IMG_0144

Άσε με να σ’ αγαπώ

αγαπώ τη γεύση απ’ το παχύ σου αίμα

μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου

η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι

αγαπώ τον ιδρώτα σου

μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου

περίρυτες από χαρά

άσε με να σ’ αγαπώ

άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια

άσε με να τα τρυπήσω

με τη σουβλερή μου γλώσσα

και τη γούβα τους να γεμίσω σάλιο

άσε με να σε τυφλώσω.

**********

Να σε προκαλούνε τα στήθη μου

θέλω τη λύσσα σου

θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν

τα μάγουλα σου να ρουφιόνται να χλωμιάζουν

θέλω τ’ ανατριχιάσματα σου

ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις

πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα

οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε. 

Η Μανσούρ μας υπενθυμίζει στην ποιητική της τον ερωτικό πόθο σαν παροξυσμό του σώματος, τη σάρκα που θέλει να αναζητήσει την άλλη σάρκα, που θέλει να την κατακτήσει και να την αναλώσει μέχρι κανιβαλισμού σε μια προσπάθεια ένωσης, που θα παραμένει πάντα ανέφιχτη και γι’ αυτό πάντα αγωνιώδη. Είναι ο έρωτας στην αρχέγονη κορύφωση του αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα ταξίδι εξερεύνησης της σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού, αυτού που είμαστε ή νομίζουμε ότι είμαστε. Αλλά αν κοιτάξεις την άβυσσο, θα σε κοιτάξει και αυτή, και αυτή η νιτσεϊκή ρήση περιγράφει θαυμάσια τον φόβο για την απώλεια του ελέγχου της θέλησης και του σώματος, τον τρόμο από την ακυβέρνητη βύθιση στην αντανακλαστική σχεδόν ηδονή στο όνομα της ερωτικής επιθυμίας. Αυτός ο φόβος ξορκίζεται πότε με τον σαρκασμό, πότε με την ειρωνεία ή την λεπτή υπενθύμιση ότι δεν πρέπει να τα παίρνουμε όλα τόσο σοβαρά.

Κάνεις γκριμάτσες και μαδιέται η

καρδιά μου

μιλώ με τη μύτη

λύνονται τα μαλλιά μου

γελάς

ανοίγεις το στόμα

αλαφρωμένο κι άδειο σα μια λεχώνα

πηδώ στην αγκαλιά σου

μια κουστωδία χωρατά

μπροβαίνει ξάφνου

το κρεβάτι μου βουλιάζει μέσα στη νύχτα

τα φουστάνια μου πέφτουν

γελάς.

************** 

Δεν υπάρχουν λέξεις

τρίχες μόνο

μέσα στον δίχως πρασινάδα κόσμο

όπου τα στήθια μου είναι βασιλιάδες

δεν υπάρχουν ανδραγαθίες το πετσί μου μόνο και τα μερμήγκια

που ανάμεσα στις πληθωρικές μου κνήμες γαυριάζουν

της σιωπής φορούν τις μάσκες και δουλεύουν.

Έρχεται η νύχτα κ’ η έκσταση σου

το σώμα μου βαθύ, αυτό το δίχως

νόηση χταπόδι

χάφτει το πέος σου που σείεται

πάνω στη γέννησή του. 

***************

Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα του

για να σαλέψει ατροφική μιά γλώσσα

έκρυψε το παρφουμαρισμένο πέος του

με χέρι μπλάβο από ντροπή και θάνατο

κ’ ύστερα με βήμα ηχηρό

πέρασε μέσ’ απ’ το κεφάλι μου θρηνώντας.

Ο σαρκασμός της αντρικής έπαρσης στο ερωτικό παιχνίδι, οι μεταφορές που αθροίζουν άλλοτε υπέρ, άλλοτε κατά της βαρύτητας των συναισθημάτων και των σωματικών αντιδράσεων, συναντούν την θλίψη μιας αναμονής για μια συνάντηση που δεν θα έρθει ποτέ, και την πικρή αναγνώριση ότι η  αδυναμία του Άλλου έχει το συμμετρικό αντίστοιχο της σε μια αδυναμία του Εγώ. Και πάνω σε αυτή την φριχτή διαπίστωση η Μανσούρ πονά σωματικά, ποθεί σωματικά, επικαλείται σωματικά   ένα σύμπαν βοηθό για να της συμπαρασταθεί, να κάνει την αντίφαση  μέρος μιας εμπειρίας που πρέπει να διαβούμε, μιας ζωής που πρέπει να ζήσουμε. 

Κάλεσε με να περάσω μες στο στόμα σου τη νύχτα

διηγήσου μου των ποταμών τα νιάτα

πίεσε τη γλώσσα σου πάνω στο γυάλινό μου μάτι

δός μου τροφό την κνήμη σου.

Ύστερα ας κοιμηθούμε του αδελφιού μου αδέλφι

μια και πεθαίνουν τα φιλιά μας

πιο γρήγορα παρά η νύχτα.

************

Στις σκοτεινές της απελπισιάς σπηλιές

μονάχη γυροφέρνω

μονάχη γεύομαι κρέατα μιαρά

μονάχη πεθαίνω μονάχη μου επιζώ

δίχως αυτιά τα ουρλιαχτά των σφάγιων

να μην ακούω.

Από λέξεις άδειο το στόμα μου γογγύζει.

Είμαι ο έρωτας όταν τον έπλασε ο θεός.

Είμαι εγώ.

Είμαι ο εχθρός. 

Η Τζούς Μανσούρ έγραψε στα γαλλικά. Αλλά γεννήθηκε στην Αγγλία από Αιγυπτιοεβραίους γονείς το 1928.  Θα ζήσει στο Κάιρο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα και μετά θα μετακομίσει στο Παρίσι με τον δεύτερο σύζυγό της. Το 1953 εκδίδει την πρώτη συλλογή της, Cris, και θα ενθουσιάσει τους σουρεαλιστές και πρώτους από όλους τον Αντρέ Μπρετόν που θα την συστήσει στο γαλλικό κοινό. Μέχρι τον θάνατο της στο Παρίσι το 1986 θα εκδώσει δεκαέξι ποιητικές συλλογές καθώς και λίγα πεζά και θεατρικά έργα. Η ποίηση της θα απασχολήσει τους κριτικούς άλλοτε εκκινώντας από μια τύπου φεμινιστική ανάλυση , άλλοτε εντοπίζοντας στην ποίηση  της  σύμβολα ενός αιγυπτιακού μυστικισμού, έναν εξωτισμό με προέλευση τις καταβολές της ποιήτριας. Τα Ερωτικά είναι μια επιλογή του μεταφραστή Έκτορα Κακναβάτου από τις συλλογές της Cris (1953), Dechirures (1955) και Rapaces (1958) και μας προσφέρονται σε επανέκδοση από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.