Τα «Κόκκινα Φανάρια» τα γνωρίζουμε οι περισσότεροι από την κινηματογραφική ταινία των 60‘s. «Είναι ένα θεατρικό του Αλέκου Γαλανού. Αυτό που ανεβάζουμε εμείς είναι μία διασκευή ουσιαστικά, ένα έργο γραμμένο σχεδόν από την αρχή από το Νίκο Μαστοράκη που το σκηνοθετεί κιόλας. Έχει γίνει, καθ’ όλη την περίοδο των προβών, μια τεράστια έρευνα σε σχέση με τα γεγονότα της εποχής που διαδραματίζεται το έργο, δηλαδή από το καλοκαίρι του ’55 μέχρι την άνοιξη περίπου του ’56. Τότε βγήκε ένας νόμος και απαγορεύτηκε ο ομαδικός εταιρισμός. Έκλεισαν οι οίκοι ανοχής. Οι συνθήκες; Μιλάμε για πάρα πολλή φτώχεια. Αν σου πω για τα ποσοστά των ανθρώπων που τότε είχαν εργασία, για το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε. Η δικιά μας η γενιά δεν μπορεί ούτε να τα διανοηθεί αυτές τις καταστάσεις».
Τη Φωτεινή Μπαξεβάνη τη γνωρίσαμε τηλεοπτικά σαν Πέπη στα «Εγκλήματα». Από τότε πέρασαν πολλά ημερολογιακά και θεατρικά χρόνια. Τώρα ο ρόλος που υποδύεται στην παράσταση κομβικός: «Εγώ κάνω τη Μαντάμ Παρή. Είναι περίεργο να μιλάς για χαρακτήρες που ξέρουν όλοι. Ο κόσμος έχει για τη Μαντάμ Παρή μία εικόνα. Μου λένε: «Τι παίζεις;», «Τη Μαντάμ Παρή», «Α αυτή που…». Στη συγκεκριμένη παράσταση δίνουμε και ένα παρελθόν στη Μαντάμ Παρή. Ότι στη μικρότερη ηλικία της ήταν στα Βούρλα. Τα Βούρλα ήταν ένα κρατικό μπουρδέλο τεράστιο, στον Άη Διονύση κοντά, που οι Γερμανοί στην κατοχή το έκαναν φυλακές. Απαγορεύονταν τα σπίτια και το πεζοδρόμιο, οπότε είχαν μαζέψει όλες τις κοινές γυναίκες μέσα εκεί. Κι εκεί ξεκινάει η ιστορία της δικιάς μας Μαντάμ Παρή. Στη συνέχεια μετά τον πόλεμο, μαζεύτηκε ο κόσμος γύρω από την Τρούμπα, όπως λέει και η ίδια σε ένα μονόλογο, και άνοιξε το δικό της σπίτι. Έγινε επιχειρηματίας». The Greek Dream!
Και ο Στόλος! «Κοίταξε μιλάμε για μία εποχή με τεράστια φτώχεια. Φαντάσου ότι όταν ερχόταν ο Αμερικάνικος Στόλος, βγαίνανε στο δρόμο και παίρνανε πελάτες γυναίκες από όλη την Αττική και από όλη την Ελλάδα. Γυναίκες από σπίτια, από οικογένειες. Ούτε που ξέρανε ποιος κατέβαινε και δούλευε στο δρόμο. Το άλλο κομμάτι: τα κοριτσάκια που φέρνανε από την επαρχία και τα είχαν δούλες στα σπίτια, υπηρέτριες, όπου δεχόντουσαν απίστευτη σεξουαλική παρενόχληση. Τότε οι αγαπητικοί της εποχής και οι νταβατζήδες τι κάνανε; Ξεμυάλιζαν κορίτσια, τους τάζανε, τους πουλάγανε έρωτα και μετά τις βγάζανε στη δουλειά, στο πεζοδρόμιο. Οι οίκοι ανοχής τότε είχαν έναν πολύ αυστηρό κανονισμό. Δύο φορές την εβδομάδα τους έβλεπε γιατρός, είχανε βιβλιάριο και άδεια εξάσκησης επαγγέλματος. Το πεζοδρόμιο όμως δεν είχε, αυτές που λένε οι καλντεριμιτζούδες. Και άμα έμπαινες σε αυτή την ιστορία μετά πώς να βγεις; Ποιος δηλαδή μετά θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτή τη ζωή και να πάει πού; Να δουλέψει πού; Και πού να τη δεχτούν αν ήταν η πουτάνα ας πούμε;»
Αναζητήσαμε ομοιότητες με το σήμερα: «Δεν υπάρχει πια η Τρούμπα, δεν υπάρχει άλλος τόπος στη σημερινή εποχή που να είναι συγκεντρωμένα μαγαζιά, ξενοδοχεία. Κατέβαινε μια αντροπαρέα στην Τρούμπα, έμπαινε στο καμπαρέ, έβγαινε, πήγαινε δίπλα στο μπαρ, στα σπίτια… Ήταν λίγο θα λέγαμε σαν το λούνα παρκ, την παιδική χαρά των αντρών». Ακούγεται σχεδόν ρομαντικό. «Δεν μπορείς να πεις ότι η πορνεία έχει κάτι το ρομαντικό. Όμως είναι αυτό το απαγορευμένο, το κρυφό. Είναι κάτι που θέλουν να δουν από την κλειδαρότρυπα. Πώς ζει αυτός ο κόσμος; Τι είναι αυτός ο κόσμος; Πολλοί που κάνουν μια άλλου είδους ζωή, βλέπεις ότι έχουν και μία δεύτερη πλευρά. Αν τύχει και περάσουμε σε ένα δρόμο μπροστά από έναν οίκο ανοχής, βλέπεις ότι ο κόσμος μπαίνει και βγαίνει και κρύβεται».
«Για κάποια πράγματα, που θεωρούνται μη κοινωνικά αποδεκτά ας πούμε, αναγκάζεται ένας άνθρωπος να κάνει μια διπλή ζωή. Κατάλαβες; Όλα τα άλλα είναι λίγο μάσκες. Είναι πιο ωραίο αυτό; Λοιπόν ας κάνει ο καθένας ό,τι του αρέσει για να μη δημιουργούνται μετά και άσχημα πράγματα».
Το ρόλο της στον κινηματογράφο τον είχε υποδυθεί η Δέσπω Διαμαντίδου. «Πρόσφατα είχα παίξει τη Λωξάντρα και τη Μαντάμ Σουσού, δύο πολύ γνωστές φιγούρες για τον κόσμο. Δεν σκέφτηκα ποτέ τη σύγκριση. Δεν μπορεί να σε απασχολεί τι έχει προηγηθεί και να το φέρεις αυτό, γιατί μπορεί να είναι τελείως εκτός κλίματος».
Το στοιχείο που την ιντριγκάρει στο θέατρο; «Μου αρέσει πάρα πολύ η διαδικασία της μεταμόρφωσης. Αυτή είναι για μένα η ουσία και της υποκριτικής. Θυμάμαι κάποτε είχα παίξει στο Θέατρο του Νότου, στο Αμόρε. Ήταν μια χρονιά που έπαιζα τρεις διαφορετικές παραστάσεις και δεν είχα καλύτερο κοπλιμέντο από το ότι ερχόταν κόσμος στα καμαρίνια και δεν καταλάβαινε ότι ήμουν εγώ που έπαιζα και στα άλλα έργα».
Η υποκριτική της προσέγγιση: «Μπαίνεις στο κλίμα και στην ατμόσφαιρα. Έτσι αρχίζεις να αποκτάς μια μνήμη, κάποια βιώματα που δεν είναι δικά σου. Και από κει και πέρα δουλεύεις το χαρακτήρα. Και εγώ συνήθως δουλεύω με ένα ένστικτο. Έχει μπει όλη αυτή η πληροφορία μέσα μου, η γνώση, αυτή η μνήμη την οποία θεωρώ πως ένας ηθοποιός φέρει. Και είναι κάτι που δεν περιγράφεται ακριβώς, αλλά υπάρχει. Κάπου».
Εκτός όμως από τις ειδυλλιακές περιοχές της τέχνης υπάρχει και η πραγματικότητα. «Δυστυχώς οι συνθήκες δουλειάς είναι πάρα πολύ άσχημες για τους ηθοποιούς. Με τον καλλιτεχνικό κύκλο πολλοί ποντάρουν σε εισαγωγικά στο ψώνιο, όπως το λέει ο κόσμος, στην ανάγκη έκφρασης μέσα από την τέχνη. Εφόσον αυτή είναι η ανάγκη σου να σε εκμεταλλευτούν. Και εμείς πρέπει κάπως να ζήσουμε! Μας έλεγε ο Μιχαλακόπουλος, τον είχα δάσκαλο στη σχολή του Εθνικού, ότι πάρα πολύ σημαντική είναι η ζωή. Ότι αν δείτε τα πρώτα πέντε, άντε μάξιμουμ εφτά χρόνια, ότι δεν μπορείτε να ζείτε από αυτό, μη χάνετε τη ζωή σας. Αλλάξτε δρόμο. Γι’ αυτό και παρ’ όλο που βγήκα αριστούχος τότε δεν πήγα να δουλέψω στο Εθνικό, αν και μπορούσα. Βγήκα κατευθείαν στο ελεύθερο. Να δω με αντέχει ο χώρος; Διαφορετικά κάνω κάτι άλλο. Έτυχε και πήγα καλά, είχα δουλειά και έτσι παρέμεινα. Αλλά θέλω να σου πω ότι για τον πόθο μου αυτό δε θα άφηνα τη ζωή. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει εμμονές. Αφού βλέπεις ότι δε σου πάει άλλαξε. Γιατί να είσαι δυστυχισμένος;»
Το θέατρο δεν προσπαθεί να δημιουργήσει αυταπάτες ούτε να ωραιοποιήσει. Μήπως όμως εμείς απλώς το θέλουμε σαν παραμυθία στις δυσκολίες μας; «Η παράστασή μας είναι λίγο ακατάλληλη. Δεν είναι για παιδάκια δηλαδή. Είναι ιδιαίτερα σκληρή. Ο ρεαλισμός είναι ένα κομμάτι της τέχνης. Στην τέχνη δεν απαγορεύεται τίποτα. Σε αυτό είμαι πολύ κάθετη. Δεν πρέπει να υπάρχει περιορισμός στην τέχνη. Μπορείς σε έναν καλλιτέχνη να του απαγορεύσεις, να του δείξεις τον τρόπο με τον οποίο θα εκφραστεί; Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ελεύθερος. Εγώ θεωρώ ότι το πανέρι πρέπει να έχει από όλα. Και ο καθένας διαλέγει αυτό που του αρέσει».
Παράνομα Φιλιά-Κόκκινα Φανάρια // Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης // Ερμηνεύουν: Αιμ. Χειλάκης, Αθ. Μαξίμου, Ελ. Μουτάφη, Φ. Μπαξεβάνη // Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Ηρώων Πολυτεχνείου & Βασ. Γεωργίου, τηλ. 210-4143310-20 // Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 19:00, Πέμπτη-Σάββατο 21:00, Κυριακή 19:00 // Τιμη : € 22, 18, 12, 8 (κάθε Πέμπτη € 13).