Η συνύπαρξη στην πολυπολιτισμικότητα δεν είναι κάτι το φυσικό. Η αναγνώριση του δικαιώματος στο άλλο, στο διαφορετικό, δεν είναι κάτι με το οποίο γεννιόμαστε. Η πολυπολιτισμικότητα είναι κάτι που ανεχόμαστε πρώτα, μέχρι να μάθουμε να το αποδεχόμαστε, ελπίζοντας κάποια στιγμή ως κοινωνίες να το κάνουμε κομμάτι μας. Ως πού όμως αυτή η διαδικασία είναι μια υποκρισία που επιβάλλει ο κοινωνικός ευπρεπισμός και η πολιτική ορθότητα, κι ως που είναι μια εσωτερική μάχη του προσωπικού μας φόβου με τον καθολικό μας ουμανισμό;
Το Μανιφέστο 2083 του Christian Lollike, με τον Δημήτρη Αλεξανδρή στον τριπλό ρόλο του συγγραφέα του θεατρικού, του ηθοποιού που το ζωντανεύει, και του πραγματικού ανθρώπου που το ενέπνευσε, μπορεί να μην βρίσκει να σου απαντήσει ακριβώς πού είναι τα όρια μεταξύ της ειλικρινούς αλληλοαποδοχής, και της καθώς πρέπει ανωτερότητας της επίπλαστης ανοχής. Σού προσφέρει όμως, μέσα από την ιστορία του Anders Behring Breivik, του μακελάρη της Νορβηγίας, μερικά μικρά-μικρά φινιστρίνια, να δεις πώς μπορεί το διαβόητο φίδι της μισαλλοδοξίας να κρύψει τα αυγά του στον απρόβλεπτο ψυχισμό του Δυτικού υπό την πίεση της απειλής. Είτε πραγματικής, είτε φαντασιακής.
Γραμμένο μερικούς μήνες μονάχα μετά το ανατριχιαστικό περιστατικό που ξετυλίχθηκε τον Ιούλη του 2011 στο Όσλο της Νορβηγίας, με πρωταγωνιστή έναν ως τότε υπεράνω υποψίας λευκό μεσοαστό, που πυροδότησε βόμβα μπροστά στο γραφείο του πρωθυπουργού της χώρας, τραυματίζοντας πάνω από 200 άτομα και σκοτώνοντας 8, πριν σκορπίσει το θάνατο σε μια κατασκήνωση νέων, αφήνοντας πίσω του 69 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες, το βραβευμένο θεατρικό του πολυνίκη Δανού συγγραφέα δεν είναι εύκολο έργο να καταπιείς. Κι αυτό όχι γιατί την ψυχοσύνθεση του Breivik είναι δύσκολο να την ανεχτείς. Αλλά γιατί στις 1,500 σελίδες του μανιφέστου που τιτλοφόρησε «2083: Μια Ευρωπαϊκή Διακήρυξη Ανεξαρτησίας», μπορεί να βρεις κομμάτια με τα οποία ακόμα και να ταυτιστείς.
Είναι εύκολο να περιθωριοποιήσει κανείς περσόνες σαν του Breivik, κι η ερμηνεία του Δημήτρη Αλεξανδρή, εύλογα προ-στρατευμένη ενάντιον του χαρακτήρα του, σου δίνει την αίσθηση (κι αυτό είναι μάλλον το μόνο σοβαρό αρνητικό που μπορείς να καταλογίσεις στην παράσταση) ότι ακόμη κι ο ηθοποιός τον έχει απορρίψει: ακοινώνητος παρίας, πειραγμένος απ’ τα αναβολικά που θεωρούν φυσιολογικά επακόλουθα οι μονόδρομοι εγκέφαλοι που περνάνε τις μέρες τους στα γυμναστήρια, και τις νύχτες τους στις shoot-em-up κονσόλες, το αδρό περίγραμμα της ψυχογραφίας του Breivik μοιάζει τυπικό των ανθρώπων που περιμένεις να επιδείξουν τέτοιου επιπέδου αντικοινωνικές συμπεριφορές. Όμως ο Breivik, συνομωσιολάγνος ναι (έβλεπε τον Βομβαρδισμό της Βοσνίας ως το πρώτο βήμα μιας επερχόμενης Ισλαμοποίησης της Ευρώπης), φαντασιόπληκτος ναρκισιστής σαφώς (θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή των ευλογημένων Σταυροφόρων), παθολογικά εμμονικός και πολιτικά ακραίος βέβαια (αντιμετώπιζε με βυτριολικό μένος το Ισλάμ ως φιλοπόλεμο κι ασυμφιλίωτο με τον Χριστιανισμό), δεν ήταν ωστόσο κάποιος παρανοϊκός ψυχασθενής. Δεν ήταν ένας πειραγμένος συνομωσιολάγνος με ασυγκράτητες παραληρηματικές εκρήξεις μίσους και βίαιης συμπεριφοράς, όπως θα μας βόλευε να τον ταμπελάρουμε για να τον βγάλουμε απ’ το μυαλό μας – η τελική ψυχιατρική του αξιολόγηση, άλλωστε, τον απάλλαξε απ’ τα ψυχωτικά ελαφρυντικά.
Αυτό που είναι το πιο δύσκολο να καταπιεί κανείς, κι αυτό αν μη τι άλλο καταφέρνει να το ενσωματώσει ο Αλεξανδρής, είναι το πώς ο Breivik ήταν πολύ περισσότερο ένας από εμάς. Ένα κομμάτι της αναπτυγμένης δυτικής μας κοινωνίας, του δυτικού μας πολιτισμού, πολύ περισσότερο δικό μας όχι μονάχα απ’ όσο θα θέλαμε να παραδεχτούμε, αλλά πολύ περισσότερο δικό μας κι απ’ όσο είναι, ή πιθανότατα θα γίνουν ποτέ, τα μέλη των κοινωνιών που προσπαθούμε τόσα χρόνια να αποδεχτούμε. Σάρκα απ’ τη σάρκα μας -απ’ το πιο σάπιο κομμάτι της ενδεχομένως, αλλά και πάλι δικό μας-, απόλυτα αφοσιωμένος και πολιτικά συγκροτημένος, ο Breivik ήταν ο μόνος ενορχηστρωτής και υπαίτιος της θηριωδίας που διέπραξε, που έχει χαρακτηριστεί ως η πιο πολύνεκρη της χώρας του απ’ τον Β’ Παγκόσμιο κι εδώθε. Όμως ο τρόπος σκέψης του, οι απόψεις κι οι πολιτικές αφετηρίες που τον έφτασαν ως εκεί, κάθε άλλο παρά ιδιωτικά είναι.
Μεγάλα κομμάτια του μανιφέστου του Breivik, αν δεν είναι απευθείας αντιγραμμένα, παραπέμπουν ευθέως σε ιδεολογικά προγράμματα και περιγράμματα σημαντικών κομμάτων του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Αυτό βέβαια δεν χρειαζόσουν την έρευνα του Lollike για να το υποψιαστείς, το θεατρικό του όμως δεν σου αφήνει άλλη επιλογή απ’ το να το παραδεχτείς. Κι ίσως έτσι κάπως να αντιληφθείς αν όχι τα κίνητρα, τότε τουλάχιστον τη ρίζα της απάνθρωπής του διαδρομής. Κι η καθαρή, μινιμαλιστική σκηνοθεσία της Μαριλλής Μαστραντώνη βοηθά να αναδειχθεί ακριβώς αυτό: το πώς η προσεκτική, μεθοδική γραφή του Lollike προσεγγίζει όχι μονάχα την προσωπικότητα του Breivik, ή τον τρόμο που θα σου προξενήσει αυτό το αίσθημα οικείου που μπορεί να σου προκαλέσει. Αλλά το πώς μια τέτοια προσωπικότητα μπορεί να γίνει το απευκταίο επόμενο βήμα μιας ήδη υπάρχουσας διχαστικής και πολωτικής διαλεκτικής. Κι ύστερα βέβαια, το ρόλο που μπορεί να παίξει στην κοινωνία μια τέτοια προσωπικότητα, απ’ το μηντιακό τσίρκο που θα στηθεί τριγύρω της, μέχρι το πώς μια τέτοια πράξη μπορεί, με την ίδια ευκολία που εγείρει επικριτές, να πυροδοτήσει και μιμητές. Γιατί πέρα από ένας δίκαια καταδικασμένος φονιάς, ο Breivik είναι και μια προειδοποιητική πινακίδα, μια σκοτεινή εικόνα του ανατριχιαστικού βάθους του ερέβους, που κρύβει μέσα του ο ψυχισμός ολόκληρης της Δυτικής κοινωνίας.
Το Manifesto 2083 του Christian Lollike σε απόδοση και σκηνοθεσία της Μαριλλής Μαστραντώνη, και με τον Δημήτρη Αλεξανδρή στην ερμηνεία, θα παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μιση μέχρι τέλη Μαρτίου, στο θέατρο Σημείο (Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα, όπισθεν Παντείου, 210 9229579)