Ο ποιητής Γιάννης Στίγκας έχει καταφέρει να κερδίσει την εκτίμηση των αναγνωστών, των κριτικών και των συναδέλφων του, έχοντας υπογράψει έξι ποιητικές συλλογές, όλες με ιδιαίτερους τίτλους όπως Η αλητεία του αίματος, Ισόπαλο Τραύμα, Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο, Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι. Διαλέγει με προσοχή τις λέξεις του, εργάζεται πολύ πάνω σε κάθε ποίημα, ξεκινά με την αμφιβολία για να φτάσει με υπομονή στη σιγουριά ότι αυτό που έγραψε είναι έτοιμο να το εκδώσει. Στην «κανονική» ζωή εργάζεται ως νευρολόγος, ενώ θεωρεί τον Πάνο Τσίρο τον σπουδαιότερο σύγχρονο Έλληνα διηγηματογράφο μετά τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη. Η τελευταία του συλλογή φέρει τον περίεργο τίτλο: Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι.
Γιατί η πτήση και η πτώση ως θέμα; Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν τις έχει βιώσει. Αυτές είναι οι δύο κάθετες κινήσεις της ζωής ή της ψυχής, πες το όπως θες. Πριν από αρκετά χρόνια είχα δει ένα ντοκιμαντέρ για την εξερεύνηση του διαστήματος και με είχε συγκλονίσει το εξής: ένας αστροναύτης βγήκε να περπατήσει στο διάστημα και έχασε το γάντι του. Το γάντι μπήκε σε τροχιά γύρω από τη γη. Σκεφτόμουν πώς θα γινόταν αυτό ποίηση. Καμιά φορά λέω ότι μας επιλέγουν τα θέματα, δεν τα επιλέγουμε εμείς.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση; Οτιδήποτε. Όπως για παράδειγμα η ιστορία της Λάικα. Είναι πράγματα που με αγγίζουν, τα σκέφτομαι χρόνια, κάθονται μέσα μου και σε κάποια φάση κάτι γίνεται και βγαίνουν.
Γιατί μας συγκλονίζουν συγκεκριμένα πράγματα; Δεν ξέρω, δεν το ψάχνω αυτό. Δε θέλω να μπω στη διαδικασία να αναλύσω τι με συγκινεί. Γενικά, νομίζω καλό είναι να τ’ αφήνουμε ως έχουν και να μην τα πολυαγγίζουμε.
Γιατί; Φοβάστε μήπως η ανάλυση σκοτώσει τη συγκίνηση; Διότι είναι αυτό που λέει ο Καρούζος σε ένα από τα πεζά του κείμενα. Ένας άνθρωπος περπατάει μαζί με τον διάβολο και βλέπει κάποιον άλλο να μαζεύει κάτι από τον δρόμο. Ρωτάει λοιπόν τον διάβολο «Τι μάζεψε αυτός από κάτω;». Του απαντάει εκείνος: «Μια μικρή αλήθεια». Τον ξαναρωτά τότε «Δεν φοβάσαι;», και του απαντά ο διάβολος «Όχι, θα τον βάλω να την οργανώσει».
Στην τέχνη ο αναγνώστης ή ο θεατής πρέπει να προσεγγίζει με το πνεύμα «καλύτερα να νιώθω παρά να κατανοώ»; Εγώ ξεκλειδώνω τους στίχους για εμένα και ο αναγνώστης για τον εαυτό του. Έτσι πάει. Γι’ αυτό δεν μου αρέσει να αναλύω τους στίχους μου. Καλύτερα να βρει ο αναγνώστης τα πατήματά του και τι τον αγγίζει. Ας κάνει τις δικές του ερμηνείες. Η ποίηση δεν επιβάλλει, γι’ αυτό και τίποτα δεν μπορεί να της επιβληθεί. Φαντάσου ένα είδος γέφυρας. Κάποιοι συγγραφείς διανύουν όλη την απόσταση, κάποιοι λίγη, κάποιοι φτάνουν μέχρι τη μέση, αλλά ο σκοπός είναι πάντα ο ίδιος: να γίνει μια συνάντηση.
Σε ενδιαφέρει πάντως η συζήτηση με αναγνώστες; Αν γίνει, καλώς. Αν και πιστεύω ότι ο ποιητής δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για την πρόσληψή του. Τη σχέση ποιητή και κοινού την έχει ορίσει πολύ ωραία ο Ζενέ στον Σχοινοβάτη που λέει «Εδώ δεν ήρθαμε να δούμε μια πουτάνα, αλλά έναν μοναχικό εραστή».
Η δική σου σχέση με τα κείμενά σου; Όταν αποφασίζω να βγάλω ένα βιβλίο, σημαίνει ότι το πιστεύω 100%. Όχι μόνο συνολικά ή ποίημα-ποίημα, αλλά ακόμη και λέξη-λέξη.
«Το να αμφιβάλλεις σε προστατεύει από το να γράφεις με κεκτημένη ταχύτητα νομίζοντας ότι έχεις κατακτήσει κάτι. Δεν έχεις κατακτήσει τίποτα. Δοκιμάζεσαι κάθε φορά.»
Πώς φτάνεις σε αυτό; Το νιώθεις. Φτάνεις σε ένα σημείο, που αφού έχεις δουλέψει εβδομάδες, μήνες, χρόνια, το κείμενο σου μιλάει και σου λέει «Είμαι καλά, μη με ακουμπάς άλλο». Υπάρχει βέβαια και η δοκιμασία του χρόνου. Όταν ξανακοιτάς το κείμενο μετά από έξι μήνες και εξακολουθεί να σου μιλάει, τότε αυτό σίγουρα κάτι σημαίνει.
Υπάρχει όμως και ο δισταγμός; Υπάρχει πάντα και η αμφιβολία και το να αμφιβάλλεις είναι πολύτιμο πράγμα. Καλό είναι τη σιγουριά να την κατακτάς σταδιακά μετά από πολλή σκέψη και πολλή δουλειά. Το να αμφιβάλλεις σε προστατεύει από το να γράφεις με κεκτημένη ταχύτητα νομίζοντας ότι έχεις κατακτήσει κάτι. Δεν έχεις κατακτήσει τίποτα. Δοκιμάζεσαι κάθε φορά. Επειδή προσπαθώ κάθε βιβλίο μου να είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα, κάθε φορά εγκαταλείπω όλα μου τα κεκτημένα. Ξεκινάω πάλι από το μηδέν. Είναι τρομακτικό ότι ασχολούμαι όλη μου τη ζωή με μια τέχνη κι αν μου πεις τώρα «Γιάννη, γράψε μου ένα ποίημα», θα σου απαντήσω «Δεν ξέρω». Κι ευτυχώς δηλαδή, αλλιώς θα το είχαμε κάνει φάμπρικα.
Μετά την έκδοση επιστρέφεις στα κείμενά σου; Αναγκαστικά λόγω επανεκδόσεων, μεταφράσεων και συμμετοχών σε ανθολογίες. Γενικά, το αποφεύγω. Είναι αυτό που λέει –αν δεν κάνω λάθος- ο Ώντεν «Ο αληθινός δημιουργός με το που θα τελειώσει ένα βιβλίο αρχίζει να σκέφτεται το επόμενο».
Το κάθε βιβλίο οδηγεί στο επόμενο; Κάθε μου βιβλίο είναι ένα δικό μου υπαρξιακό βήμα. Υπάρχει μια αυστηρή αλληλουχία των βιβλίων άρα και της πορείας μου στη ζωή. Είναι κάτι σαν ορειβασία.
Όλα τα θέματα είναι ένα θέμα; Υπάρχει ένας πυρήνας και στα δικά μου βιβλία, ο πυρήνας αυτός είναι ο άνθρωπος. Υπηρετούμε ένα φαινόμενο πολύ μεγαλύτερο από εμάς. Εργάτες είμαστε της ποίησης, στο συγκεκριμένο βιβλίο είμαι ένας ταπεινός σμηνίτης.
Ο Εξυπερύ γιατί υπάρχει και στον τίτλο; Είναι φοβερή η ζωή του, η γραφή του, το τέλος του. Χάθηκε με το αεροπλάνο του στη Μεσόγειο. Η επιλογή του Εξυπερύ στον τίτλο λειτουργεί με τρεις διαφορετικούς τρόπους, τουλάχιστον τρεις έχω ανακαλύψει εγώ μέχρι τώρα. Θα σου τους απαριθμήσω από τον πλέον προφανή ως τον βαθύτερο: Ο πρώτος είναι η αναφορά στην τραγική και μεγαλειώδη ιστορία του, ο δεύτερος είναι αμιγώς γλωσσικός, καθώς σου εξηγεί τι σημαίνει η λέξη «Εξυπερύ» και ο τρίτος και βαθύτερος είναι ο Εξυπερύ ως αρχέτυπο.
Παρακολουθείς την τρέχουσα ελληνική ποιητική παραγωγή; Ναι, με ενδιαφέρον.
Τι αποτυπώνει αυτή την περίοδο; Δεν είναι σαφής η εικόνα. Δεν υπάρχει γενιά, έτσι κι αλλιώς δεν πιστεύω στον όρο της γενιάς. Τον θεωρώ επικίνδυνο, καθώς εμπεριέχει την πρακτική του τσουβαλιάσματος κι αυτό δεν είναι αποδεκτό από εμένα. Μην ξεχνάς ότι ένας ποιητής μπορεί να αισθάνεται περισσότερο συγγενής με κάποιον που έγραφε πριν πενήντα χρόνια παρά ίσως με κάποιον σύγχρονό του.
Παρ’ όλα αυτά αν και η ποίηση δεν είναι χρονογράφημα ο ποιητής ζει σε μια συγκεκριμένη εποχή. Ο ποιητής είναι γέννημα θρέμμα της εποχής του και η εποχή του περνάει μέσα στην ποίησή του – όχι όμως με όρους επικαιρότητας. Η ποίηση μιλάει με όρους αιωνιότητας και η αιωνιότητα εμπεριέχει και την επικαιρότητα. Το λέω αυτό γιατί υπάρχει μια τάση στην τρέχουσα ελληνική ποίηση να μιλάμε αβασάνιστα και εύκολα για διάφορα πολύ σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Έχω διαβάσει ποιήματα για τον Γρηγορόπουλο, την Αθήνα που καίγεται, τους πρόσφυγες που πνίγονται. Όλα αυτά είναι σίγουρα φοβερά πράγματα, αλλά ο τρόπος που πολλοί τα χειρίζονται μού μυρίζει καπηλεία και εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου. Αναρωτιέμαι πότε προλαβαίνει ένα γεγονός να εγγραφεί μέσα σε κάποιον, να ωριμάσει, να του γίνει βίωμα ώστε να γράψει;
Η πεζογραφία σε ενδιαφέρει; Ξεκίνησα από πεζά αλλά ευτυχώς δεν εξέδωσα ποτέ, ήταν ψιλοάθλια. Μετά όμως έπεσα πάνω στον Ρεμπώ και τότε είπα «Εδώ είμαστε».
Σε ποια ηλικία έγινε αυτό; Στα 17 ξεκίνησα να γράφω πεζό, μανιωδώς κιόλας. Σύντομα κατάλαβα ότι η καρδιά μου χτυπάει στην ποίηση. Μέχρι τότε δεν αγαπούσα την ποίηση καθόλου. Είχα και μια κοπέλα που μου έφερνε τα Μαλαισιακά τραγούδια, εκείνα τα καταπληκτικά ποιήματα του Ιβάν Γκολ και εγώ τα έκανα μπαλάκια και τα πετούσα από το μπαλκόνι.
Ήσουν αντιδραστικός; Φταίει και ο τρόπος που μας διδάσκουν την ποίηση στα σχολεία: στείρος και πεθαμένος. Είναι και κάτι άλλο πιο βαθύ όμως. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν που ισχυρίζεται ότι αποφάσισε να γίνει ποιητής. Που ξυπνάει ένα πρωί και λέει «Εγώ θα γίνω ποιητής». Η ποίηση σε επιλέγει. Όχι το ανάποδο. Κάπως έτσι πηγαίνει.
Η ποίηση είναι η απόλυτη συμπύκνωση; Για μένα ναι. Είναι κι ο τρόπος που δουλεύω τέτοιος. Όμως διαβάζοντας και πεζογραφία βρίσκω κι εκεί πολύ ποίηση. Άλλωστε πολλούς από τους πεζογράφους που αγαπώ τους θεωρώ ποιητές, για παράδειγμα τον Κάρβερ. Ο σκληρός πυρήνας κάθε τέχνης είναι η ποίηση.
Μπορείς να δώσεις ορισμό της ποίησης; Υπάρχουν χιλιάδες θαυμάσιοι ορισμοί για την ποίηση, το παράξενο είναι ότι ισχύουν όλοι. Αυτό αποδεικνύει την παντοδυναμία του φαινομένου αλλά και το πόσο άπιαστο είναι. Τι να πω; Από το «ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου» του Εμπειρίκου μέχρι το «εξαίσια πράξη του ανεξήγητου» που λέει ο Ρίτσος ή ένα δικό μου «τα πάντα πλην του χρυσόχαρτου». Ο Καρούζος έχει πει «ένα παλιόπραμα φτιαγμένο για να φτερουγίζει». Να που πάλι πάμε σε θέματα πτήσης.
Οι λέξεις γιατί έχουν τόση γοητεία; Οι λέξεις από μόνες τους είναι μάλλον αδιάφορες. Το μαγικό είναι ότι πίσω από τις λέξεις υπάρχει ένας άνθρωπος κι αυτός τις φορτίζει ανάλογα με τον τρόπο που τις χρησιμοποιεί. Βλέπεις έναν άλλον άνθρωπο, μια άλλη ψυχή πίσω από το ποίημα. Κι αυτό είναι συγκλονιστικό.
Διαβάζοντας λογοτεχνία γνωρίζουμε τον δημιουργό; Ναι, βέβαια.
Μαθαίνουμε κάτι βαθύτερο γι’ αυτόν διαβάζοντας τον, κάτι πιο βαθύ από το αν τον συναναστρεφόμασταν; Νομίζω πως ναι. Μαθαίνουμε τον πυρήνα του, τον βαθύτερο εαυτό του. Αυτό σε μια συναναστροφή μπορεί να είναι παντελώς άχρηστο. Εκεί στο κείμενο είναι ο πιο καθαρός, ο πιο ατόφιος εαυτός του.
Φοβάσαι όταν βγάζεις τον βαθύτερο εαυτό σου σε ένα βιβλίο και μετά αυτό φεύγει από σένα; Σκέφτεσαι καθόλου «αυτό το πράγμα είμαι εγώ και τώρα πού πάω, ποιος θα με περιλάβει;»; Η σχέση μου με την έκδοση των βιβλίων μου έχει αλλάξει με τα χρόνια. Όταν ολοκλήρωσα τα δύο τελευταία μου βιβλία αισθάνθηκα μια βαθύτατη θλίψη. Είναι επειδή την στιγμή που τελειώνεις ένα βιβλίο καταλαβαίνεις ότι σιγά σιγά η μαγεία στερεύει και ότι βγαίνεις από αυτόν τον κόσμο, που είναι επικίνδυνος, μοβόρος αλλά και ταυτόχρονα μαγικός. Βγαίνεις και δεν ξέρεις αν και πότε θα αξιωθείς να ξαναμπείς. Και εκεί σε πιάνει κι ένα πού πας και σε τι χέρια θα πέσεις;
Εννοείς ως προς τους αναγνώστες; Ναι, βέβαια. Υπάρχει η έγνοια «πού φεύγεις από μένα; Πού πας αγάπη μου;». Αλλά αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος. Τα ποιήματα πρέπει να φεύγουν από εμάς και να ταξιδεύουν, να ταξιδεύουν ερήμην μας.
Είναι ποίημα εάν δεν το διαβάσει κανείς; Είναι, αλλά φτερουγίζει όταν το διαβάσει και κάποιος άλλος. Τότε αληθεύει αλλιώς.
Όταν γράφεις πώς είσαι; Ασ’ το καλύτερα. Δεν θες να ξέρεις.