O Γιώργος Παλαμιώτης κι ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος είναι δύο μουσικοί που δεν χρειάζονται συστάσεις. Έχουν γράψει την ιστορία τους στο χώρο της ελληνικής τζαζ, και όχι μόνο. Το τελευταίο διάστημα ετοίμασαν ένα δίσκο, το One Inch of Love, ως ντουέτο κάτω από το όνομα Polypala, με τρόπο αληθινά ασυνήθιστο, και θα τον παρουσιάσουν ζωντανά αυτό το Σάββατο στην Αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Παύλου. Με αυτή την ευκαιρία η Popaganda τούς ζήτησε να μοιραστούν μαζί μας της λεπτομέρειες της νέας τους περιπέτειας.
Διαλέξατε έναν ασυνήθιστο χώρο για να παρουσιάσετε τη δουλειά σας. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή εκτός από την ηχητική του; Γιώργος: Ο χώρος ενός ναού και κάθε ιερός χώρος, είτε εσωτερικός, είτε εξωτερικός, σηματοδοτεί και μια παύση της ροής της καθημερινότητας και του άχθους του βίου. Είναι ένας χώρος κατ’ αρχάς σιωπής και περισυλλογής της ιστορίας κάποιου προσώπου ή γεγονότος, που ξέρουμε πως σηματοδοτεί. Οι άνθρωποι μπαίνοντας και μόνο στην περίμετρό του, νιώθουν την μοναδικότητα τους ως μονάδες, αλλά και ταυτόχρονα πως αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης οικογένειας που συνδιαλέγεται με την ιστορία που σηματοδοτεί ο εκάστοτε ιερός χώρος. Όπως και στο θέατρο. Όταν σβήνουν τα φώτα της πλατείας όλοι ο ένας δίπλα στον άλλο, βιώνουν ένα σταμάτημα της ροής του χρόνου και παραμένουν στον παρόντα χρόνο της ιστορίας που αφηγούνται οι ηθοποιοί, την οποία βιώνουν σαν να τους αφορά προσωπικά, ενώ παράλληλα ανά πάσα στιγμή μπορούν απλά να σηκωθούν και να φύγουν. Σίγουρα επιλέξαμε αυτόν το χώρο για να μπορέσουμε να μοιραστούμε μια ιστορία όσο καλύτερα γίνεται.
Αν σας ρωτούσε ο υπάλληλος του δισκοπωλείου σε ποιο ράφι να βάλει το cd σας, τι θα του λέγατε; Σε ποιο κοινό απευθύνεστε. Τι ακούνε, ποια είναι η σχέση τους με τη μουσική; Aνδρέας: Post Ambient (jazz;)! Προορίζεται για ανθρώπους που: σταματούν το όχημα τους στο φανάρι πριν τη γραμμή των πεζών, δεν κορνάρουν με το παραμικρό, δεν τους αρέσει να βάζουν ταμπέλες εάν αυτό δεν είναι απαραίτητο, όταν έχουν το χρόνο ακούν μουσική με κλειστά μάτια χωρίς κάποια παράλληλη δραστηριότητα, τους ενδιαφέρει η ποιότητα του ηχοσυστήματός τους, ανεβαίνουν στο μαγικό χαλί της μουσικής όχι μονάχα για διασκέδαση αλλά και για ψυχαγωγία.
Γιώργος: Όταν ηχογραφούσαμε στην Αμοργό, είχαμε στήσει τον εξοπλισμό μας στο μελισσοκομείο του Παναγιώτη που είναι στην άκρη του χωριού (Λαγκάδα). Λόγω του ότι είμασταν σχεδόν έξω από το χωριό, είχαμε κανονικά τα ηχεία σε μια μέτρια ένταση. Γράφαμε λοιπόν κυρίως πρωί και μεσημέρι. Σε ένα σπίτι απέναντι, περίπου στα είκοσι μέτρα έμενε με την οικογένεια του ο Κωνσταντίνος, ένα δεκάχρονο αγόρι, που όπως όλα τα παιδιά του χωριού, έβρισκε τις φίλες και τους φίλους του και όλοι μαζί δημιουργούσαν ένα σμήνος που όργωνε βουνά, λόγγους, δρόμους και ταράτσες παίζοντας ασταμάτητα και αλαλάζοντας από το πρωί μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Την πρώτη λοιπόν μέρα της ηχογράφησης, γυρνάει η μητέρα του από την δουλειά της το βράδυ και τον βρίσκει να κοιμάται με κλειστά τα φώτα, στον καναπέ κάτω από το ανοιχτό παράθυρο. Ανησυχεί σε πρώτη φάση για το αν είναι καλά και τον ξυπνάει. Αυτός της λέει: «καλά είμαι αλλά να…άκουγα μια ωραία μουσική το μεσημέρι από απέναντι και όπως καθόμουνα στον καναπέ αποκοιμήθηκα με την μουσική». Όταν μου τα είπε αυτά η μαμά του την άλλη μέρα, το πρώτο που σκέφθηκα ήταν πως αν αυτό το ασταμάτητο, γεμάτο ενέργεια πλάσμα, που ζει κυριολεκτικά στον παράδεισο, μπορεί έστω να κάτσει σπίτι του για να απολαύσει αυτή την μουσική, τότε ο ενήλικας σε μια μεγαλούπολη θα περάσει καταπληκτικά. Όσο για το ράφι, θα το έβαζα στο ambient, ή στο dreamy jazz ή κάτι τέτοιο. Εκτός Ελλάδας απλά στο Greek.
Γιατί One inch of Love; Aνδρέας: Γιατί αυτό ακριβώς είναι το συστατικό που χρειάζεται το σύμπαν και ο καθένας μας ξεχωριστά για να είναι ευτυχισμένος. Είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται να δώσουμε ο ένας στον άλλο και ο καθένας μας στα ζωντανά πλάσματα και τη φύση. Και φυσικά στον εαυτό του.
Γιώργος: Το κομμάτι αυτό είναι το μόνο που είχαμε ήδη ηχογραφήσει πριν από χρόνια, ενώ απλά δοκιμάζαμε τον ήχο για να ηχογραφήσουμε κάτι τελείως άλλο. Με το που αρχίσαμε να παίζουμε, απλά δεν σταματήσαμε και αυτή η ίδια ηχογράφηση είναι το One Inch Of Love που έδωσε και τον τίτλο του cd. Ακούγοντάς το αργότερα, αποφασίσαμε πως πρέπει άμεσα να κάνουμε κάτι ως ντουέτο, αλλά ταυτόχρονα καταλάβαμε πως για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που είχαμε στο κεφάλι μας, χρειάζεται να συγκλίνουν πολλές παράμετροι και έτσι δεν κάναμε τίποτα, γιατί δεν θέλαμε να κάνουμε κάτι λιγότερο από αυτό που ήδη είχαμε ηχογραφήσει. Με το που βρήκαμε το πως αυτό είναι δυνατόν να γίνει, φτιάξαμε αυτό που θα παρουσιάσουμε το Σάββατο στις 13 Μαΐου στην Αγγλικανική εκκλησία. Για αυτούς τους λόγους μου φαίνεται επίσης ως ο φυσικός τίτλος της εργασίας μας.
Είσαστε και οι δυο σας πολυσχιδείς μουσικοί. Τι σας προκαλεί να επιχειρήσετε αυτή την κοινή καλλιτεχνική πορεία; Γιώργος: Παρ’ όλο που έχω περάσει χρόνια δουλεύοντας τον ήχο του μπάσου με διαφορετικές τεχνικές και ηχητικές επεξεργασίες, από τους Iasis τη δεκαετία του 90 ως σήμερα, αλλά και έχοντας παίξει άπειρες πλέον φορές μόνος μου ambient sets και soundscapes, ποτέ δεν θα κατέγραφα αυτό που έκανα τόσο καιρό σε ένα δίσκο αν δεν ήταν ο Ανδρέας. Η δυνατότητα του να μοιράζεσαι με κάποιον τον χρόνο των παύσεων που χρειάζεται αυτή η μουσική, είναι πραγματικά σπάνια και δίνει μια άλλη διάσταση με ιδιαίτερο βάθος πεδίου. Επίσης νομίζω πως είμαστε αρκετά ίδιοι και διαφορετικοί ταυτόχρονα, ώστε ο ένας να βοηθάει τον άλλο να αναγνωρίσει τα λάθη του.
Aνδρέας: Έχουμε παίξει με το Γιώργο πολλά χρόνια στο σχήμα του David Lynch, καθώς και με πολλά διαφορετικά σχήματα παρέα με μουσικούς όπως ο Κώστας Μπαλταζάνης, ο Γιάννης Αναστασάκης, ο Αλέξανδρος Κτιστάκης. Από παλιά παίζαμε και σαν ντουέτο αλλά διαφορετικό υλικό. Τα κοινά μας ακούσματα, η απόλαυση του να παίζουμε παρέα και η φιλία μας μέσα στα χρόνια σίγουρα έπαιξαν ρόλο στην απόφαση να συνεργαστούμε και δισκογραφικά πλέον. Αλλά ίσως το πιο σημαντικό για μένα είναι οτι ο Γιώργος είναι ένας από τους λίγους μουσικούς οι οποίοι έχουν βρει μια απόλυτα προσωπική φωνή στο όργανό τους.
Η χρήση της τεχνολογίας στη μουσική είναι πια αναπόφευκτη. Υπάρχει όμως ένα λεπτό σημείο που αν το περάσεις, δεν χρησιμοποιείς πια την τεχνολογία αλλά σε χρησιμοποιεί εκείνη. πώς συνδιαλέγεται κανείς με το «θηρίο»; Aνδρέας: Αν έχεις το μυαλό και τα αυτιά σου ανοιχτά και παίζεις μουσική με αγάπη, ειλικρίνεια, χωρίς να σε ενδιαφέρει να παίξεις κάτι το οποίο είναι της μόδας, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Η χρήση της τεχνολογίας από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και η γενικότερη θεωρία του για τον ήχο ίσως είναι ένα καλό παράδειγμα. Χρησιμοποιεί τόσα συνθεσάιζερ και εφέ και στα αυτιά μου η μουσική του θα μπορούσε να είναι από αρχαιοελληνική έως μουσική του μέλλοντος. Και εγώ με τη σειρά μου προσπαθώ να κάνω μουσική με αυτό το σκεπτικό.
Γιώργος: Η μανιέρα προκύπτει από το να αποφεύγεις να ανακαλύψεις το ποιος είσαι και να κρύβεσαι από εσένα τον ίδιο. Έτσι προφασιζόμενος αδυναμία, έλλειψη χρόνου ή παιδείας, αλλά και από την άλλη ορμώμενος από την επιθυμία για κοινωνική αποδοχή, (χρήμα, σεξ, ασφάλεια κτλ.), εντάσσεσαι τελικά στον εκάστοτε καλλιτεχνικό συρμό -trend- και τελικά ετεροπροσδιορίζεσαι για να είσαι κοινωνικά αποδεκτός. Το μέσο δεν είναι ο σκοπός. Το αν υπάρχει κάποιος σκοπός και αν αυτός ο σκοπός είναι κατανοητός/συνειδητός, καθορίζει τις κινήσεις του καλλιτέχνη και όχι τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τον επιτύχει.
Λέτε πως η συνεργασία σας σηματοδοτεί την προσπάθειά σας για την άρθρωση μιας νέας μουσικής γλώσσας. Ποιο είναι το βασικό της λεξιλόγιο; Aνδρέας: Σίγουρα οι σπουδές που έχω κάνει και η μουσική που έχω παίξει περισσότερο στη ζωή μου ανήκουν στον ευρύτερο ήχο της τζαζ. Πολλές φορές όμως γυρνώντας στο σπίτι έπειτα από μια κουραστική μέρα θα άκουγα Harold Budd, Brian Eno, Jon Hassell, Stephan Micus. Αυτή ήταν και η ιδέα για αυτό το CD. Κάτι σαν ιαματική μουσική δηλαδή. Λειτουργήσαμε με τη μέθοδο της αφαίρεσης. Ηχογραφώντας στη φύση, μακριά από τους ήχους της πόλης, παίξαμε μονάχα τα βασικά αλλά με δικό μας τρόπο. Προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε στιγμές ηρεμίας και γαλήνης και όχι να εντυπωσιάσουμε με την τεχνική μας. Νομίζω ότι όλα μας τα ακούσματα συμμετείχαν στη δημιουργία αυτού του ήχου. Χρησιμοποιήσαμε με ανορθόδοξο τρόπο τα όργανά μας ανακαλύπτοντας καινούργια ηχοχρώματα. Ακόρντα από το άταστο μπάσο του Γιώργου μιμούνται κουρδίσματα από Gamelan, εγώ με τη σειρά μου σφυρίζω και τραγουδάω μέσα από την τρομπέτα. Η νέα μας μουσική γλώσσα είναι προς το παρόν μια διάλεκτος με συστατικά της το ρίσκο και τον πειραματισμό.
Γιώργος: Πιο πολύ εγώ εντοπίζω στο ζήτημα της «νέας γλώσσας», ένα προαπαιτούμενο για να κατανοήσουμε τον εαυτό μας μέσα στην εποχή, τις δυναμικές της αλλά και τις αναλλοίωτες ιδιότητες της φύσης που διέπουν το χρονικό και τοπικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ζούμε. Αν το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε είναι ο 21ος αιώνας και το τοπικό μια μεγαλούπολη, δύσκολα θα έρθουμε σε επαφή με το μόνο πράγμα που διατηρεί την ύπαρξή μας και αυτό είναι η φύση. Η πραγματικά χαμηλή ποιότητα ζωής χωρίς πρόσβαση σε καθαρό αέρα, καθαρό νερό και καθαρή τροφή ή έστω στον ανοιχτό ορίζοντα, δεν είναι τόσο τρομαχτική όσο η άγνοια των κανονικών αντίστοιχων και έτσι χωρίς μέτρο σύγκρισης το διαμέρισμα, το κολοκύθι με χημικά κτλ γίνονται πηγές ευχαρίστησης. Όταν ο Ρίτσος έγραψε την πρόταση «αυτές οι πέτρες δεν βολεύονται παρά μόνο στον Ήλιο», νοηματοδότησε κάθε μια από αυτές τις λέξεις με ένα καινούριο τρόπο, για να μεταφέρει προϋπάρχοντα νοήματα. Έτσι θέλω να πιστεύω πως το να συνδεόμαστε με την φύση, και μάλιστα την ελληνική, θα μετασχηματίσει τους κώδικες και τα κλειδιά της τέχνης μας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μεταφέρουμε έστω κάτι ελάχιστο από την ουσία της, στην μουσική που παίζουμε.