Η πορεία του ανήκει στις μάλλον ασυνήθιστες: Η βάση του ήταν πάντα στο θέατρο, όμως είχε την τύχη να παίξει σε κάποιες από τις δημοφιλέστερες τηλεοπτικές σειρές που θυμόμαστε, καθώς και σε σημαδιακές ταινίες. Ξαφνικά, πλήρης αναγνώρισης και δημοφιλίας, αποφάσισε να φύγει για το Βερολίνο. Εξίσου ξαφνικά επέστρεψε πριν από δύο χρόνια, έχοντας στρέψει την προσοχή του κυρίως στη σκηνοθεσία. Αυτή τη στιγμή σκηνοθετεί τον «Θείο Βάνια» παίζοντας και τον ομώνυμο ρόλο, και ετοιμάζεται για πρεμιέρα στο ΚΘΒΕ με το «Ντα». Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος μιλάει στην Popaganda για τις επιλογές του και για μια γραμμή ζωής που υπήρξε οτιδήποτε εκτός από ευθεία.
Είναι δύο χρόνια που επέστρεψες από τη Γερμανία; Περίπου, ναι.
Τι σε έκανε να γυρίσεις; Γενικώς είμαι ένας άνθρωπος που μόλις δω τη μιζέρια να έρχεται, φεύγω. Και μόλις είχε αρχίσει να έρχεται η μιζέρια στο Βερολίνο. Πιο πολύ με φρίκαρε η μαυρίλα. Ενώ πήγαιναν όλα πολύ καλά, δεν άντεχα άλλο να ζω με αυτή τη μόνιμη μαυρίλα. Να βλέπεις ήλιο σπάνια, να μη μπορείς να βγεις από το σπίτι σου το χειμώνα από το κρύο. Ξέρεις, όλο αυτό. Ευτυχώς είχανε γίνει αρκετά πράγματα, αυτά τα πέντε χρόνια στο Βερολίνο ήταν απίστευτα, ούτε στο πιο τρελό μου όνειρο. Πήρα αυτά που ήταν να πάρω. Από την άλλη, με το που ήρθα στην Ελλάδα, που δεν ήμουνα και σίγουρος αν θα μείνω, μου κάθεται και μια πολύ καλή σχέση. Με όλα αυτά μαζί είπα ΟΚ, κι είμαι και πολύ χαρούμενος που γύρισα, επανεκτιμώντας πράγματα που πριν δεν τα έβλεπα, προ Βερολίνου. Είμαι μια χαρά – και χαρούμενος που έχω περάσει αυτή την εμπειρία.
Η αρχική σου απόφαση να φύγεις για εκεί πώς ελήφθη; Είναι κάτι πολύ αστείο. Το έχω ξαναπεί, αλλά θα στο πω εν συντομία. Εγώ δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου να φύγω. Κι ένα βράδυ βλέπουμε ειδήσεις στην τηλεόραση με την κολλητή μου – ήταν τέλος ’10, αρχές ‘11 – που μιλάνε για την κρίση κι όλο αυτό που έρχεται, και πιάνουμε μια κουβέντα για το πού θα πάμε να μείνουμε τώρα που έρχεται η καταστροφή. Αρχίζουμε να λέμε για πλάκα: εγώ θα πάω Λονδίνο, όχι εγώ θα πάω Παρίσι, και τελικώς εκείνη φεύγει στις 5 το πρωί. Πέφτω στο κρεβάτι, δεν με πιάνει ύπνος, κι αρχίζω και σκέφτομαι πως αυτό θα μπορούσε να μην είναι απλά μια συζήτηση, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Άρχισα να εξετάζω τα συν και τα πλην του να φύγεις. Το επιχείρημα που με έκανε να αποφασίσω «από αύριο ξεκινάς να το οργανώνεις», ήταν ότι είπα στον εαυτό μου: σε ένα χρόνο γίνεσαι 40, αν δεν το κάνεις τώρα δεν θα το κάνεις ποτέ. Έτσι έγινε!
Και πού σε πήγε; Τι σημαντικό συνέβη εκεί; Πάρα πολλά. Κατ’ αρχήν δούλεψα σε μια ξένη χώρα, σε μια ξένη γλώσσα, γνώρισα πάρα πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, δοκίμασα τις δυνάμεις μου. Πίστεψα πολύ περισσότερο στον εαυτό μου από ότι πριν φύγω. Ξεκίνησα ψυχανάλυση. Πραγματικά με ωρίμασε όλη αυτή η εμπειρία.
Στην Ελλάδα συνήθως στο θέατρο φτάνει μια πάλαι ποτέ γερμανική πρωτοπορία με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Εσύ εκεί τι είδες; Η τέχνη περνάει πολύ μεγάλη κρίση και στο Βερολίνο, όπως περνάει και παντού. Ομολογώ ότι δεν είδα τίποτα φοβερά ενδιαφέρον. Μην ξεχνάμε πως εμείς βλέπουμε κάθε φορά τα «καλύτερά τους», τα οποία όμως δεν είναι και πάρα πολλά. Ακόμα κι ο Όστερμαγιερ που εδώ τον έχουμε θεοποιήσει, στη Γερμανία θεωρείται και λίγο passé. Επίσης, βλέπεις πάρα πολύ αναμάσημα παλιάς γερμανικής πρωτοπορίας. Ή προσπαθούμε να βρούμε την καινούρια πρωτοπορία, αλλά δεν τη βρίσκουμε κι αναμασάμε τα προηγούμενα με λίγο διαφορετικό τρόπο. Για μένα όσον αφορά την τέχνη στο Βερολίνο, το μόνο που θεωρώ σημαντικό είναι ότι είναι μια μητρόπολη και περνάνε όλοι από κει. Μπορείς να δεις από μια αφρικάνική παράσταση – όπως έχω δει κι έχω εκστασιαστεί – κι από μια ιαπωνική, μέχρι μια νορβηγική. Αυτό είναι το καλό. Κι ως προς τη μουσική το ίδιο: έχεις τη δυνατότητα να δεις τα πάντα.
Και τα δικά τους; Τα γερμανικά τα ίδια, πλην της κλασικής μουσικής, δεν είχαν να μου πούνε τίποτα ιδιαίτερο. Ακόμα και οι όπερες άξιζαν απίστευτα μουσικά, αλλά σκηνοθετικά το 99% δεν είχε να πει τίποτα. Φυσικά όλο αυτό ήταν μεγάλη πρόκληση κι εμπειρία για μένα. Από τα δύο θέατρα που δούλεψα, το ένα στο Βερολίνο και το άλλο στο Αμβούργο, το πρώτο ήταν πιο εμπορική σκηνή, πιο κωμική. Φαντάσου το λίγο όπως θα ήταν εδώ με δικό του θέατρο ο Σταμάτης Φασουλής – το οποίο με ενδιέφερε αφάνταστα. Και σαν εμπειρία, σαν είδος που δεν το είχα κάνει ποτέ, αλλά το θεώρησα πολύ σημαντικό, λόγω γλώσσας, να ξεκινήσω με κάτι τέτοιο. Οι πρώτες μου παραστάσεις στο Βερολίνο ήταν δύο κωμωδίες μπουλβάρ. Αργότερα βέβαια, στο Αμβούργο, όπου έπαιξα πιο σημαντικά πράγματα, κάναμε και Σαίξπηρ. Αλλά αυτή η αρχή ήταν τέλεια για μένα.
Έτσι λοιπόν με το Βερολίνο. Δεν είναι μόνο το Βερολίνο. Θεωρώ ότι παντού υπάρχει μια τεράστια κρίση έτσι κι αλλιώς. Και στο Βερολίνο πλέον δεν είναι μόνο ως προς την τέχνη, αλλά γενικότερα. Όπως περνάμε εμείς, περνάει και το Βερολίνο. Αλλάζει χρόνο με το χρόνο τραγικά. Οι επιχορηγήσεις μειώνονται πάρα πολύ, και γενικά το πράγμα δεν κινείται όπως πριν από 15-20 χρόνια.
«Έχω πάψει πια να φοβάμαι να ασχοληθώ με μεγάλα κείμενα που παλιότερα μπορεί να τα φοβόμουνα. Τώρα όχι. Θεωρώ ότι πρέπει να βουτάς στα βαθιά. Ακόμα κι αν αποτύχεις, πάλι κερδισμένος θα βγεις.»
Το πέρασμα από την υποκριτική στη σκηνοθεσία από πότε το είχες στο μυαλό σου; Δεν το διαχωρίζω, βασικά. Είτε παίζω είτε σκηνοθετώ, το έχω στο μυαλό μου ως: κάνω θέατρο. Πάντα όταν παίζω, ασχολούμαι πάρα πολύ με τη σκηνοθεσία του άλλου και με ενδιαφέρει. Θεωρώ πως δεν γίνεται να παίξεις καλά αν δεν εντάσσεις αυτό που κάνεις στα πλαίσια μιας σκηνοθεσίας. Και το ανάποδο: το ότι είμαι ηθοποιός και σκηνοθετώ είναι πολύ σημαντικό γιατί μπορώ να καταλάβω τους ηθοποιούς και το πώς μπορούν να αντιληφθούν αυτό που θέλω και πώς μπορούν να το κάνουν πράξη. Ως σκηνοθέτης έχεις πολύ μεγαλύτερη ευθύνη, οδηγείς μια ολόκληρη ομάδα, πράγματα που δεν τα έχεις ως ηθοποιός. Αλλά πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου ως ηθοποιό, να διαφωνώ, για παράδειγμα, με το πώς γίνεται μια σκηνή που δεν έπαιζα εγώ. Ή μου άρεσε πώς έστηνε κάτι ένας σκηνοθέτης κι ήθελα να γίνει και κάτι παραπάνω. Πάντα δηλαδή με απασχολούσε, δεν ήμουν ποτέ ένας ηθοποιός που έλεγε: ΟΚ, παίζω κι οι άλλοι είναι ευχαριστημένοι, ως εδώ. Όταν ήμουν στις κουίντες, άκουγα τις σκηνές των άλλων. Έχω σκηνοθετήσει αρκετά, και προ Γερμανίας έχω κάνει αρκετές παραστάσεις, στο Κεφαλληνίας, και σε πιο μικρές σκηνές.
Κι από τότε που γύρισες έχεις σκηνοθετήσει αρκετά. Ναι. Καζιμίρ και Καρολίνα, Πάρτυ Γενεθλίων στο Από Μηχανής, που παίχτηκε για πολύ λίγο, Θείος Βάνιας, και τώρα κάνω το Ντα στο ΚΘΒΕ.
Ενδιαφέρον ρεπερτόριο. Ειδικά ο Τσέχωφ μου φαίνεται από τα πιο δύσκολα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς. Πώς επέλεξες το Θείο Βάνια; Τι είχες στο νου σου; Ο Τσέχωφ είναι πολύ αγαπημένος μου συγγραφέας. Είναι η τρίτη φορά που ασχολούμαι, έχω παίξει σε άλλα δύο. Τον θεωρώ μέγιστο. Σου ανοίγει άπειρους δρόμους ανάγνωσης. Ενώ επιφανειακά φαίνεται καθημερινός, απλό ψυχολογικό θέατρο, την ίδια στιγμή σου ανοίγει δρόμους απίστευτα σουρεαλιστικούς. Είναι ένα αίνιγμα τα έργα του. Ταυτόχρονα όμως δεν έχουν την ασάφεια κάποιων «κουλτουριάρικων» κειμένων. Πατάς σε κάτι πραγματικό. Μου ταιριάζει απίστευτα ιδιοσυγκρασιακά. Κι επειδή τα έργα, έτσι όπως μου προκύπτουν, ακολουθούν άθελά μου και μια διαδρομή ζωής, πολλές φορές δεν επιλέγεις και λογικά με τι θα ασχοληθείς, σου έρχεται ως αναλαμπή. Παρορμητικά κι από ένα περίεργο ένστικτο. Πιστεύω ότι ταιριάζει σε αυτή την περίοδο της ζωής μου και γενικά στην περίοδο που περνάμε τώρα. Από την άλλη, έχω πάψει να θεωρώ τα πράγματα δύσκολα. Όλα είναι το ίδιο δύσκολα και το ίδιο εύκολα. Άρα έχω πάψει πια να φοβάμαι να ασχοληθώ με μεγάλα κείμενα που παλιότερα μπορεί να τα φοβόμουνα. Τώρα όχι. Θεωρώ ότι πρέπει να βουτάς στα βαθιά. Ακόμα κι αν αποτύχεις, πάλι κερδισμένος θα βγεις.
Είναι και το momentum. Βλέποντας τώρα το δικό σου Βάνια, έκανα σκέψεις που κάποτε δεν θα τις έκανα. Ακούγοντας ότι δουλεύουμε για τους άλλους που δεν είναι εκεί. Μου έκανε και μένα τρομερή εντύπωση αυτή η φράση – την οποία σχεδόν δεν την πρόσεχε ποτέ κανείς. Να μη σου πω ότι δεν μεταφραζόταν κιόλας, επειδή δεν το πολυκαταλάβαιναν, το άφηναν σκέτο: να δουλέψουμε. Όταν διάβασα τη φράση, σκέφτηκα: Θεέ μου πόσο αγγίζει το σήμερα.
Κι εγώ πετάχτηκα πάνω μόλις το άκουσα. Αυτό λοιπόν θα κάνουμε; Θα δουλεύουμε μέχρι το τέλος του βίου μας για τους άλλους; Πράγματι, τρομερό.
Προ Γερμανίας, υπήρχε κι ένα πολύ ισχυρό mainstream στην Ελλάδα, το οποίο σε είχε στους κόλπους του. Και τηλεόραση είχες κάνει πολύ επιτυχημένη, και σινεμά, ασχέτως αν συμμετείχες και σε πιο πειραματικές δουλειές στο θέατρο. Σε σχέση με το θέατρο είναι πολύ λίγα. Απλά τα λίγα που έκανα έτυχε να γίνουν επιτυχίες. Η τελευταία δουλειά που έκανα στην τηλεόραση πριν φύγω ήταν ο Καρυωτάκης. Μάλιστα έφυγα σε μια περίοδο που πήρα βραβείο για τον Καρυωτάκη, όπως και βραβείο Κουν για τη Λήθη του Δημητριάδη στο θέατρο. Όλοι μου οι φίλοι μού έλεγαν: Είσαι τρελός παιδί μου; Πού πας; Να σου πω όμως κάτι; Βαριόμουνα γι’ αυτό το λόγο. Γι’ αυτό έφυγα. Θέατρο λίγο πιο ψαγμένο, πιο ουσιαστικό, στην Αθήνα μπορούσες να κάνεις σε πέντε σκηνές, κι ίσως να λέω πολλές. Εγώ είχα δουλέψει σε όλα κι είχα αρχίσει από αρκετά χρόνια πριν να πηγαινοέρχομαι από το ένα στο άλλο – τα οποία ήταν και στη γειτονιά μου, δηλαδή πήγαινα και με την παντόφλα. Δεν είχα καμία πρόκληση και αυτό είναι πάντα που σε κινητοποιεί. Ήξερα τους ανθρώπους, ήξερα πώς δουλεύουν, τέσσερις καλούς σκηνοθέτες με τους οποίους δούλευα συνέχεια, μου είχε γίνει πια λίγο ρουτίνα το πράγμα. Σίγουρα ήμουν σε πλεονεκτική θέση. Κάθε χρόνο επέλεγα την καλύτερη ανάμεσα σε τρεις προτάσεις, που και οι τρεις είχαν ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα όμως είχα λίγο βαρεθεί. Να ήταν κρίση ηλικίας; Κατάθλιψη; Δεν ξέρω. Γι’ αυτό επέλεξα να φύγω, να ζήσω την τεράστια πρόκληση του απόλυτα άγνωστου – και της άγνωστης γλώσσας. Ήταν πολύ ενδιαφέρον, πάρα πολύ κουραστικό, όλα πήγαν καλά, κέρδισα πολλά και είμαι πίσω επανεκτιμώντας τα πράγματα.
Το τοπίο στο ελληνικό θέατρο σήμερα πόσο έχει αλλάξει; Η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό είναι μιζέρια. Την ίδια όμως στιγμή, ενώ παλιότερα αυτό θα με κατέθλιβε, τώρα απ’ τη μια με προκαλεί, απ’ την άλλη δεν θέλω να τη βλέπω. Όπου τη βλέπω πάλι φεύγω. Μια δεύτερη λέξη είναι δήθεν. Πάρα πολλά πράγματα μου φαίνονται δήθεν, κυρίως στις «κουλτουριάρικες» καταστάσεις. Αλλά ο καθένας ακολουθεί την πορεία του, ασχολείται με αυτή τη δουλειά όπως νομίζει κι όπως μπορεί. Άλλωστε πώς θα ήταν δυνατόν όταν υπάρχει γενικότερη μιζέρια να μην υπάρχει και στο θέατρο; Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που τουλάχιστον δουλεύω ακόμα, γιατί έζησα τη «χρυσή εποχή» κι έχω χτίσει πέντε πράγματα. Σκέφτομαι βέβαια πως αν ήμουν ένας νέος ηθοποιός και ξεκινούσα τώρα, θα ήταν η απόλυτη καταστροφή. Έχω μαθητές και το βλέπω, λέω «αυτά τα παιδιά τι θα κάνουν;» Όμως είναι και προσωπική φάση το πώς βλέπεις τα πράγματα, κι εγώ είμαι πολύ καλά – ψυχολογικά μιλάω. Θεωρώ ότι είναι ένα στάδιο που ήρθε, θα το περάσουμε και πάμε γι’ άλλα. Δεν με ρίχνει. Ίσα-ίσα που με προκαλεί και με ιντριγκάρει.
Ενδιαφέρουσα επιλογή το Ντα στο ΚΘΒΕ. Αυτό ήταν παραγγελία. Μου το πρότεινε ο Γιάννης Αναστασάκης και χάρηκα πάρα πολύ. Είναι φοβερή εμπειρία – και με τους ηθοποιούς πάνω, και σαν παράσταση πιστεύω πως θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έχει πλάκα, γιατί όλοι μου λέγανε τα χειρότερα: «Πω πω, τι θα τραβήξεις!» Πραγματικά όλα πάνε ρολόι, είναι από τις πιο καλές δουλειές που μου έχουνε συμβεί. Είναι πολύ συγκινητική η ιστορία, αν και την κάνουμε λίγο διαφορετικά, όλη πάνω σε μια άδεια σκηνή, χωρίς αντικείμενα, χωρίς τίποτα. Είναι ένα έργο ρεαλιστικό, σχεδόν νατουραλιστικό.
Μετά από αυτό ξέρεις τι θα κάνεις; Όχι. Τίποτα δεν ξέρω.
Δεν κάνεις μακροπρόθεσμα σχέδια; Ποτέ. Σίγουρα μετά θα κάνω διακοπές τρίμηνες, που τις περιμένω πώς και πώς. Πάω σε ένα νησί και κάθομαι. Και δουλεύω στο κομπιούτερ τα επόμενα.