Η βάση σου είναι πλέον η Νέα Υόρκη. Από πότε; Από το Φλεβάρη του 2008. Όμως κάθε χρόνο κάνω ένα καλοκαιρινό διάλειμμα κι έρχομαι στην Ελλάδα. Μια φορά επιχείρησα να μην έρθω και έμεινα από μπαταρίες στη μέση της χρονιάς!
Πώς πήρες την απόφαση; Από μικρός ήθελα να φύγω. Ήταν ένα όνειρο που το δούλευα στο μυαλό μου. Ειδικά από όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τη τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό, ήξερα πως εκεί είναι ο πιο γόνιμος τόπος για το ιδίωμα. Και όντως, πήγα εκεί και το διαπίστωσα μόνος μου. Κι ενώ στην αρχή είχα σκεφτεί πως θα πήγαινα για λίγο, για να σπουδάσω, στο τέλος των σπουδών ένιωθα πως έχω πάρα πολύ δρόμο ακόμα, πως έχει πολύ ζουμί η επίσκεψη. Που απ’ ότι φαίνεται δεν είναι επίσκεψη, γιατί ζω εκεί πέρα περισσότερο καιρό από ότι σε οποιαδήποτε άλλη πόλη όπου έχω ζήσει, εκτός από τη Ζάκυνθο, όπου μεγάλωσα. Πριν από αυτό ήμουν πέντε χρόνια στην Αθήνα, τρία στο Άμστερνταμ. Στη Νέα Υόρκη είμαι πια επτάμισι.
Να λοιπόν γιατί σκεφτόσουνα από μικρός να ζήσεις κάπου αλλού. Ήδη οι διαμονές σου πριν τη Νέα Υόρκη ήταν αρκετά κατακερματισμένες. Για πες μου την ιστορία… Ξεκινάει στη Ζάκυνθο. Εκεί μεγάλωσα, εκεί έμαθα μουσική, την παραδοσιακή της Ζακύνθου: καντάδες, μαντολίνα, κιθάρες κλπ. Όλο αυτό το ιδίωμα το ελληνικό μεν, αλλά πιο δυτικό. Ασχολήθηκα με το κλασικό πιάνο για αρκετά χρόνια, κλασική αρμονία, αλλά τελικά έδωσα πανελλήνιες και πέρασα στο Πολυτεχνείο. Αυτός ήταν κι ο επίσημος λόγος για τον οποίο ήρθα στην Αθήνα.
Κι εγώ αυτό έχω τελειώσει! Α ωραία! Το άσκησες ποτέ;
Ένα χρόνο! Εγώ δύο χρόνια έκατσα στη σχολή, αν και ουσιαστικά έξι μήνες. Ταυτόχρονα έκανα μπάσο, ξέρεις, τις μουσικές μου σπουδές. Είχα περάσει στο μπάσο λίγο πριν, στη Ζάκυνθο, γιατί ήρθα σε επαφή με το Γιώτη Κιουρτσόγλου, ο οποίος είναι φοβερή έμπνευση για μένα από τότε, και είναι πια πάρα πολύ καλός μου φίλος. Αυτός ήταν ο δάσκαλός μου για δύο χρόνια, μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα, και στο όργανο, και για τη μουσική, και για τη ζωή. Μετά από αυτό αποφάσισα να δώσω εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο στη μουσικολογία. Πέρασα κι εκεί. Επίσημα έμεινα εκεί τρία χρόνια, αλλά ανεπίσημα δεν πήγα ποτέ, γιατί διαπίστωσα πως ήταν μια σχολή καθαρά θεωρητική χωρίς καθόλου πρακτική, ενώ εγώ αυτό που ήθελα ήταν να παίζω μουσική. Μετά αποφάσισα να πάω στην Ολλανδία, όπου έμεινα τρία χρόνια. Σπούδασα στο Κονσερβατόριο του Άμστερνταμ, που είναι πολύ καλή σχολή, έπαιξα με διάφορους μουσικούς και «ψήθηκα» στο ιδίωμα. Όμως, όπως η Ολλανδία είναι flat σαν χώρα, έτσι είναι κι η μουσική της σκηνή – βαρέθηκα λίγο. Ήθελα κάτι πιο συναρπαστικό, κι η Νέα Υόρκη σαφώς ήταν μια λογική συνέχεια αυτής της πορείας. Έτσι εδώ κι εφτάμισι χρόνια ζω εκεί, πηγαινοέρχομαι, έχω το γκρουπ μου, γράφω μουσική, και ταξιδεύω όσο μπορώ για να παρουσιάσω αυτή τη μουσική και μέσα στην Αμερική, και εκτός.
Στη τζαζ μυήθηκες από το Γιώτη, ή υπήρξε και κάποιο άλλο έναυσμα πριν από αυτόν; Υπήρξε έναυσμα μια δασκάλα μου στο πιάνο, με την οποία έκανα μαθήματα από 12-13 χρονών μέχρι και τα 15 μου, λέγεται Έρση Δρούκαλη και κατάλαβε πως είχα μια έφεση προς τον αυτοσχεδιασμό και την πιο πικάντικη αρμονία της τζαζ, οπότε άρχισε να μου δίνει να ακούσω πράγματα που ήξερε πως θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον μου. Chick Corea, Dave Brubeck, Gershwin… Έτσι έβαλε το νερό στο αυλάκι. Μου έδειξε πως μπορώ να κατευθύνω την ενέργειά μου προς αυτό το δρόμο. Ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο για μένα.
Υπήρχε και στο σπίτι σου μουσική; Οι γονείς μου είναι πολύ καλλίφωνοι και οι δύο, έχουν μουσικό ταλέντο, αλλά ποτέ δεν το εξάσκησαν. Η μαμά μου έπαιζε λίγο ακορντεόν κι υπήρχε ένα ακορντεόν στο σπίτι, ο μπαμπάς μου μαντολίνο, υπήρχε κι ένα σκεβρωμένο μαντολίνο το οποίο έπαιζα κινδυνεύοντας να πάθω τέτανο… Είχαν και πολλούς δίσκους. Ζούσαν στη Γερμανία για αρκετά χρόνια, είναι δάσκαλοι. Είχαν λοιπόν μια μουσική παιδεία. Περισσότερο άκουγα κάποιες συλλογές κλασικής μουσικής, τις είχα «φάει» κυριολεκτικά.
Στη Νέα Υόρκη το συναρπαστικό αλλά και τρομακτικό ταυτόχρονα, τουλάχιστον σε πρώτη φάση , είναι πως έχεις να παίξεις με τα «μεγάλα παιδιά». Είναι η Μέκκα της τζαζ: όποιος την αγαπά, είναι το όνειρό του να πάει και να παίξει εκεί. Φαντάζομαι λοιπόν πως ο ανταγωνισμός πρέπει να είναι τεράστιος. Ο ανταγωνισμός είναι όντως πολύ μεγάλος. Στην αρχή αυτό σε τρομάζει, γιατί αναπόφευκτα σημαίνει πως δυσκολεύεσαι να βρεις δουλειά, να βγάλεις χρήματα, που είναι απαραίτητα σε μια μεγάλη πόλη, και δη στη Νέα Υόρκη που είναι μια άκρως καπιταλιστική κοινωνία – και πολύ ακριβή πόλη. Όσο όμως μεγαλώνεις μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όσο συμφιλιώνεσαι με αυτό, τόσο καταλαβαίνεις και γιατί αυτή η πόλη είναι τόσο ενδιαφέρουσα μουσικά. Για μένα κάποια στιγμή έγινε ένα «κλικ» και κατάλαβα πώς αυτό το πράγμα μπορώ να το χρησιμοποιήσω προς όφελός μου. Θεωρώ ότι πρέπει να εκτεθείς, να βάλεις τον εαυτό σου σε μια θέση όπου μπορεί να απειληθεί ο εγωισμός σου. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να βελτιωθείς. Έτσι γίνεσαι πιο ισχυρός και ανταγωνιστικός. Αν και θα έλεγα πως η λέξη ανταγωνισμός στην τέχνη και τη μουσική είναι λίγο old –fashioned! Νομίζω πως είναι ανταγωνιστικό το mentality της Νέας Υόρκης, αλλά αυτό είναι και το κάρβουνο της μηχανής, πάει τα πράγματα μπροστά.
Αυτή τη στιγμή, πάνω στα χνάρια των παλιών, οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα στην Ελλάδα, έχει δημιουργηθεί μια ελληνική τζαζ σκηνή. Εσύ σε ποια σκηνή αισθάνεσαι ότι εντάσσεσαι; Δεν το’χω σκεφτεί, για να σου πω την αλήθεια, να βάλω ένα label στη δουλειά μου. Όμως σαφώς έχω επηρεαστεί πάρα πολύ από αυτούς τους μουσικούς, τις προηγούμενες γενιές, που, όπως λες, έχουν αγωνιστεί κι έχουν σημαντικό έργο πίσω τους. Μεγάλωσα ακούγοντας Iasis ή Human Touch ή το Σύλβιο Σύρρο, που είναι εξαιρετικός σαξοφωνίστας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν στο μουσικό τους ιδίωμα ελληνικό χρώμα. Οπότε αυτό πέρασε σε μένα. Όμως βλέπω τον εαυτό μου και τη μουσική μου να ανήκει στην πιο παγκόσμια μουσική κοινότητα, και, αν θέλεις να το δω και εμπορικά, θα ήθελα κάποια στιγμή η μουσική μου να απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Αλλά σαφώς είναι χρωματισμένη από την ελληνική σκηνή, την ελληνική τζαζ και την παραδοσιακή μουσική. Οπότε μάλλον είναι αυτό που λέμε στην εθνομουσικολογία «διαπολιτισμικότητα»: με το ένα πόδι από δω και με το άλλο πόδι από κει!
Κρατάμε στα χέρια μας και την πρόσφατη κυκλοφορία σου, το Minor Dispute. Μίλησέ μου γι αυτό. Τη μουσική αυτή τη δουλεύω εδώ και αρκετά χρόνια. Μάλιστα δύο από τα εφτά κομμάτια του συγκεκριμένου CD περιέχονται και στο πρώτο μου, αλλά εδώ είναι τελείως διαφορετικά. Θεωρώ πως είναι η πιο ώριμη δουλειά μου – αναπόφευκτα! Παίζω με αυτό το σχήμα εδώ και τέσσερα χρόνια. Είναι ο Gilad Hekselman που παίζει κιθάρα, και τον γνώρισα στη Νέα Υόρκη πριν πέντε χρόνια. Έχει αυτό το στοιχείο του διπλού πολιτισμού, γιατί είναι από το Ισραήλ, οπότε έχει τα ανατολικά ακούσματα, και ταυτόχρονα είναι ένας μάστορας της τζαζ. Εϊναι σαν να ξυπνάει μέσα μου μια φωνή ο Gilad. Είναι επίσης ο Jean-Michel Pilc, φανταστικός πιανίστας από τη Γαλλία ο οποίος ζει στη Νέα Υόρκη εδώ και είκοσι χρόνια, έχει φοβερό έργο πίσω του. Είναι ένας από τους πλέον διάσημους πιανίστες της τζαζ αυτή τη στιγμή. Κι ο John Hadfield είναι ένας αμερικανός κρουστός και ντράμερ από το Μιζούρι, αλλά έχει σπουδάσει κρουστά και μουσική της Μέσης Ανατολής, οπότε κι αυτός συνδυάζει τον ανατολικό και το δυτικό κόσμο. Αλλά νομίζω πως το ιδιαίτερο συστατικό αυτού του γκρουπ είναι το κουαρτέτο εγχόρδων. Είναι για μένα η γέφυρα της τζαζ με την κλασική μουσική και με τη world music, γιατί ο τρόπος που ενορχηστρώνονται τα έγχορδα δεν είναι πολύ κλασικότροπος, ενώ από την άλλη ο ήχος είναι πολύ κλασικός.
Ο ήχος της Μέσης Ανατολής δείχνει να έχει τελευταία όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη τζαζ, με σπουδαίους μουσικούς όπως ο Ibrahim Maalouf, ο Avishai Cohen, ο Gilad Atzmon, αλλά και μοιάζει να βρήκε τη θέση του στο ιδίωμα με μεγάλη φυσικότητα, σαν να ανήκε ανέκαθεν σ’ αυτό. Όντως. Νομίζω πως το στοιχείο των ισραηλινών μουσικών έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη Νέα Υόρκη. Υπάρχει ένα σημαντικό ρεύμα μουσικών από το Ισραήλ στις δεκαετίες του ’90 και του ’00, όπως ο Avishai Cohen που ανέφερες κι είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα, κι έπαιξε επί αρκετά χρόνια με τον Chick Corea, και νομίζω πως αυτός ενέπνευσε πάρα πολύ κόσμο στο Ισραήλ με τη λαμπρή του καριέρα. Υπήρχε όμως κι η υποδομή στο Ισραήλ, γιατί είχαν επιστρέψει εκεί από τη Νέα Υόρκη πολλοί μουσικοί που γνώριζαν πολύ καλά τη γλώσσα της τζαζ. Φτιάχτηκε λοιπόν εκεί ένα δυνατό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο παρήγαγε πάρα πολλούς μουσικούς. Έχω συνεργαστεί με πολλούς ισραηλινούς μουσικούς, όπως ο Shai Maestro, που έπαιζε με τον Avishai Cohen. Και με πολλούς σπουδαίους άραβες επίσης. Παίζω με έναν λιβανέζο πιανίστα, τον Tarek Yamani, που είναι εξαιρετικός. Θα σου στείλω να ακούσεις κι ένα CD που ηχογραφήσαμε πρόσφατα. Κι είναι αυτό που λες: αυτή η μίξη έγινε φυσικά. Όπως έγινε με τη latin μουσική τη δεκαετία του ’50, με τον Dizzy που ανακάλυπτε και σκάλιζε αυτούς τους ήχους, νομίζω πως τώρα γίνεται κάτι αντίστοιχο με τη δική μας παράδοση. Κι έχει νόημα, γιατί αυτή η μουσική έχει πάρα πολύ να κάνει με τον αυτοσχεδιασμό. Όταν αυτοσχεδιάζει το κλαρίνο, ακούς Coltrane! Κι επίσης grooveάρει, o ρυθμός είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, είναι χορευτική μουσική.
Μίλησες για τη σημασία της εκπαίδευσης. Οι περισσότεροι – όχι όλοι – οι μουσικοί των παλαιότερων γενεών ήταν αυτοδίδακτοι. Εσείς πάλι είστε μια γενιά όπου οι περισσότεροι έχετε στέρεες σπουδές πίσω σας, με μουσικές γνώσεις κλπ. Τι διαφορά βλέπεις να έχει αυτό στον τρόπο που παίζετε, πέραν του προφανούς, της τεχνικής που είναι κατακτημένη, λόγου χάρη; Υπάρχει όντως πολύ μεγάλη διαφορά. Η δική μου άποψη για την Ακαδημία και το ρόλο της δεν έχει μόνο θετικά στοιχεία. Ό,τι έχει δώσει, άλλα τόσα έχει πάρει κιόλας. Έχει πολύ θετικό αποτέλεσμα στην τεχνική κατάρτιση, στην τεχνική της σύνθεσης, δηλαδή οι πληροφορίες που έχει ένας μαθητής σήμερα είναι άπειρες. Όχι μόνο λόγω Ακαδημίας αλλά και internet, youtube κλπ. Θεωρώ πως υπάρχει μια πολύ μεγάλη στροφή προς το intellect, δηλαδή η ικανοποίηση του μυαλού έχει πάρει πλέον πολύ υψηλότερη θέση στην ιεραρχία. Οπότε αυτό ακούγεται κιόλας… Καμιά φορά ακούγεται καλά, καμιά φορά… όχι και τόσο καλά! Νομίζω πως χρειάζεται ένα διάστημα – εγώ τουλάχιστον το πέρασα – για να βρω τη φωνή μου, κάτι το οποίο αν δεν υπήρχε Ακαδημία, δεν θα χρειαζόταν. Καμιά φορά αυτή η διαδικασία δεν υπάρχει, πολλοί μουσικοί γράφουν ή παίζουν για να ικανοποιήσουν το δάσκαλό τους, η φωνή δηλαδή της Ακαδημίας είναι πάρα πολύ ισχυρή μέσα τους.
Υπάρχουν σπουδαίοι παλιοί μουσικοί που μου έχουν πει σε συνεντεύξεις ακριβώς το ίδιο πράγμα. Μα είναι πολύ μεγάλο θέμα αυτό. Έχει χάσει την αμεσότητά της η μουσική, γιατί ο ακροατής το νιώθει. Δεν θέλει να ακούσει πόσο άρτιος είναι κάποιος για να παίξει το υλικό που έμαθε στη σχολή του, δεν τον νοιάζει! Θέλει να ακούσει κάτι που τον αγγίζει συναισθηματικά. Αυτό έχει λίγο χαθεί.
Και μαζί μάλλον έχει χαθεί κι ένα κομμάτι της μυθολογίας της τζαζ. Κάποτε όταν ακούγαμε για τζαζ κλαμπ, στο μυαλό μας ερχόταν ένα καταγώγιο με πυκνούς καπνούς, πολύ αλκοόλ… Τώρα έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο! Νομίζω πως ήταν ο Christian Mc Bride που μου είχε πει πως τα περισσότερα κλαμπ όπου καλείται να παίξει μοιάζουν πλέον με την αίθουσα αναμονής του οδοντίατρου! Νομίζω πως υπάρχει μια γενική στροφή προς αυτή την κατεύθυνση. Ιδιαίτερα στη Νέα Υόρκη το παρατηρώ πάρα πολύ. Δεν είμαι και ο πλέον αρμόδιος για να το πω, γιατί πρωτοπήγα το 2008, δηλαδή μετά τους Δίδυμους Πύργους, μετά τον Τζουλιάνι και την υπέρμετρη αστυνόμευση της πόλης, όπου έχει πραγματικά καθαρίσει πάρα πολύ. Νομίζω πως αυτή η καθαριότητα έχει επηρεάσει τη μουσική. Η πόλη έχει γίνει πολύ ακριβή, έχει γίνει ένα φιλτράρισμα – τώρα καλό, κακό δεν ξέρω – αλλά μάλλον έχουν χαθεί πράγματα. Αυτό μπορώ να το πω με σιγουριά. Έχει χαθεί αυτό το edge που χαρακτήριζε τη Νέα Υόρκη – ακόμα υπάρχει, αλλά μάλλον ως ανάμνηση που φέρουν οι παλιοί παίκτες, αυτοί που έζησαν τη δεκαετία του ’80 ή του ’90.