– Henry Miller –
Ο Τροπικός του Καρκίνου
Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος
ΕΞΙ
«Η ζωή» είπε ο Έμερσον «συνίσταται στο τι σκέφτεται ένας άνθρωπος όλη του τη μέρα». Αν είναι έτσι, τότε η δική μου η ζωή δεν είναι παρά ένα μεγάλο έντερο. Το φαΐ, μονάχα το φαΐ, και τίποτα εξόν από το φαΐ, να τι σκέφτομαι εγώ όλη μου τη μέρα, αλλά και αυτό, μονάχα αυτό, ονειρεύομαι όλη μου τη νύχτα.
Αλλά δεν παραπονιέμαι, δεν λέω ότι θα ’θελα να γυρίσω στην Αμερική, να με ζέψουνε ξανά εκεί, τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι να μου βάλουνε ξανά, στο μαγκανοπήγαδο και πάλι. Μπα, όχι, προτιμώ να είμαι φτωχός στην Ευρώπη. Ένας Θεός ξέρει πόσο φτωχός είμαι – αλλά το παν είναι να είσαι άνθρωπος. Την περασμένη εβδομάδα, είχα πιστέψει ότι κόντευα να λύσω το πρόβλημα της επιβίωσης, είχα πιστέψει ότι είμαι καθ’ οδόν προς το να μπορώ μονάχος να συντηρήσω το σαρκίο μου. Πέτυχα έναν άντρα στο δρόμο, άλλον έναν Ρώσο, ονόματι Σέργιο. Μένει στη Σουρέν, όπου υπάρχει μια μικρή αποικία εμιγκρέδων και άφραγκων καλλιτεχνών. Πριν από την επανάσταση ο Σέργιος ήταν λοχαγός στην Τσαρική Φρουρά – είναι δυο μέτρα άντρας δίχως να φοράει τα πατούμενά του και πίνει βότκα σαν νεροφίδα. Ο πατέρας του ήταν ναύαρχος, ή κάτι τέτοιο, στο θωρηκτό «Ποτέμκιν».
Τον Σέργιο τον γνώρισα κάτω από μάλλον αλλόκοτες περιστάσεις. Είχα βγει στη γύρα μπας και βρω κάτι να φάω και βρέθηκα τις προάλλες ένα μεσημέρι στα πέριξ των Folies-Bergère – στην πίσω είσοδο, μ’ άλλα λόγια στο στενό σοκάκι με τη σιδερένια πύλη του στη μία άκρη. Χασομερούσα εκειδά, στην παράξενη εκείνη είσοδο, ελπίζοντας αόριστα για ένα τυχαίο συναπάντημα με κάποια απ’ τις πεταλουδίτσες, όταν σταματάει ένα ανοιχτό καμιόνι στο πεζοδρόμιο. Σαν με βλέπει να στέκομαι εκεί με τα χέρια στις τσέπες, ο οδηγός, που δεν ήταν άλλος απ’ τον Σέργιο, με ρωτάει αν μπορώ να του δώσω ένα χεράκι να ξεφορτώσουμε κάτι σιδερένια βαρέλια. Σαν μαθαίνει ότι είμαι Αμερικανός και μάλιστα απένταρος σχεδόν βάζει τα κλάματα από χαρά. Είχε φάει τον τόπο να βρει έναν δάσκαλο αγγλικών, καταπώς φαίνεται. Τον βοηθώ στο κουβάλημα των βαρελιών με το εντομοκτόνο και ρίχνω χορταστικές ματιές στις πεταλουδίτσες που πεταρίζουν στα παρασκήνια. Το περιστατικό αρχίζει να λαμβάνει περίεργες διαστάσεις μέσα μου – η άδεια αίθουσα, οι κουκλίτσες που αναπηδούν στα παρασκήνια, τα βαρέλια με το βακτηριοκτόνο, το θωρηκτό «Ποτέμκιν» και, πάνω απ’ όλα, η ευγένεια του Σέργιου. Είναι πελώριος και τρυφερός, άντρας με τα όλα του, αλλά με καρδιά γυναίκας.
Στο καφενείο εκεί κοντά –στο Café des Artistes– ο Σέργιος μου προτείνει ευθύς να με προσλάβει – λέει ότι θα βάλει ένα στρώμα στο διάδρομο. Για τα μαθήματα λέει ότι θα μου δίνει ένα γεύμα την ημέρα, ένα πλούσιο ρωσικό γεύμα, ή, αν για κάποιο λόγο δεν θα μπορεί να μου προσφέρει το γεύμα, θα μου δίνει πέντε φράγκα. Θαυμάσιο μου ακούγεται – θαυμάσιο. Το μόνο ερώτημα που τίθεται: πώς θα πηγαίνω από τη Σουρέν ίσαμε την Αμέρικαν Εξπρές κάθε μέρα;
Ο Σέργιος επιμένει ν’ αρχίσουμε αμέσως – μου δίνει το ναύλο για τη μετακίνησή μου στη Σουρέν το βραδάκι. Φτάνω λίγο πριν από το δείπνο, με το γυλιό μου, για να κάνω το πρώτο μάθημα στον Σέργιο. Είναι κι άλλοι καλεσμένοι εκεί – φαίνεται ότι πάντα τρώνε πολλοί μαζί, φέρνει ο καθένας τα δικά του και γίνεται παιχνίδι.
Είμαστε οχτώ στο τραπέζι – και τρία σκυλιά. Τα σκυλιά τρώνε πρώτα. Τρώνε χυλό από βρόμη. Μετά αρχίζουμε εμείς. Τρώμε κι εμείς χυλό από βρόμη – σαν προδόρπιο. «Chez nous» λέει ο Σέργιος μ’ ένα παιχνίδισμα στο μάτι «c’est pour les chiens, les Quaker Oats. Ici pour le gentleman. ça va». Μετά το χυλό ακολουθούν μανιταρόσουπα και λαχανικά· μετά, ομελέτα με μπέικον, φρούτα, κόκκινο κρασί, βότκα, καφές, τσιγάρα. Διόλου άσχημο, αυτό το ρωσικό γεύμα. Οι πάντες μιλάνε με το στόμα γεμάτο. Προς το τέλος του συμποσίου, η γυναίκα του Σέργιου, μια τεμπέλα αρμένισσα τσούλα, πάει και την αράζει στο ντιβάνι κι αρχίζει να μασουλάει ζαχαρωτά. Τα ψαρεύει από ένα κουτί με τα χοντρά της δάχτυλα, τσιμπολογάει στην άκρη να δει αν έχουν καθόλου χυμό, και μετά τα πετάει στο πάτωμα για τα σκυλιά.
Μόλις τελειώνει το φαγοπότι, οι καλεσμένοι τσακίζονται να φύγουν. Την κοπανάνε με απίστευτη βιάση, θαρρείς και θα πλακώσει πανούκλα στο μέρος. Ο Σέργιος κι εγώ μένουμε εκεί με τα σκυλιά – η γυναίκα του έχει αποκοιμηθεί στο ντιβάνι. Ο Σέργιος πάει πέρα δώθε αμέριμνος, σκαλίζει τα αποφάγια για να τα ρίξει στα σκυλιά. «Αρέσει σε σκυλιά πολύ» λέει. «Πολύ καλό φαγητό για σκυλιά. Μικρό σκυλί σκουλήκια έχει… πολύ μικρός ακόμη». Σκύβει και εξετάζει μερικά από τα λευκά σκουλήκια που σέρνονται στο πάτωμα ανάμεσα στα πόδια του σκυλιού. Πασχίζει να μου εξηγήσει τα περί σκουληκιών στα αγγλικά, αλλά το λεξιλόγιό του δεν είναι διόλου επαρκές. Εντέλει πιάνει το λεξικό. «Α» κάνει και με κοιτάζει περιχαρής «ταινία!». Η αντίδρασή μου ίσως δεν είναι αυτή που προσδοκά, δεν δείχνει να τον ικανοποιεί. Ο Σέργιος σαστίζει κομμάτι. Πέφτει στα τέσσερα για να εξετάσει τα σκουλήκια καλύτερα. Πιάνει ένα και το απλώνει στο τραπέζι πλάι στα φρούτα. «Κοίτα, πολύ δεν είναι μεγάλο» γρυλίζει. «Επόμενο μάθημα εσύ μου μάθεις για σκυλιά, ναι; Είσαι δάσκαλο καλό. Πρόοδο μαζί σου κάνω…»
Όπως είμαι ξαπλωμένος στο στρώμα, εκεί στο διάδρομο, η μυρωδιά από το βακτηριοκτόνο με πνίγει. Μια δριμεία, καυστική μπόχα που θαρρείς εισδύει σε κάθε πόρο του σώματός μου. Το φαγητό αρχίζει να ανασαλεύει μέσα μου – ο χυλός, τα μανιτάρια, το μπέικον, τα τηγανισμένα μήλα. Βλέπω το μικρό σκουλήκι πλάι στο μήλο και όλα τα άλλα είδη σκουληκιών που περισυνέλεξε και ανέβασε πάνω στο τραπεζομάντιλο ο Σέργιος για να μου εξηγήσει από τι πάσχει το σκυλί. Βλέπω το άδειο κοίλωμα των Folies-Bergère και σε κάθε ρωγμή υπάρχουν κατσαρίδες και ψείρες και κοριοί – βλέπω ανθρώπους να ξύνονται σαν τρελοί, να ξύνονται και να ξύνονται έως αιμορραγίας. Βλέπω τα σκουλήκια να έρπουν στο σκηνικό σαν στρατιά από κόκκινα μυρμήγκια, να καταβροχθίζουν ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει. Βλέπω τις χορεύτριες να πετάνε στην άκρη τα αραχνοΰφαντα φορέματά τους και να τρέχουν γυμνές στους διαδρόμους· βλέπω τους θεατές να βγάζουν κι αυτοί τα ρούχα τους και να ξύνουν ο ένας τον άλλο σαν φρενιασμένες μαϊμούδες.
Πασχίζω να ηρεμήσω. Εξάλλου, βρήκα μια στέγη και θα με περιμένει ένα γερό γεύμα κάθε μέρα. Και ο Σέργιος είναι σπαθί, δεν χωράει αμφιβολία. Αλλά όχι, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είναι σαν να κοιμάσαι σ’ ένα νεκροτομείο. Το στρώμα είναι διαποτισμένο με αρωματικό υγρό. Είναι ένα νεκροτομείο για ψείρες, κοριούς, κατσαρίδες, σκουλήκια. Δεν το υποφέρω. Όχι, δεν μπορώ να το ανεχτώ! Δεν μπορώ! Άνθρωπος είμαι άλλωστε, δεν είμαι ζωύφιο.
Το πρωί περιμένω τον Σέργιο να φορτώσει το καμιόνι. Του λέω να με πάρει κι εμένα στο Παρίσι. Δεν μου κάνει καρδιά να του πω ότι τον παρατάω. Αφήνω εκεί το γυλιό μου με τα λίγα πράγματα που μου έχουν απομείνει. Όταν φτάνουμε στην πλατεία Περέρ πηδάω έξω. Δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο λόγο να αποβιβαστώ εδώ. Δεν έχω κανέναν ιδιαίτερο λόγο και για τίποτε. Είμαι ελεύθερος – αυτό είναι το πρώτο και κύριο…
Ανέμελος κι αμέριμνος σαν το πουλί τριγυρνώ ανάλαφρα από τη μια συνοικία στην άλλη. Είναι λες και μ’ αμόλησαν από μια φυλακή. Κοιτάζω τον κόσμο με ανανεωμένο βλέμμα. Τα πάντα με ενδιαφέρουνε βαθιά. Ακόμα και τα πιο ασήμαντα. Στην οδό Φομπούρ Πουασονιέρ κοντοστέκομαι στην προθήκη ενός ινστιτούτου σωματικής αγωγής. Υπάρχουν φωτογραφίες που δείχνουν ανθρώπους «προ και μετά». Μερικοί είναι γυμνοί, φοράνε μονάχα ματογυάλια ή έχουν απλώς τα γένια τους. Γάλλοι, βατραχοφαγάδες, όλοι τους. Δεν μπορώ να καταλάβω τι βρίσκουν και ξετρελαίνονται αυτοί οι τύποι με τα δίζυγα και τους αλτήρες. Ένας Γάλλος θα πρέπει να ’χει κοιλίτσα, διάολε, σαν τον βαρόνο Ντε Σαρλί. Βεβαίως να φοράει ματογυάλια, βεβαίως να έχει γένια, αλλά δεν θα έπρεπε ποτέ να φωτογραφίζεται γυμνός. Θα έπρεπε να φοράει λουστραρισμένες δερμάτινες μπότες και από την μπροστά τσέπη του σακακιού του να ξεπροβάλλει ένα λευκό μαντίλι γύρω στα τρία τέταρτα της ίντσας από την άκρη. Εάν είναι δυνατόν, να έχει μια κόκκινη κορδέλα στο πέτο του, στην κομβιοδόχη. Θα πρέπει να φοράει πιτζάμες όταν πηγαίνει για ύπνο.
Πλησιάζοντας την πλατεία Κλισί ενώ βραδιάζει, περνάω μπροστά από τη μικρή πόρνη με το ξύλινο πόδι που στέκεται έξω από το Γκομόν Παλάς μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Δεν μοιάζει ούτε ώρα μεγαλύτερη από δεκαοχτώ χρόνων. Έχει τους τακτικούς πελάτες της, θαρρώ. Μετά τα μεσάνυχτα, κάνει πιάτσα εκεί, με το μαύρο φόρεμά της, λες και είναι ριζωμένη επιτόπου. Πίσω της είναι η μικρή αλέα που φεγγίζει σαν την κόλαση. Καθώς την προσπερνάω τώρα μ’ ελαφριά καρδιά, μου φέρνει στο μυαλό χήνα δεμένη σε παλούκι, χήνα με χαλασμένο συκώτι, έτσι ώστε ο κόσμος να μπορεί να έχει το pâté de foie gras. Θα πρέπει να είναι πολύ αλλόκοτο να βρίσκεσαι στο κρεβάτι μ’ εκείνο το ξύλινο ποδάρι. Φαντάζεσαι αίφνης ένα σωρό πράγματα – σκλήθρες, και τα τοιαύτα. Τέλος πάντων, περί ορέξεως ουδείς λόγος!
Κατηφορίζω την οδό Νταμ, πέφτω πάνω στον Πέκοβερ, άλλον έναν φτωχοδιάβολο που δουλεύει στην εφημερίδα. Παραπονιέται ότι κοιμάται μονάχα τρεις, το πολύ τέσσερις ώρες κάθε βράδυ – αναγκάζεται να ξυπνάει από τις οχτώ το πρωί για να πάει για δουλειά σ’ ένα οδοντιατρείο. Δεν το κάνει για παραπανίσια φράγκα, έτσι λέει – το κάνει για να εξασφαλίσει μια μασέλα. «Είναι δύσκολο πάντως να διορθώνεις δοκίμια όταν νυστάζεις σαν τρελός» λέει. «Η γυναίκα μου, άκου, θαρρεί ότι μου είναι παιχνιδάκι. Να μείνεις εκεί που είσαι, μου λέει, τι θ’ απογίνουμε αν χάσεις τη δουλειά;» Αλλά ο Πέκοβερ δεν δίνει δυάρα για τη δουλειά – άσε που δεν του επιτρέπουν καν να ξοδεύει τα χρήματά του. Αναγκάζεται να μαζεύει τα αποτσίγαρα, να τα φυλάει και να τα χρησιμοποιεί για καπνό στην πίπα του. Το σακάκι του είναι σε άθλιο χάλι, κρατιέται με καρφίτσες και παραμάνες. Έχει κακοσμία και ιδρώνουν συνέχεια οι παλάμες του. Και κοιμάται τρεις ώρες όλες κι όλες κάθε νύχτα. «Δεν μου φέρονται ανθρώπινα» λέει. «Κι αυτό το αφεντικό μου με περνάει γενεές δεκατέσσερις αν μου ξεφύγει καμιά άνω τελεία». Καθώς μιλάει για τη γυναίκα του, προσθέτει: «Κι αυτή η γυναίκα μου, σκέτη αχαριστία είναι, σκέτη αχαριστία, γαμώτο!».
Καθώς αποχωριζόμαστε καταφέρνω να του αποσπάσω ενάμιση φράγκο, ωραίο και ζεστό. Προσπαθώ να του απομυζήσω κι άλλο μισό αλλά, όχι, είναι αδύνατον. Τέλος πάντων, έχω τώρα αρκετό παραδάκι για έναν καφέ και κρουασάν. Κοντά στο Σταθμό Σεν Λαζάρ υπάρχει ένα μπαρ με χαμηλές τιμές.
Το ’θελε η τύχη και βρήκα στην τουαλέτα ένα εισιτήριο για κάποια συναυλία. Σαν φτερό ανάλαφρος πηγαίνω τώρα στη Salle Gaveau. Ο ταξιθέτης δείχνει αποκαρδιωμένος γιατί παραμελώ να του δώσω το απαιτούμενο μικρό του φιλοδώρημα. Κάθε φορά που περνάει πλάι μου με κοιτάζει επισταμένως, λες και το βλέμμα του θα με κάνει ξαφνικά να θυμηθώ το φιλοδώρημά του.
Πάει καιρός τώρα που δεν έχω βρεθεί σιμά σε τόσο καλοντυμένους ανθρώπους, και με πιάνει κάτι σαν πανικός. Ακόμη μυρίζω τη φορμαλδεΰδη. Ίσως να κάνει και εδώ διανομές μικροβιοκτόνου ο Σέργιος. Αλλά κανένας δεν ξύνεται, δόξα τω Θεώ. Μια απαλή μυρωδιά από άρωμα… πολύ απαλή. Ακόμα και πριν αρχίσει η μουσική, βαρεμάρα έχει απλωθεί στα πρόσωπα των ανθρώπων. Μια ευγενική μορφή αυτοβασανισμού, να τι είναι η συναυλία. Για μια στιγμή, όταν ο μαέστρος χτυπάει ρυθμικά τη μικρή μπαγκέτα του, σημειώνεται ένας έντονος σπασμός απόλυτης συγκέντρωσης, αλλά αμέσως μετά όλοι βυθίζονται στη χαύνωση, μια ήρεμη ανάπαυση που την υποβάλλει το αδιάκοπο και σταθερό, σαν ψιχάλισμα, μουρμουρητό της ορχήστρας. Εγώ, απεναντίας, είμαι σε απίστευτη εγρήγορση – είναι θαρρείς και βρίσκονται χιλιάδες κάτοπτρα μες στο κρανίο μου. Τα νεύρα μου είναι τεντωμένα, παλλόμενα! Οι νότες είναι σαν γυάλινα μπαλάκια που χορεύουν πάνω σε χιλιάδες σιντριβάνια. Ποτέ δεν έχω ξαναβρεθεί σε τέτοια συναυλία με άδειο στομάχι. Τίποτε δεν μου ξεφεύγει, ακόμα και καρφίτσα να πέσει θα την ακούσω. Είναι λες και δεν φοράω τίποτε και κάθε πόρος του σώματός μου να είναι ένα παράθυρο, και όλα τα παράθυρα να είναι ανοιχτά και φως να κατακλύζει τα σωθικά μου. Νιώθω το φως να φωλιάζει κάτω από το θόλο των πλευρών μου και τα πλευρά μου να κρέμονται εκειδά πάνω από ένα κοίλο κλίτος που πάλλεται από τις αντηχήσεις. Πόσο διαρκεί αυτό, ιδέα δεν έχω – κάθε αίσθηση του χρόνου και του χώρου την έχω χάσει πια. Ύστερα από ένα διάστημα που μοιάζει με αιωνιότητα ακολουθεί ένα διάλειμμα όπου έχω ένα είδος αφύπνισης της συνείδησης που ζυγιάζεται με μια τέτοια γαλήνη ώστε νιώθω σαν να βρίσκεται μια πελώρια λίμνη μέσα μου, μια λίμνη με ιριδίζουσα λάμψη, μια λίμνη δροσερή σαν πήκτωμα – και πάνω από τούτη τη λίμνη, πετώντας σαν να διαγράφουν μεγάλες σπείρες, φανερώνονται σμήνη διαβατάρικων πουλιών με μεγάλα λεπτά πόδια και πλουμιστό φτέρωμα. Σμήνος το σμήνος αναδύονται από τη δροσερή, ασάλευτη επιφάνεια της λίμνης και, περνώντας κάτω από τις κλείδες μου, χάνονται στην ατέρμονη λευκή θάλασσα του διαστήματος. Και μετά, αργά, πολύ αργά, λες και μια γηραιά κυρία με άσπρο καπέλο να περιτρέχει το σώμα μου, ναι, αργά αργά τα παράθυρα κλείνουν και τα όργανά μου επιστρέφουν στις θέσεις τους. Ξάφνου τα φώτα ανάβουν και ο άντρας στο λευκό θεωρείο, αυτός που τον είχα πάρει για τούρκο αξιωματούχο, αποδεικνύεται ότι είναι μια γυναίκα με μια γλάστρα στο κεφάλι.
Διάλειμμα τώρα και όλοι εκείνοι που θέλουν να βήξουν, βήχουν με την καρδιά τους. Ακούγονται πόδια που σέρνονται και καθίσματα που κλείνουν ηχηρά, και ο σταθερός θρυμματισμένος θόρυβος ανθρώπων που κινούνται άσκοπα, ανθρώπων που ξεφυλλίζουν νευρικά το πρόγραμμα και καμώνονται ότι το διαβάζουν και μετά το παρατάνε όπου να ’ναι και ψαχουλεύουν κάτω από τα καθίσματά τους και είναι ευγνώμονες ακόμα και για το παραμικρότερο περιστατικό που θα μπορέσει να τους εμποδίσει ν’ αναρωτηθούν τι σκέφτονται επειδή αν ήξεραν ότι δεν σκέφτονται τίποτε θα τρελαινόντουσαν. Μες στην τραχιά λάμψη από τα φώτα κοιτάζονται με βλέμματα ηλίθια και διακρίνεις μιαν αλλόκοτη ένταση στις αγριωπές ματιές τους. Όταν ο μαέστρος χτυπάει και πάλι την μπαγκέτα του, αυτοί πέφτουν ξανά σε κατάσταση καταληψίας – ξύνονται ασυναίσθητα ή θυμούνται αίφνης μια βιτρίνα όπου είδαν μιαν εσάρπα ή ένα καπέλο· θυμούνται κάθε λεπτομέρεια εκείνης της βιτρίνας με εκπληκτική διαύγεια, αλλά πού ακριβώς ήταν, όχι, αυτό δεν είναι σε θέση να το θυμηθούν – και αυτό ακριβώς τους απασχολεί, ξύπνιους ολότελα τους κρατάει, ανήσυχους διαρκώς, κι ακούνε τώρα με διπλασιασμένη προσοχή επειδή είναι σύγκορμοι ξυπνητοί, και όσο θαυμάσια κι αν είναι η μουσική αυτοί δεν χάνουν από το μυαλό τους εκείνη τη βιτρίνα κι εκείνη την εσάρπα που κρεμόταν εκεί, κι εκείνο το καπέλο.
Κι αυτή η πυρετώδης προσοχή απλώνεται ολόγυρα – ακόμα και η ορχήστρα μοιάζει γαλβανισμένη μέσα σε μια πρωτόγνωρη ζωτικότητα. Το δεύτερο κομμάτι ξεχύνεται και στροβιλίζεται σαν σβούρα παιδική – τόσο γρήγορα μάλιστα που, όταν έξαφνα σταματάει η μουσική και ανάβουν πάλι τα φώτα, μερικοί μένουν αποσβολωμένοι στα καθίσματά τους, σφηνωμένοι εκεί σαν καρότα, με σαγόνια που συσπώνται σπασμωδικά, κι αν αίφνης ούρλιαζες στ’ αυτί τους Μπραμς, Μπετόβεν, Μεντελέγιεφ, Ερζεγοβίνη, θ’ απαντούσαν δίχως καν να σκεφτούν – 4, 967, 289.
Όταν φτάνουμε στο έργο του Ντεμπισί, η ατμόσφαιρα είναι ολότελα δηλητηριασμένη. Πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πώς να νιώθεις άραγε, στη διάρκεια της συνουσίας, αν είσαι γυναίκα – αν είναι εντονότερη η ηδονή, και τέτοια πράγματα. Πασχίζω να φανταστώ κάτι να μπήγεται στη βουβωνική μου χώρα, αλλά απλώς έχω μιαν αμυδρή αίσθηση πόνου. Πασχίζω να συγκεντρωθώ στη μουσική, αλλά είναι πολύ ολισθηρή η μουσική, ξεφεύγει διαρκώς. Δεν σκέφτομαι τίποτα εξόν από ένα ανθοδοχείο που αρχίζει να στρέφεται αργά και να πέφτουν τα άνθη του στο κενό. Εντέλει εκεί μονάχα το φως στρέφεται, και αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να στρέφεται το φως. Ο άντρας δίπλα μου κοιμάται του καλού καιρού. Μοιάζει να είναι χρηματομεσίτης, με τη χοντρή του την κοιλιά και το κερωμένο του μουστάκι. Μ’ αρέσει έτσι που είναι. Πάνω απ’ όλα μ’ αρέσει η αρχοντική του μπάκα και όλα όσα χώθηκαν εκεί μέσα για να την πλάσουν. Και γιατί λοιπόν να μην κοιμάται του καλού καιρού; Το φυσάει, κι όποτε του κάνει κέφι μπορεί ν’ αγοράσει μεμιάς ένα εισιτήριο. Παρατηρώ ότι όσο πιο καλοντυμένοι είναι τόσο πιο βαθιά κοιμούνται. Έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους οι πλούσιοι. Αν αποκοιμηθεί ένας φτωχός, ακόμα και για μερικά δευτερόλεπτα, αισθάνεται εξευτελισμένος, άθλιος, κολασμένος – φαντάζεται ότι διέπραξε ένα ειδεχθές έγκλημα κατά του συνθέτη.
Όταν ακούγεται το ισπανικό κομμάτι, η αίθουσα ηλεκτρίζεται. Όλοι κάθονται στην άκρη του καθίσματός τους – τα τύμπανα τους ξύπνησαν για τα καλά. Είχα την αίσθηση ότι απ’ τη στιγμή που άρχισαν να ηχούν τα τύμπανα δεν θα σταματούσαν πια ποτέ. Περίμενα να δω ανθρώπους να πέφτουν από τα θεωρεία ή να βγάζουν και να πετάνε τα καπέλα τους. Υπήρχε κάτι ηρωικό και θα μπορούσε να μας τρελάνει ολότελα αυτός ο Ραβέλ, αρκεί να το ήθελε. Αλλά δεν είναι Ραβέλ. Ξάφνου κόπασαν τα πάντα, καταλάγιασαν. Ήταν λες και θυμήθηκε, στη μέση όλων των παρδαλών καμωμάτων του, ότι φορούσε ένα επίσημο κοστούμι. Και συγκράτησε τον ίδιο του τον εαυτό. Μεγάλο λάθος, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Η τέχνη συνίσταται στο να κάνεις όλη, μα όλη τη διαδρομή, ναι, να το πας ίσαμε εκεί που δεν παίρνει άλλο, στο απώτατο άκρο. Αν αρχίσεις με τύμπανα, θα πρέπει να τελειώσεις με δυναμίτη ή με τρινιτροτολουόλη. Ο Ραβέλ θυσίασε κάτι για τη φόρμα, για τη μορφή κάτι πετσόκοψε, έφτιαξε ένα λαχανικό που πρέπει να το χωνέψουνε οι άνθρωποι πριν πέσουν για ύπνο.
Διασκορπίζονται οι σκέψεις μου. Απλώνονται. Η μουσική γλιστράει πια μακριά μου, τώρα που τα τύμπανα έχουν σταματήσει. Παντού ολόγυρα οι άνθρωποι επανέρχονται στην τάξη. Κάτω από το φως της εξόδου βρίσκεται ένας Βέρθερος βυθισμένος στην απελπισία – γέρνει στους αγκώνες του, τα μάτια του είναι παγωμένα. Σιμά στην πόρτα, τυλιγμένος σ’ έναν μακρύ μανδύα, στέκεται ένας Ισπανός με το σομπρέρο του στο χέρι. Μοιάζει θαρρείς και ποζάρει για τον «Μπαλζάκ» του Ροντέν. Αλλά απ’ το λαιμό και πάνω είναι φτυστός ο Μπούφαλο Μπιλ. Στον εξώστη απέναντί μου, στην πρώτη σειρά, κάθεται μια γυναίκα με τα πόδια διάπλατα ανοιχτά – είναι λες και πάσχει από τέτανο, έτσι που είναι ο λαιμός της τιναγμένος κατά πίσω, σαν εξαρθρωμένος. Η άλλη γυναίκα, αυτή με το κόκκινο καπέλο που είναι αποκοιμισμένη πάνω στην κουπαστή – τι θαυμάσιο θα ήταν να την έπιανε καμιά αιμορραγία! Αν έχυνε άξαφνα έναν κουβά αίμα σ’ εκείνα τα κολλαριστά πουκάμισα κάτωθέ της! Φαντάσου, όλους αυτούς τους αναθεματισμένους ασήμαντους να επιστρέφουν από τη συναυλία στο σπίτι τους με τα πλαστρόν τους γεμάτα αίμα!
Ο ύπνος είναι το κλειδί. Κανένας δεν ακούει πια. Αδύνατον να σκέφτεσαι και ν’ ακούς. Αδύνατον να ονειρεύεσαι ακόμα κι αν η ίδια η μουσική δεν είναι άλλο από όνειρο. Μια γυναίκα με λευκά χειρόκτια κρατάει έναν κύκνο στην αγκαλιά της. Ο μύθος λέει πως όταν γονιμοποιήθηκε η Λήδα γέννησε δίδυμα. Οι πάντες κάτι γεννάνε – ναι, οι πάντες εξόν από τη Λεσβία στην πάνω σειρά καθισμάτων. Το κεφάλι της είναι στραμμένο ψηλά, το στόμα της είναι ορθάνοιχτο – είναι σε πλήρη εγρήγορση και εκστασιάζεται σύγκορμη από τους σπινθήρες που εκτοξεύει τούτη η συμφωνία του ραδίου. Ο Δίας διαπερνά τα αυτιά της. Μικρές φράσεις από την Καλιφόρνια, φάλαινες με πελώρια πτερύγια, η Ζανζιβάρη, το Αλκαζάρ. Σαν ήμασταν στον Γουαδαλκιβίρ χιλιάδες τεμένη στραφτάλιζαν. Βαθιά μες στα παγόβουνα, κι οι μέρες να ’ναι όλες πασχαλιές. Η Λεωφόρος του Χρήματος με δύο λευκές μπάρες. Οι τερατόμορφες υδρορροές… ο άνθρωπος με τις ακατανόητες ζωγραφιές του Γιαβρόσκι… τα φώτα στο ποτάμι… οι…
Στα 1934, ο Μίλερ ολοκληρώνει και εκδίδει τον θρυλικό Τροπικό του Καρκίνου, ένα μυθιστόρημα που συμπλήρωσε ήδη πολλές δεκαετίες γόνιμης παρουσίας στα βιβλιοπωλεία, στα μυαλά και στις καρδιές μας, ένα έργο που παρέμεινε απαγορευμένο επί τριάντα ολόκληρα χρόνια στην πατρίδα του Μίλερ, στις στενόμυαλες και πουριτανικές Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στη Γαλλία, και στην Ευρώπη, ο Τροπικός κερδίζει αμέσως τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες. Ο Λόρενς Ντάρελ θα γράψει ότι δεν έχει ξαναδιαβάσει τίποτε παρόμοιο, ο Μπλεζ Σεντράρ θα πει ότι ουδείς έχει γράψει για το Παρίσι όπως ο Μίλερ, ακόμα και ο «καρδινάλιος» Τ. Σ. Έλιοτ θα το χαρακτηρίσει πολύ αξιόλογο βιβλίο, ενώ, πιο ενθουσιώδης, ο σερ Χέρμπερτ Ριντ θα αποφανθεί ότι είναι το πιο γοητευτικό βιβλίο μετά τον Δαίδαλο του Τζόις.
“Διαβάστε και πάλι, και ξανά, κι ακόμα μια φορά τον Τροπικό του Καρκίνου και αφεθείτε στη δίνη ενός έργου που επηρέασε καταλυτικά τη λογοτεχνία αλλά και την ίδια τη ζωή.” – Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ο Henry Miller (Χένρι Μίλερ) γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1891. Αφού δοκίμασε την τύχη του σε μια σειρά από δουλειές και παρακολούθησε μαθήματα στο Κολέγιο Σίτι της Νέας Υόρκης, πήγε στο Παρίσι το 1930, όπου και έζησε για δέκα περίπου χρόνια. Την περίοδο αυτή έγραψε τα έργα: Ο Τροπικός του Καρκίνου (1934), Μαύρη άνοιξη (1936), Ο Τροπικός του Αιγόκερω (1939). Τα βιβλία αυτά απαγορεύτηκαν ως πορνογραφικά στις ΗΠΑ και δεν κυκλοφόρησαν παρά τη δεκαετία του 1960, ύστερα από μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες. Ο Miller επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1940 και από το 1947 εγκαταστάθηκε στο Μπιγκ Σουρ της Καλιφόρνια. Εξαιρετικά παραγωγικός συγγραφέας, πέθανε στις 7 Ιουνίου του 1980.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΣΕΛΙΔΕΣ: 405 ΤΙΜΗ: € 5,50