Πέρα μακριά, στην κατάφυτη κοιλάδα του Κοννέτικατ, ένα μαγιάτικο απομεσήμερο του 1886, σε λευκό φέρετρο, έβγαζαν από την πίσω πόρτα του σπιτιού, όπως η ίδια είχε θελήσει, την Έμιλυ Ντίκινσον. Λίγη ώρα πριν, στη μεγάλη σάλα του κάτω πατώματος, δύο φίλοι ιερείς διάβασαν αγαπημένα της εδάφια από τη Βίβλο, προσευχήθηκαν γι’ αυτήν, και κάποιος που της στάθηκε σε δύσκολη στιγμή απάγγειλε το «Δεν έχω εγώ δειλή ψυχή» της Εμ. Μπροντέ. Μέσ’ απ’ τα χτήματα της οικογένειας και τα όλο φτέρες μονοπάτια έξι Ιρλανδοί εργάτες του σπιτιού μετέφεραν το σώμα της· κι από κοντά, οι λίγοι εκείνοι που δέθηκαν μαζί της, με προορισμό το κοιμητήρι της μικρής πόλης.
Ανέλπιστα, μια εβδομάδα μετά, στο δωμάτιο της Ντίκινσον, η αδελφή της θα ανακαλύψει εκατοντάδες ποιήματά της, τα περισσότερα σ’ ένα κλειδωμένο έπιπλο από ξύλο κερασιάς, και άλλα στο συρτάρι του γραφείου της. Από τα ποιήματα που άφησε η Ντίκινσον, 1.100 περίπου τα είχε καθαρογράψει σε αυτοσχέδια τεύχη από διπλωμένα φύλλα χαρτιού αλληλογραφίας, ενώ άλλα 700 βρέθηκαν σε διάφορες φάσεις επεξεργασίας, πάνω σε φακέλους, στο πίσω μέρος λογαριασμών και προσκλήσεων (Johnson 1955a xxxiii-xxxviii· Franklin 1981 ix-xxii· 1998 7-43· 1999 1-3).
Η Λαβίνια ήξερε ότι η αδερφή της έγραφε, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πως η παραγωγή της ήταν τόσο μεγάλη, αφού, όσο ζούσε, μονάχα δέκα ποιήματά της είχαν δημοσιευτεί (κυρίως σε εφημερίδες, με πρωτοβουλίες φίλων που τη θαύμαζαν και χωρίς ποτέ να το επιδιώξει η ίδια), ανυπόγραφα και αλλαγμένα από τους εκδότες, ώστε να συμμορφωθούν με τις συμβάσεις της εποχής. Η Λαβίνια ανέλαβε το χρέος να φροντίσει για την έκδοσή τους: ως το τέλος της ζωής της (1899), δημοσιεύτηκαν τρεις συλλογές και δύο τόμοι με γράμματα. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν εβδομήντα χρόνια από το θάνατο της Ντίκινσον, για να έχουμε, το 1955, από τον T. H. Johnson, την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση 1.775 ποιημάτων της (variorum edition), και μία έκδοση αναθεωρημένη, το 1998, από τον R. W. Franklin με 1.789 ποιήματα. Τα 1.046 γράμματά της τυπώθηκαν το 1958, με επιμέλεια του T. H. Johnson και της Theodora Ward. […]
Η Έμιλυ είδε το φως στις 10 Δεκεμβρίου 1830, στο Άμερστ της Μασσαχουσέττης, μια μικρή πόλη δύο χιλιάδων κατοίκων, πλάι σε δάση από έλατα και σημύδες. Κρύφτηκε από τον κόσμο και έγραψε, κλειδωμένη στην κάμαρά της, κατορθώνοντας «να επιδείξει την πιο πρωτότυπη διάνοια απ’ οποιονδήποτε άλλο ποιητή της Δύσης, αρχίζοντας από τον Δάντη, αν εξαιρέσουμε τον Σαίξπηρ» (Bloom 1994, 291). Εξουθενωμένη από αλλεπάλληλους νευρικούς κλονισμούς, με επίσημη αιτία θανάτου μια πάθηση των νεφρών, τη νόσο του Bright, πέθανε στα πενήντα έξι της στο σπίτι που γεννήθηκε, ζώντας αποτραβηγμένη εκεί τα είκοσι τελευταία χρόνια, φορώντας ρούχα λευκά, έχοντας ξεμακρύνει από τον τόπο της έξι μόνο φορές, για λόγους υγείας ή για ολιγοήμερα ταξίδια. […]
Παιδί χαρισματικό και ώριμο, η Ντίκινσον μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι που κυκλοφορούσαν βιβλία, σε προτεσταντικά σχολεία με εξαιρετικούς δασκάλους —«Είμαι πάντα ερωτευμένη μαζί τους» (Γ 15)—, στο Άμερστ με τη ζωηρή πνευματική κίνηση (Λέσχη Σαίξπηρ, διαλέξεις, ρεσιτάλ). Μα όσο κι αν έλεγε για το φύλακα άγγελό της, τη Λαβίνια, που κι αυτή έμεινε ανύπαντρη, «δεν έχει Πατέρα και Μάνα, αλλά μόνο εμένα, κι εγώ δεν έχω Γονείς παρά μόνη αυτή» (Γ 391), ο άνθρωπος που έγινε η πιστή σκιά της ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά, ο άτολμος Ώστιν, ο «αδερφός Πήγασος» (Γ 110), που υπήρξε για την Ντίκινσον μια σχέση έντονα συναισθηματική και πνευματική. «Νομίζω ότι, όσο μεγαλώνουμε, λείπουμε ο ένας στον άλλο πιο πολύ, γιατί δε μοιάζουμε σχεδόν με κανένα, και γι’ αυτό εξαρτιόμαστε περισσότερο ο ένας από τον άλλον, για να βρούμε χαρά» (Γ 114), του έγραφε. […]
Το πρώτο ποίημα που έφτασε ως εμάς το γράφει στα είκοσί της. Γράμματα όμως (το είδος του πεζού λόγου στο οποίο εκφράστηκε) έχει αρχίσει να γράφει από τα δώδεκα, και συνέχισε χωρίς διακοπή μέχρι τις τελευταίες της μέρες (σώθηκαν πάνω από χίλια, αν και πολλά χάθηκαν ή σκόπιμα καταστράφηκαν). Όσο κυλούν τα χρόνια, η αλληλογραφία γίνεται όλο και πιο πολύ κομμάτι της ζωής της, καθώς τα γράμματα «αποτελούν το μοναδικό μέσο διαφυγής από τον εκούσιο εγκλεισμό της»(Johnson & Ward 1958, xix) — «ένα Γράμμα είναι χαρά Γήινη — που οι θεοί τη στερούνται» (Γ 960). Η συνήθεια να ταχυδρομεί ποιήματα για γράμματα, να ενσωματώνει ποιήματά της μέσα σε γράμματα, η συχνή χρήση παύλας, οι έμμετρες προτάσεις και οι εσωτερικές τους ομοιοκαταληξίες, «όλα τείνουν προς την αμφισβήτηση μιας αυστηρής ειδολογικής διαφοράς ανάμεσα στην ποίηση και στον πεζό της λόγο» (Farr 1992, 16).
Πυκνά και αποσπασματικά, κατάμεστα από μεταφορές και μετωνυμίες, πολλά γράμματα είναι ισοδύναμα με τα ποιήματά της. Πώς αλλιώς, αφού με την αλληλογραφία της η Ντίκινσον θέλησε να επικοινωνήσει και να γοητεύσει, να ασκηθεί ποιητικά και να συστήσει τον εαυτό της, να συγκεντρώσει γύρω της ποιητικό ακροατήριο, καθώς οι σαράντα από τους ενενήντα εννιά αλληλογράφους μιας ολόκληρης ζωής ήταν και οι μοναδικοί παραλήπτες των ποιημάτων της· ορισμένων ποιημάτων της, μιας και ήταν ελάχιστοι εκείνοι που έλαβαν περισσότερα από ένα (Juhasz 1984, 170-192· Miller 1968, 29-39). «Ένα Γράμμα το νιώθω πάντα σαν αθανασία, γιατί είναι μόνο ο νους του φίλου χωρίς το σώμα του» (Γ 330). […]
«Η Δημοσίευση είναι η Δημοπρασία του Ανθρώπινου Νου», «Ατίμωση της Τιμής» (Π 709), έγραφε η Ντίκινσον το 1863. Η άρνησή της να εκδώσει μένει ανεξήγητη. Η αποθάρρυνση από τον Χίγκινσον και οι επεμβάσεις στα δέκα ποιήματά της που είδε τυπωμένα· ο φόβος πως θα έχανε το προνόμιο της μόνωσης· η τακτική να επιστρέφει στα ποιήματα μετά από χρόνια· η πεποίθηση ότι οι αλληλογράφοι της ήταν το ιδανικό ακροατήριο — είναι κάποιες πιθανές απαντήσεις. […]
Από τους δύο στυλοβάτες της αμερικανικής ποίησης, ο Ουίτμαν επέβαλε άμεσα την κυριαρχία του στους μεταγενέστερους, ενώ η Ντίκινσον έδρασε με τρόπο αργό και υπόγειο. Μόλις το 1994 ο Harold Bloom, επικυρώνοντας καθυστερημένα την είσοδό της στο Δυτικό Κανόνα, τη θεωρεί ως τη «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης» (Bloom 1994, 295) και αναγνωρίζει ότι «δεν υπάρχει κανένας κριτικός που να στέκεται στο ύψος των διανοητικών της αξιώσεων και ούτε πρόκειται να υπάρξει» (Bloom 1994, 292). Αλλά και ο Alfred Kazin, στο μείζον έργο του An American Procession, σημειώνει ότι «ήταν η πρώτη νεωτερική συγγραφέας που έβγαλε η Νέα Αγγλία» (Kazin 1984, 164).
Η ποίησή της, δραματική, αμφίσημη και ειρωνική, αν και θα μπορούσε να ταιριάξει στο κλίμα που καλλιέργησε ο μοντερνισμός, παρασιωπήθηκε ωστόσο από τον Πάουντ και τον Έλιοτ, τους κορυφαίους αγγλόφωνους εκφραστές του. (Στο περιοδικό του Έλιοτ The Criterion δημοσιεύτηκαν, το 1925, σοβαρές επιφυλάξεις για το έργο της.) Νωρίτερα, η Amy Lowell (1874-1925) την είχε θεωρήσει πρόδρομο της νεώτερης ποίησης και υπόδειγμα για το κίνημα του εικονισμού. Ο Allen Tate (1899-1979), στο ιστορικό δοκίμιό του για την Ντίκινσον (1932), την προβάλλει ως βασικό πρότυπο για τις αρχές της Νέας Κριτικής. Ο Archibald MacvLeish (1892-1982) βρίσκει τη φωνή της άμεση και δραματική, «τυπικά νεωτερική».
Ποιητές που δέχτηκαν βαθύτερα την επίδρασή της ήταν ο Wallace Stevens (1897-1955) και ο Hart Crane (1899-1932), που της απευθύνεται στο ποιητικό του κατόρθωμα Η Γέφυρα (The Bridge, 1930). Ο Robert Frost (1874-1963) ήταν από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές της («η σπουδαιότερη γυναίκα συγγραφέας»), ο William Carlos Williams (1883-1963), αν και μαθήτευσε στην ποίηση του Whitman, θαύμαζε την οικονομία και την ελλειπτικότητα των στίχων της, ονομάζοντάς την «προστάτισσα αγία» του, ενώ η Marianne Moore (1887-1972) επηρεάστηκε από τις λεκτικές της επιλογές και τις ανατροπές στη σύνταξη. Η πεζογράφος Gertrude Stein (1874-1946) ομολογούσε την πνευματική της συγγένεια.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ποίηση μιλά για την ψυχική διάλυση και την πνευματική αγωνία, το έργο της Ντίκινσον θα έρθει στο προσκήνιο.
Τα αποσπάσματα από το επιλογικό σημείωμα του Ερρίκου Σοφρά με τίτλο «Η άβυσσος δεν έχει βιογράφο» (Γ 899) και τα τέσσερα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον έρχονται από το βιβλίο Έμιλυ Ντίκινσον, 44 ποιήματα και 3 γράμματα, επιλογή-μετάφραση-σχολιασμός-επίμετρο Ερρίκος Σοφράς, Το Ροδακιό 2005.