Το The Diving Board του Έλτον Τζον είναι ο δίσκος που όλοι περίμεναν από κείνον μετά το’75. Το ότι δεν τον περιμένει πια σχεδόν κανείς από κανέναν δεν τον κάνει λιγότερο καλό. Είναι ένας γυμνός δίσκος, μια επίσκεψη στον «Κίτρινο Δρόμο με τα Τούβλα» αρκετό καιρό μετά το ξήλωμά του.
Δεν χρειάζεται καν η φιλολογική ευκολία της αναφοράς στον Όσκαρ Γουάϊλντ στο δεύτερο τραγούδι, για να καταλάβεις πως ο δίσκος μιλάει για την φήμη που κατανάλωσε τον εαυτό της, για την ομορφιά που εξαπατάει όσους την πιστεύουν. Το ολομόναχο πιάνο του πρωταγωνιστή στο ξεκίνημα του άλμπουμ τα λέει όλα πολύ πιο εύγλωττα.
Είναι προς τιμή ενός τέτοιου έργου το ότι δεν προσπαθεί να πειραματιστεί, να υιοθετήσει τις αβάν-γκαρντ προθέσεις της μετά-Κid A δισκογραφικής εποχής. Όχι απλά θα ήταν ενοχλητικός βαμπιρισμός, θα ήταν και πολύ μακριά απ’τον ψυχισμό που δίνει την όποια αλήθεια στον κουρασμένο περφόρμερ.
Ό,τι έκανε ποτέ σημαντικό τον Έλτον είναι εδώ, αγουροξυπνημένο και απροσποίητο. Η μίμηση της ξεπεσμένης νότιας καλλονής στον τρόπο που τραγουδάει. Η κακόγουστη, cheesy μελωδικότητα που αποκτά όμως άλλη διάσταση από την απρόσμενη εναρμόνισή της. Και βέβαια αυτό το παίξιμο εφήβου της εποχής των Beatles, που όμως ακούει country’ n’ western, Σαρλ Αζναβούρ και παλιά μιούζικαλ.
Ο T–Bone Burnett έκανε το αυτονόητο ως παραγωγός. Δεν άφησε ποτέ τη λαιμαργία του Έλτον να εξαφανίσει την απλοϊκότητά του, όπως συνέβαινε μονίμως σε όλους τους δίσκους του μετά το ’80. Και δεν άφησε κανένα απ΄τα στοιχεία της φωνητικής του κούρασης, που να μην το κάνει αρετή.
Το The Diving Board του Έλτον Τζον είναι ο δίσκος που όλοι περίμεναν από κείνον μετά το’75. Το ότι δεν τον περιμένει πια σχεδόν κανείς από κανέναν δεν τον κάνει λιγότερο καλό.
Όσο για τους στίχους του Bernie Taupin, ισχύει αυτό που ισχύει κάθε φορά. Σκέφτομαι τον δίσκο χωρίς στίχους, instrumental-και μου φαίνεται ανυπόφορος. Τα ίδια θα σκεφτόμουν αν διάβαζα τους στίχους του Taupin ως ποιήματα-θα ήταν κακή, μονοδιάστατη ποίηση. Μαζί καταφέρνουν κάτι αληθινό, μια πολύ συγκεκριμένη εκδοχή της ποπ, μελοδραματική και ξένοιαστη ταυτόχρονα, που επηρέασε πολύ κόσμο, εξακολουθεί όμως και τους ανήκει ολοκληρωτικά.
Οι ήρωες των τραγουδιών είναι γερασμένοι βετεράνοι του Β’ Παγκοσμίου, ο Όσκαρ Γουάϊλντ έξω απ’τις φυλακές του Ρέντινγκ, ο τυφλός πιανίστας (διασκεδαστής κι αυτός των Βασιλέων) Tom Wiggins, ένας γέρος που υιοθετεί έναν ζιγκολό, η Τζούντι Γκάρλαντ.
Για την τελευταία το θαυμάσιο, τελευταίο, ομότιτλο τραγούδι του δίσκου:
«Κολύμπα ή βούλιαξε»
Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος μου το είπε.
Ήμουν 16 και γεμάτος απ’τον Θόρυβο του Κόσμου.
Εσύ όμως βάρεσες το Τύμπανο
Τα ερωτεύτηκες όλα αυτά:
Τους Αναμμένους Πλανήτες
Τα Ζαλισμένα Ύψη
Και τη Θέα
Απ’ τον Βατήρα των Καταδύσεων.
Στην επόμενη σελίδα: ο Sting. Ναι, ο Sting.