Μπορεί τις κινηματογραφικές του αφετηρίες να τις εντοπίζει σε ταινίες όπως Η Κόκκινη Έρημος (Il Deserto Rosso) του Michelangelo Antonioni και Οι Ηλίθιοι (Kraftidioten) του Hans Peter Moland κι αργότερα στο πιο συγκρατημένο, ήσυχο και σχεδόν κλειστοφοβικό αμερικανικό κίνημα του mumblecore, όμως ο Γιώργος Σερβετάς για την δεύτερη μεγάλου μήκους κινηματογραφική του δουλειά επέλεξε μια εντελώς διαφορετική φόρμα. Νιώθοντας την ανάγκη να ανοίξει το εύρος των ιστοριών του, για να χωρέσει τις κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κατάρρευσης του 2008, στράφηκε στο μόνο είδος που θα μπορούσε να ανέλθει στο ύψος ενός σύγχρονου έπους: το western. Ένα είδος που, όπως λέει «είναι αρκετά ανοιχτό ώστε να σου επιτρέψει να μιλήσεις για πράγματα μεγαλύτερα απ’ τους ανθρώπους, αφού μετατρέπει τους χαρακτήρες σε συνόψεις μιας κοινωνικής κατάστασης».
Όμως, το Να Κάθεσαι και να Κοιτάς, που έρχεται και στις ελληνικές αίθουσες για να απλώσει στις μεγάλες τους οθόνες μια δυστοπική απεικόνιση της ελληνικής επαρχίας, έχοντας ήδη ταξιδέψει στα φεστιβάλ της μισής υφηλίου, δεν είναι απλώς ελληνική απόπειρα σε ένα ολότελα μη-ελληνικό κινηματογραφικό είδος. Είναι μια πολιτικά μπολιασμένη και κοινωνιολογικά αιχμηρή ματιά στην σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση, που πατά γερά στην αρχαιοελληνική παράδοση της ντόπιας κινηματογραφίας, αλλά στρέφει το βλέμμα λίγο πιο πέρα απ’ τα ελληνικά σύνορα, για να περιγράψει μέσα απ’ την μικρή, επαρχιακή της τραγωδία μια γενικότερη, ευρωπαϊκή πληγή.
Αν πιάσεις έναν περαστικό και τον ρωτήσεις τι είναι το ελληνικό σινεμά, δυο πράγματα θα έχει στο μυαλό του να σου πει: τις καλογυαλισμένες εμπορικές παραγωγές τύπου Χαβιάρι και τις πιο εσωτερικές, αφαιρετικές κι ασπρουλιάρικες εκδοχές του weird wave. Ήταν αυτό κάτι που υποδαύλισε μέσα σου την ανάγκη να διαφοροποιήσεις τη γραφή σου; Όχι απαραίτητα. Δηλαδή η ανάγκη να διαφοροποιηθείς δεν είναι κάτι που σου προκύπτει, ο καθένας είναι αυτός που είναι και κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Όταν ολοκλήρωνα την ταινία, είχα ένα άγχος για το πού διάολο μπαίνει, σε πιο slot της κινηματογραφικής παραγωγής, γιατί δεν μοιάζει με το ένα, δεν μοιάζει με το άλλο… Εγώ μια χαρά είμαι μ’ αυτό, απλά είχα μια ανησυχία μήπως αυτό το πράγμα την ωθήσει εκτός φεστιβάλ, εκτός κυκλώματος. Τελικά αυτό δεν έγινε και χάρηκα πολύ όταν πήγαμε στο Τορόντο κι από εκεί και πέρα το πράγμα άρχισε κάπως να κυλάει όμορφα. Όχι, δεν με αγχώνει να διαφοροποιηθώ και στην τελική νομίζω ότι αυτό που σε πιέζει να κάνεις μια ταινία, είναι δικές σου σκέψεις, δικιά σου αντίληψη και δικιά σου ματιά στον κόσμο. Δεν νομίζω ότι στην πραγματικότητα είναι πολύ εύκολο κάποιος να προσαρμόσει το βλέμμα του στο βλέμμα κάποιου άλλου, ακόμη κι αν το θέλει. Νομίζω ότι η κινηματογραφική ανειλικρίνεια είναι κάτι που απωθεί το κοινό και κάνεις ένα πράγμα που στη χειρότερη των περιπτώσεων, θα το δουν κάποιες εκατοντάδες άνθρωποι. Δεν ξεγελιέται κανείς, δεν μπορείς να πουλήσεις κάτι άλλο απ’ αυτό που είσαι. Είναι τζάμπα κόπος.
Μπορεί ένα μοντέλο ανάπτυξης να εφαρμόζεται με έναν τρόπο εδώ και μ’ έναν άλλο στο Γερμανία, αλλά βασικά το όλο πράγμα λειτουργεί ενιαία. Δηλαδή παντού το σύστημα χρειάζεται κάπου να συσσωρεύει τον πλούτο και κάπου να έχει μια βρώμικη πίσω αυλή.
Μέσα από τη φόρμα του western, αναδεικνύεται το περιαστικό τοπίο ως χαρακτήρας πολύ βασικότερος απ’ όσο κάποιοι περιφερειακοί χαρακτήρες του σεναρίου σου. Ναι κι αυτό έχει να κάνει με το ότι πιστεύω ότι το νέο πεδίο πλιάτσικου και κερδοφορίας χαράζεται στο πώς διαμορφώνεται η ίδια η φύση. Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση είναι ότι με τα δυο τελευταία σενάριά μου, που ήταν γραμμένα για να γυριστούν σε περιοχές που ήταν δάση, όταν τελικά πήγαινα για γύρισμα, είχαν καεί. Συνέβη με το προηγούμενό μου σενάριο που ήταν για το Καϊάφα και κάηκε κι έπρεπε να βρω άλλο δάσος, και μ’ αυτήν τώρα που τα τοπία μου ήταν δασωμένα βουνά, τα οποία μετά κάηκαν. Νομίζω ότι το τοπίο που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα εκτός Αθήνας, είναι συνολικά πολύ πιο πλούσιο κι ενδεικτικό αυτού που συμβαίνει αυτή την περίοδο. Παράλληλα, η Αθήνα πέρα απ’ το ότι είναι πια μια πόλη αρκετά εξερευνημένη, είναι και μια πόλη της οποίας τα τοπία απηχούν μιαν άλλη εποχή. Μια περίοδο κατά την οποία οι πόλεις άνθιζαν –σε όποιο βαθμό κι αν μπορεί να το πει κανείς αυτό για την Αθήνα. Κι από αυτό προκύπτουν και σημειολογικές αναφορές. Αν θεωρήσουμε ότι το κεντρικό μοτίβο του western είναι η επέλαση του ανθρώπινου πολιτισμού στη φύση, σήμερα νομίζω έχουμε μια τέτοια διαδικασία στο πιο παρακμιακό της. Χωρίς το δυναμισμό και την προωθητική δύναμη ενός πολιτισμού στην ακμή του. Διαχειριζόμαστε κάπως την πτώση ενός πολιτισμού, κι αυτό είναι που καταγράφεται στο τοπίο. Δηλαδή το ότι έχει εγκαταλειφθεί η αγροτική γη για χάρη της ενέργειας, για παράδειγμα. Ότι οι δρόμοι γύρω από τις πόλεις έχουν διαμορφώσει ένα τοπίο που βασίζεται στο αυτοκίνητο. Επίσης, τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια, τα οποία στέκουν εκεί σα σύμβολα μιας εποχής που έχει παρέλθει, αυτήν της βιομηχανικής ανάπτυξης, την οποία έχει διαδεχθεί μια ανάπτυξη εξίσου βάρβαρη προς το περιβάλλον, αλλά μ’ ένα πράσινο πρόσχημα.
Η οποία όμως είναι μάλλον και μια κίβδηλη ανάπτυξη, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Παράδειγμα οι φάρμες ηλιοσυσσωρευτών που εξαπλώθηκαν σαν εξανθήματα σ’ όλη την ελληνική ύπαιθρο, οι οποίες γίναν κατ’ αρχήν για να μαζέψουν οι οικοπεδούχοι τις επιδοτήσεις κι ύστερα, τελειώσαν οι επιδοτήσεις και μείναν οι καθρέφτες να χάσκουν. Ναι, βέβαια. Αλλά νομίζω ότι η ανάπτυξη ποτέ δεν αποσκοπούσε στο να ζούμε καλύτερα. Ήταν πάντα ένα πράγμα που αποσκοπούσε λίγο-πολύ στο πώς θα μεγεθυνθούν οι οικονομικές συναλλαγές. Κι αν πούμε ότι κάποτε ήταν μια λογική συναλλαγή το να παραχωρήσεις λίγο τοπίο για να αποκτήσεις έναν δρόμο έξω απ’ το σπίτι σου, ή ηλεκτρική ενέργεια εκεί που δεν υπήρχε, σήμερα δεν νομίζω ότι τέθηκε ποτέ σε καμιά κοινωνική διαβούλευση το αν εγώ θέλω ανεμογεννήτριες στη βουνοπλαγιά μου για να έχω 4Κ βίντεο αντί για 2Κ. Εννοώ, είναι πολύ μικρή η ορατή πρόοδος, πολύ μικρή η ορατή βελτίωση στη ζωή μας εδώ και δεκαετίες, για να πούμε ότι άξιζε τον κόπο όλη αυτή η καταστροφή που έγινε. Και, εντάξει, σε κάποιο βαθμό υπάρχουν οι ελληνικές ιδιαιτερότητες, αλλά γενικά αυτό το μοντέλο ανάπτυξης δεν είναι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που γίνεται παγκόσμια. Ας πούμε στην Ισπανία προτίμησαν να γεμίσουν τις παραλίες τους με ξενοδοχεία. Τη δεκαετία του ’60, τα ποτάμια της Γερμανίας ήταν βούρκος. Η καταστροφή του περιβάλλοντος απ’ την ανάπτυξη δηλαδή, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Τώρα αν έχει κάποιες ιδιοτυπίες, που έχουν να κάνουν με το ότι στην Ελλάδα υπάρχει μικροϊδιοκτησία και τέτοια, εντάξει, είναι ένα δικό μας πράγμα. Αλλά γενικά δεν είναι πολύ παραγωγικό να υπερτονίζουμε τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Νομίζω ότι λίγο-πολύ, η Ελλάδα, όπως και όλα τα κράτη πια, συμμετέχει σε μηχανισμούς που είναι πολύ μεγαλύτεροι. Μπορεί ένα μοντέλο ανάπτυξης να εφαρμόζεται με έναν τρόπο εδώ και μ’ έναν άλλο στο Γερμανία, αλλά βασικά το όλο πράγμα λειτουργεί ενιαία. Δηλαδή παντού το σύστημα χρειάζεται κάπου να συσσωρεύει τον πλούτο και κάπου να έχει μια βρώμικη πίσω αυλή. Όταν έγραφα το σενάριο στριφογύριζε στο πίσω μέρος του μυαλού μου η Όπερα της Πεντάρας, η οποία περιέχει μια πολύ ωραία απεικόνιση μιας τέτοιας Αγγλίας πλούτου, για το πώς κάπου συσσωρεύεται όλη η φτώχεια, κάπου αλλού ο πλούτος, και όλο αυτό λειτουργεί ενιαία. Δεν είναι ότι στη φτώχεια δεν έχει φτάσει η ανάπτυξη. Η φτώχεια είναι η πίσω πλευρά της ανάπτυξης.
Ο Δυτικός Κόσμος ζει τη χρεοκοπία της υπόσχεσης ότι με περισσότερη ανάπτυξη, τεχνολογία, επιστήμη και γνώση, φτιάχνουμε μια ζωή καλύτερη για όλους.
Πέρα από τον τρόπο που χρησιμοποιείς το τοπίο, είναι πολύ ακριβής κι η απεικόνιση της ανθρωπογεωγραφίας, με την έννοια του τρόπου λειτουργίας των μικροκοινωνιών της επαρχίας. Ναι… Δεν ξέρω… Ξέρεις στον κινηματογράφο έχει επικρατήσει μια νατουραλιστική πια γραφή σχεδόν παντού. Οπότε γενικά κάνοντας μια ταινία παρεισφρέουν κι όλες οι όψεις τις πραγματικότητας που υπάρχουν εκεί. Δεν είναι μόνο η πρόθεσή μου, ή ότι μπορώ να χειραγωγήσω κάθε ιστορία και να την πάω εκεί που θέλω. Υπάρχει ένας τρόπος που μιλάνε οι άνθρωποι και προσπαθείς να είσαι πιστός σ’ αυτό, ένας τρόπος που συμπεριφέρονται, οπότε παρεισφρέουν και τέτοιες όψεις. Από ‘κει και πέρα, με ενδιέφερε το σκηνικό αυτό μιας επαρχιακής μικρής πόλης, όχι για την ίδια την πόλη, όσο κυρίως για το ότι είναι πολύ διάφανες οι κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουν. Δεν είναι κρυμμένες όσο είναι στην Αθήνα. Γιατί στην επαρχία, υπάρχει ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που αγκαλιάζει όλα τα κοινωνικά στρώματα, ένα ορατό πλέγμα σχέσεων εξουσίας -ο άνεργος που μπορεί να βάλει ένα ρουσφέτι στον τοπικό βουλευτή, για παράδειγμα. Στην Αθήνα μπορείς να περάσεις χρόνια χωρίς καν να πέσει στην αντίληψή σου το πώς κατανέμεται όλο αυτό το πράγμα, το πώς διαστρωματώνεται η εξουσία και οι σχέσεις της. Στην επαρχία είναι πολύ πιο ανάγλυφο αυτό το πράγμα.
Στην επόμενη σελίδα: Οι εκλογές δεν δίνουν ποτέ τέτοιες λύσεις στην πραγματικότητα…