείνει λίγη ακόμη χλιαρή μπύρα στο ποτήρι και μου άρεσε η ψιλή κουβέντα με τον Άλκη Παναγιωτίδη που δε μπορούσε να πιστέψει ότι έγινε τέτοιος χαμός για μια ταινία που πριν από δεκαπέντε χρόνια «δεν την είχε δει άνθρωπος») αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν ο δημιουργός αυτής της ταινίας, που ύμνησε με παλαιάς κοπής ρομαντισμό την Αθήνα ή μάλλον ύμνησε με παλαιάς κοπής ρομαντισμό την ίδια την έννοια του ρομαντισμού μέσα στο φυσικό σκηνικό της Αθήνας (inception φάση), να έχει εξελιχθεί σε κάποιον που επαναπροσδιορίζει την έννοια της φαιδρότητας με δηλώσεις σαν κι αυτές που έκανε τις προάλλες εδώ στην Popaganda (σε μία κατά τ’ άλλα καταπληκτική συνέντευξη στον Ιωσήφ Πρωιμάκη).
Ευτυχώς εγκατέλειψα γρήγορα την προσπάθεια. Προτίμησα να Της σφίξω το χέρι, να Της πω να πάμε για ποτό στο αγαπημένο μας μπαρ, και όταν τελικά ανεβήκαμε στη βέσπα που είχα παρκάρει κακήν κακώς για να προλάβω την προβολή, σε ένα πεζόδρομο κάθετο στην Αδριανού, αποφάσισα ότι τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν έχει και τόση σημασία. Ούτως ή άλλως ο κόσμος βασίζεται στο χάος. Για να τον διασχίσεις, δε χρειάζεται να ψάχνεις πάντα για μία λογική σειρά. Χρειάζεσαι όμως ταινίες σαν τα Φτηνά Τσιγάρα. Τουλάχιστον εγώ. Τουλάχιστον τα καλοκαίρια.