Η ιστορία του Θερσίτη στην Ιλιάδα είναι λίγο πολύ γνωστή. Σε μια συνέλευση των Αχαιών θα τολμήσει να μιλήσει και ακόμη χειρότερα θα τολμήσει να αμφισβητήσει την κατεστημένη ιεραρχία των Βασιλιάδων – Ηρώων. Ο Οδυσσέας θα τον τιμωρήσει για την αυθάδεια και το θράσος του. Από τα ομηρικά έπη και την κλασική Ελλάδα όπου ο Σωκράτης παρομοιάζεται με αλογόμυγα η οποία τσιμπά τους εφησυχασμένους πολίτες (Απολογία του Σωκράτη Πλάτωνας), έως τον Σπινόζα και τον Βολτέρο για να πλησιάσουμε την νεώτερη Ευρώπη, υπήρξαν άνθρωποι που άσκησαν κριτική στο κοινωνικό κατεστημένο βασιζόμενοι σε κάποιες αρχές.
Αυτές οι μεμονωμένες περιπτώσεις πνευματικών ανθρώπων ή διανοουμένων, ανήκουν σε μια μικρή πνευματική ελίτ (ο Σπινόζα προέρχεται από την εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ), που το μέγεθος και η προέλευση της αλλάζει από εποχή σε εποχή, όμως το σημαντικό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι πρόκειται για άτομα τα οποία εμφανίζονται σαν εξαιρέσεις στην εποχή τους. Η κατάσταση θα αλλάξει ριζικά τέλη του 19ου με αρχές περίπου του 20ου αιώνα με την δεύτερη βιομηχανική επανάσταση.
Ο Γκράμσι στο έργο του Τα τετράδια της Φυλακής θα περιγράψει πρώτος την ανάδειξη, μιας τάξης νέων «οργανικών» διανοουμένων. Λέει ο Γκράμσι αναφερόμενος στους τελευταίους: «ο καπιταλιστής επιχειρηματίας δημιουργεί στο πλάι του θέσεις για τον βιομηχανικό τεχνικό, τον ειδικό στην πολιτική οικονομία, τους οργανωτές μιας νέας κουλτούρας, ενός νέου νομικού συστήματος».
Tούτο μάλιστα αληθεύει ακόμα περισσότερο σήμερα, στα τέλη του εικοστού αιώνα, όπου είναι πάμπολλα τα νέα επαγγέλματα, ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί παραγωγοί, πανεπιστημιακοί, ειδικοί πληροφορικής, σύμβουλοι διοίκησης επιχειρήσεων, πολιτικοί εμπειρογνώμονες, κυβερνητικοί σύμβουλοι, συντάκτες εξειδικευμένων εκθέσεων αγοράς και ουσιαστικά όλο το φάσμα της σύγχρονης μαζικής δημοσιογραφίας που δικαιώνουν το όραμα του Γκράμσι.
«Στις μέρες μας, όλοι όσοι εργάζονται σε κάποιο τομέα που συνδέεται με την παραγωγή ή την κατανομή της γνώσης είναι, σύμφωνα με την έννοια που δίνει στον όρο ο Γκράμσι, διανοούμενοι. Στις περισσότερες βιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης, η αναλογία μεταξύ των λεγόμενων βιομηχανιών της γνώσης και αυτών που σχετίζονται με την καθαυτό φυσική παραγωγή έχει σημειώσει κατακόρυφη αύξηση υπέρ των πρώτων….»
Δύο ειδών σημαντικές πιέσεις ανάμεσα σε άλλες, δέχεται ο διανούμενος προκειμένου να φιμωθεί. Η πρώτη είναι η κυρίαρχη αντίληψη, ότι θα πρέπει να περιοριστούμε, να μιλάμε ή να κρίνουμε αποκλειστικά μόνο στα πλαίσια κάποιας ειδικότητας που έχουμε ή μέσα στο δικό μας γνωστικό μας πεδίο. Αυτό δεν αληθεύει. Το άλλο είδος πίεσης που δέχεται ο διανοούμενος είναι η απορρόφηση του από το σύστημα, η μετατροπή του δηλαδή σε επαγγελματία.
Μια από τις δομικές αλλαγές που επέφερε λοιπόν η βιομηχανική επανάσταση (και η υλικοτεχνική εξέλιξη που συνδέεται μαζί της) είναι η εμφάνιση ενός σημαντικού ως προς το σύνολο του πληθυσμού πλήθους διανοουμένων το οποίο όμως είναι καίριο, κατέχει κεντρική θέση για τη λειτουργία της σύγχρονης κοινωνίας. Μετά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η διαδικασία επιταχύνεται και επιχειρήσεις, μέσα μαζικής ενημέρωσης, πανεπιστήμια, κρατικές υπηρεσίες και τηλεπικοινωνιακά δίκτυα επανδρώνονται από γυναίκες και άνδρες υψηλής μόρφωσης που καλούνται να λειτουργήσουν οργανισμούς και μηχανισμούς που γίνονται όλο και πιο πολύπλοκοι.
Η εξέλιξη αυτή θα έχει επιπτώσεις και στην εκπαίδευση. Οι φοιτητές, μια ασήμαντη κοινωνική ομάδα τον 19ο αιώνα, συνήθως συντηρητική, θα ενισχυθεί σημαντικά κυρίως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τόσο ώστε, να αλλάξει πλήρως την φυσιογνωμία των κοινωνικών κινημάτων. «Μέσα σε είκοσι χρόνια, στο διάστημα 1960 – 1980, αν πάρουμε για παράδειγμα την Ευρώπη που είχε πολύ καλό εκπαιδευτικό σύστημα, ο αριθμός των φοιτητών τριπλασιάστηκε ή τετραπλασιάστηκε στη μέση τυπική ευρωπαϊκή χώρα εκτός από τις περιπτώσεις όπου αυξήθηκε κατά τέσσερις με πέντε φορές, όπως στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα, κατά πέντε με επτά φορές, όπως στην Φιλανδία, την Ισλανδία, τη Σουηδία και την Ιταλία, κατά επτά με εννέα φορές, όπως στην Ισπανία και τη Νορβηγία…» (Eric Hobsbawm – «Η εποχή των άκρων»).
Το πρώτο φοιτητικό κίνημα εμφανίζεται το 1919 στην Κίνα με διαδηλώσεις στην πλατεία Tiennamen σαν άμεση αντίδραση στη Συνδιάσκεψη των Βερσαλιών του ιδίου έτους, που ενέκρινε την ιαπωνική παρουσία στην ανατολική Κίνα. Τα φοιτητικά κινήματα θα κορυφωθούν την δεκαετία του 60. Ο Μάης του 68 στη Γαλλία (γεγονός που θα αφήσει τα σημάδια του στη γαλλική και ευρωπαϊκή κουλτούρα τα επόμενα χρόνια), θα πυροδοτήσει αντίστοιχες ταραχές στην Ιταλία το 1969, ενώ Πολωνία και Τσεχοσλοβακία θα ακολουθήσουν.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες το φοιτητικό κίνημα καταφέρεται εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, αφήνοντας αιχμές για την εξωτερική πολιτική της χώρας (γεγονός αδιανόητο μέχρι τότε). Η κριτική που ξεκίνησε απέναντι στο πανεπιστημιακό κατεστημένο, εξελίχθηκε ως κριτική στον γενικευμένο κονφορμισμό που αγκάλιαζε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Στην Ελλάδα λίγα χρόνια μετά, το φοιτητικό κίνημα θα συγκρουσθεί ευθέως με την δικτατορία των συνταγματαρχών, δημιουργώντας τις πρώτες ρωγμές στον “γύψο”. Τέλος το 1989 στην Κίνα, πάλι στην πλατεία Tiennamen, μια διαμαρτυρία φοιτητών, θα μετατραπεί σε ένα κίνημα που ζητάει τον εκδημοκρατισμό της χώρας, για να κατασταλεί στη συνέχεια με βίαιο τρόπο από το καθεστώς.
O διανοούμενος δεν είναι ούτε ειρηνοποιός, ούτε θεμελιωτής της συναίνεσης. Είναι ένας άνθρωπος που διακυβεύει όλη του την ύπαρξη για χάρη του κριτικού πνεύματος.
Ποιά είναι όμως η φυσιογνωμία του σύγχρονου διανούμενου; Ποιός είναι ο ρόλος του; Ποιά είναι τα κίνητρα του; Ο Σαϊντ αναφέρει: «Ο σύγχρονος δημόσιος βίος, ιδωμένος σαν μυθιστόρημα ή σαν έργο θεατρικό, κι επ’ ουδενί σαν σύνολο επιχειρηματικών συναλλαγών ή σαν το ακατέργαστο υλικό μιας κοινωνιολογικής μονογραφίας, αποτελεί το καλύτερο πλαίσιο όπου μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους οι διανοούμενοι δεν εκπροσωπούν απλώς κάποιο κοινωνικό κίνημα, πολύ γνωστό ή ελάχιστα γνωστό, μα έναν άκρως ιδιαίτερο, ή ακόμα και ανατρεπτικό, τρόπο ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς, αποκλειστικά δικό τους. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, η ανάλυση αυτού του ρόλου βρίσκει την καλύτερη, και πρώτη, πραγμάτωσή της σε κάποια ασυνήθιστα μυθιστορήματα του δεκάτου ενάτου και των αρχών του εικοστού αιώνα, Πατέρας και Γιοι του Turgenev, Η αισθηματική αγωγή του Flaubert , Ποτρέτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρή Ηλικία του Joyce, στα οποία η αναπαράσταση της κοινωνικής πραγματικότητας επηρεάζεται βαθύτατα και υφίσταται ριζικές αλλαγές εξαιτίας της ξαφνικής εμφάνισης ενός καινούριου δρόντως, του σύγχρονου νεαρού διανοούμενου…»
Ο Στήβεν Δαίδαλος, ήρωας του Joyce, θα δηλώσει εκφράζοντας ταυτόχρονα το πιστεύω του διανοουμένου για την ελευθερία. «…θα σου πώ τι θα κάνω καθώς και τι δεν θα κάνω. Δεν θα υπηρετήσω οτιδήποτε δεν πιστεύω πλέον, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου, είτε πατρίδα μου είτε Εκκλησία μου. Θα προσπαθήσω να εκφραστώ μ’ έναν τρόπο ζωής ή με μια τέχνη όσο πιο ελεύθερα και ολοκληρωμένα μπορώ…».
Και για να το διατυπώσουμε ξεκάθαρα. «…Σε τελική ανάλυση ο διανοούμενος δεν είναι ούτε ειρηνοποιός, ούτε θεμελιωτής της συναίνεσης. Είναι ένας άνθρωπος που διακυβεύει όλη του την ύπαρξη για χάρη του κριτικού πνεύματος, ένας άνθρωπος που επιδεικνύει μια έντονη απροθυμία να δεχτεί τις εύκολες φόρμουλες, τις τυποποιημένες ιδέες και τις καθυσυχαστικές διαβεβαιώσεις για τα όσα λένε και κάνουν οι άνθρωποι της εξουσίας και της συμβατικότητας, κι η απροθυμία αυτή διόλου δεν είναι παθητική: ο διανοούμενος διακατέχεται από έντονη, ενεργητική προθυμία να δεσμευτεί για τα παραπάνω σε δημόσιο επίπεδο…»
Δύο ειδών σημαντικές πιέσεις ανάμεσα σε άλλες, δέχεται ο διανούμενος προκειμένου να φιμωθεί. Η πρώτη είναι η κυρίαρχη αντίληψη, ότι θα πρέπει να περιοριστούμε, να μιλάμε ή να κρίνουμε αποκλειστικά μόνο στα πλαίσια κάποιας ειδικότητας που έχουμε ή μέσα στο δικό μας γνωστικό μας πεδίο. Αυτό δεν αληθεύει. Παρά τον κατακερματισμό των γνωστικών πεδίων σε ειδικότητες οι οποίες παράγουν ειδήμονες, δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός στο κριτικό πνεύμα κάποιου, ο οποίος έχει ειδικευθεί πχ. στη πρώιμη βικτωριανή ερωτική ποίηση, για να καταγγείλει μια καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων, ή ένα ζήτημα διαφθοράς. Ο Μπέρναλντ Ράσελ (μαθηματικός και φιλόσοφος) θα στρατευθεί υπέρ της ειρήνης, ο Νόαμ Τσόμσκι (γλωσσολόγος) θα επικρίνει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ κ.λ.π. Το άλλο είδος πίεσης που δέχεται ο διανοούμενος είναι η απορρόφηση του από το σύστημα, η μετατροπή του δηλαδή σε επαγγελματία που εργάζεται ή σε κρατική υπηρεσία, ή σε επιχείρηση, με λίγα λόγια οι απόψεις του δεσμεύονται από τα συμφέροντα του οργανισμού ή μηχανισμού τον οποίο υπηρετεί.
«…Κατά συνέπεια, το πρόβλημα για τον διανούμενο έγκειται στην αντιμετώπιση των “παραβιάσεων” που κάνει η σύγχρονη επαγγελματοποίηση, και μάλιστα, όχι μέσω της άρνησης παραδοχής της ύπαρξης ή των επιπτώσεών τους, αλλά μέσω της προβολής μιας διαφορετικής σειράς αξιών και προνομίων. Συγκεντρώνω τις αξίες και τα προνόμια αυτά κάτω από τον όρο ερασιτεχνισμός: δραστηριότητα που υποκινείται από τη φροντίδα και την αγάπη, και όχι από το κέρδος και την εγωιστική, περιοριστική εξειδίκευση. Ο σημερινός διανοούμενος οφείλει να είναι ερασιτέχνης: ένα άτομο που θεωρεί ότι, με το να είναι σκεπτόμενο και πολιτικοποιημένο μέλος μιας κοινωνίας, έχει συγχρόνως το δικαίωμα να θέτει ερωτήματα ηθικής φύσης σχετικά ακόμα και με τις πλέον ειδικές και επαγγελματικοποιημένες δραστηριότητες, στο μέτρο που οι τελευταίες εμπλέκουν τη χώρα του, την εξουσία της και τη σχέση της με τους πολίτες της και τις άλλες κοινωνίες…»
Στη σύγχρονη πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται σήμερα, ο ρόλος των διανοουμένων, ο ρόλος όλων των ανθρώπων που έχουν τύχει μόρφωσης, κάποιας κλίσης και ταλέντου, δεν πρέπει να είναι μόνο λειτουργικός ή στενά επαγγελματικός. Η κριτική, η διαμαρτυρία, η αντιπαράθεση, η γόνιμη αναζήτηση είναι απαραίτητες στις σημερινές κοινωνίες. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε οι ηθικές οικουμενικές αξίες να γίνουν αντιληπτές από όλους, με τρόπο που θα τίθενται περιορισμοί στις αυθαιρεσίες της άσκησης εξουσίας από τη μία, ενώ θα προσφέρει βοήθεια, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη σε όσους τα έχουν ανάγκη από την άλλη.
Ο Σαϊντ δέχθηκε το 1993 να δώσει 6 διαλέξεις στο BBC στα πλαίσια των διαλέξεων Reith. Οι διαλέξεις αυτές αποτέλεσαν το πρωτογενές υλικό για το παρόν βιβλίο. Ο ίδιος ο Σαϊντ καθηγητής αγγλικής και συγκριτικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia θα υποστηρίξει τον αγώνα της Παλαιστίνης για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Τα έργα του Οριενταλισμός και Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός θα επηρεάσουν έντονα τις ανθρωπιστικές επιστήμες.