Στην εποχή που όλα είναι ένα κλικ μακριά, ίσως μοιάζει φοβερά ρομαντικό ότι το 1991 μια ομάδα ανθρώπων στην Αθήνα με «αρχηγό» τον Κώστα Γιαννουλόπουλο αποφάσισαν να στήσουν από το μηδέν έναν jazz ραδιοφωνικό σταθμό στα FM. Ο σταθμός που ονομάστηκε Jazz FM λειτούργησε με πολύ μεράκι μέχρι και το 1997, οπότε και για λόγους ανωτέρας βίας αποφάσισε να κλείσει.
Ένας από τους παραγωγούς που πέρασε από τον σταθμό ήταν και ο Μελέτης Μοίρας, ο οποίος 20 και βάλε χρόνια μετά αποφάσισε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τον Jazz FM. Στο Diamonds In The Night Sky που έκανε πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης θα μάθετε όλη την πορεία του σταθμού μέσα από ανθρώπους που σχετίστηκαν με αυτόν, όπως ο Ιλάν Σολoμών κι ο Λεωνίδας Αντωνόπουλος, αλλά και ανθρώπους που δηλώνουν αιώνια εραστές της τζαζ όπως ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης.
Λίγο πριν απολαύσετε το Diamonds In The Night Sky στον κινηματογράφο Δαναό (30/11, 1/12, 3/12), ο δημιουργός του, Μελέτης Μοίρας, μιλάει για την σχέση του με τον σταθμό, το σινεμά, την δημιουργία της ταινίας αλλά και την ίδια την jazz.
https://www.youtube.com/watch?v=7vCROl6TWaM
Ποιά ήταν η πρώτη σου επαφή με τον Jazz FM και πώς θυμάσαι την εμπειρία σου από τον σταθμό; Ο Jazz FM ήταν ένα σοκ από το πρώτο άκουσμα στο ραδιόφωνο. Φαντάσου λοιπόν το μούδιασμα που ένιωσα όταν ο Ιλάν Σολομών ήρθε σε ένα πάρτι -πιτσιρικάς εγώ τότε- που έπαιζα μουσική και μου είπε : «Α! Ακούς μαύρη μουσική. Θες να κάνεις κάποιο δοκιμαστικό για τον Jazz FM;». Δεν ήταν καθόλου εύκολο να μπεις στον σταθμό και ειλικρινά δεν ξέρω τι είδαν πάνω μου. Πρέπει να έκανα 4-5 δοκιμαστικά και θυμάμαι έγραφα και ξαναέγραφα την λίστα με τους δίσκους για να την παραδώσω στον «Θεό» (Κώστα Γιαννουλόπουλο 1948-1997). Ο οποίος στο πρώτο ραντεβού και αφού είχε κοιτάξει την λίστα με το αυστηρό του ύφος, μου είπε: «Εδώ έχουν έρθει άνθρωποι και με λιγότερους δίσκους jazz, το θέμα είναι να υπάρχει αγάπη». Μετά από 2-3 μέρες μου ανακοίνωσε ο Ιλάν πως θα με πάρουν και θα παίζω 17:30-19:00 κάθε Κυριακή. Πρόσεξε, ούτε καν δίωρο. Μετά από 6 μήνες όμως πήρα «προαγωγή», 12:00- 14:00 κάθε Σάββατο-Κυριακή μεσημέρι και ήταν μια από τις φανταστικότερες περιόδους της ζωής μου. Ήμουν σε συνεχές ψάξιμο με τα παιδιά του σταθμού, με τρέχαν σε δισκοπωλεία και βιβλιοπωλεία δίνοντας μου ουσιαστικά την βασική παιδεία της jazz. Πάντως, αν λυπάμαι για κάτι σε αυτή την ταινία είναι που υπάρχουν τέτοιες αντίστοιχες ιστορίες (γιατί βέβαια στην ταινία παρ’ όλη την εμπλοκή μου στον σταθμό δεν μιλάω πουθενά) που δεν κατάφερα να εντάξω λόγω χρόνου. Το πως δηλαδή γινόταν η «στρατολόγηση» των παραγωγών και ουσιαστικά με τον τρόπο τους σε εκπαίδευαν μιας και δεν υπήρχαν την δεκαετία του ’90 γνώστες της jazz που να ενδιαφέρονται να κάνουν μια ραδιοφωνική εκπομπή ή τέλος πάντων, ήταν πολλοί λίγοι. Ήταν κάτι μοναδικό.
Από την ιδέα μέχρι την υλοποίηση, πόσος χρόνος χρειάστηκε για να φτιαχτεί η ταινία; Χρειάστηκα δύο χρόνια από την ιδέα. Τα γυρίσματα και το μοντάζ κράτησαν έναν χρόνο, ενώ οι τελευταίοι έξι μήνες ασχολούμουν σε σχεδόν καθημερινή βάση. Ξύπναγα και κοιμόμουν με τις ατάκες του ντοκιμαντέρ και με ποιο τρόπο θα συνδυαστούν. Όταν έβρισκα, δε, κάποιο αρχειακό κομμάτι, αισθανόμουν σαν τον πιτσιρικά που ξαναβρήκε την χαμένη τσουγκράνα του μέσα στην άμμο.
Γιατί αποφάσισες να την κάνεις τώρα και ποιο ήταν ενδεχομένως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην δημιουργία της; Την έκανα τώρα γιατί θεωρώ πως έχει κάτσει η σκόνη και μπορείς να δεις πια πολύ καθαρά, άλλα και να συγκρίνεις δυο εποχές. Τι άφησε; Τι έδωσε; Τι υποστήριξε; Πού έκανε λάθος; Επίσης ήθελα να αποδώσω ένα μεγάλο ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη μου προς μια παρέα που την έζησα από μέσα και ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό τότε και βέβαια στον Κώστα Γιαννουλόπουλο, που, εντάξει, δεν τα καταλάβαινα όλα όσα έλεγε και έπαιζε, αλλά μου έχει μένει η γλύκα και η συναίσθηση της μοναδικότητας του. Σε οτιδήποτε κάνω στην ζωή μου δεν θέλω να σκέφτομαι το οικονομικό αλλά την πίστη μου στην ιδέα, όποια και αν είναι αυτή. Τα «Διαμάντια» θα γυρίζονταν όπως και να ‘χει. Μπορεί να καθυστερούσαν λίγο για οικονομικούς λόγους, άλλα θα γυρίζονταν.
Γιατί επέλεξες να χρησιμοποιήσεις κωμικά στοιχεία στην αφήγηση της ταινίας; Την πρώτη μέρα -επαναλαμβάνω, την πρώτη μέρα- μετά από τρία τέταρτα εκπομπής στον σταθμό, χτυπάει το τηλέφωνο. Γεμάτος χαρά ο μικρός Μελέτης σηκώνει το τηλέφωνο και αναγνωρίζει την βαθιά, αγέρωχη φωνή του Κώστα Γιαννουλόπουλου που, χωρίς βέβαια να συστηθεί, του λέει : «Αγόρι μου, να θυμάσαι, άλλο η σοβαρότητα και άλλο η σοβαροφάνεια». Θέλεις να στο αναλύσω και άλλο;
Ποιά η γενικότερη σχέση σου με το σινεμά; Έχεις σκεφτεί ότι θα ήθελες να κάνεις και κάτι άλλο κι αν ναι τί; Είμαι σινεφίλ, από πάντα. Η πρώτη μου «δουλειά» σε ηλικία 9-10 χρονών ήταν σε θερινό σινεμά, μάζευα τα μπουκάλια στα κασόνια . Η πληρωμή ήταν μια πορτοκαλάδα και το ελεύθερο να δούμε την ταινία. Μην φανταστείς, Κατσαριδάκι αγάπη μου, Μπαντ Σπένσερ & Τέρενς Χιλ, τέτοια. Ξεκίνησα να κάνω ταινίες 20 χρόνια αφού τέλειωσα την σχολή κινηματογράφου Παπαντωνοπούλου, γιατί, πολύ απλά, τότε ένιωθα έτοιμος (Εμ, με αυτά που έβλεπες μικρός, πάλι καλά, θα μπορούσε να πει κάποιος). Απλά ξύπνησα ένα πρωί και ήθελα να γυρίσω ταινίες. Για να είμαι ειλικρινής, μεγάλου μήκους μυθοπλασίας είχα στο μυαλό μου (έχω τρεις αν ακούει κάποιος παραγωγός). Αλλά στην Ελλάδα για να κάνεις μεγάλου μήκους μυθοπλασίας πρέπει να συμπληρώσεις διάφορα παζλ δεκάθλου μαραθωνοδρόμου και εδώ που τα λέμε ,πραγματικά χρειάζεσαι «ψήσιμο» πιο πριν. Αλλά και ψημένος να είσαι, πάλι θες χρόνια λόγω του δαιδαλώδους ελληνικού συστήματος. Δηλαδή παρακολουθώ τους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες και απορώ με την υπομονή τους. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ξεκίνησα με τα ντοκιμαντέρ, βαριέμαι να κάθομαι και να περιμένω την κάθε επιτροπή πότε και αν θα μου παρέχει λεφτά για μια ιδέα που μετά από 3-4 χρόνια που μπορεί να υλοποιηθεί, εμένα θα μου έχει φύγει η ένταση της ιδέας -για να μη πω καύλα και παρεξηγηθώ. Εγώ τώρα θέλω να το ζήσω. Πραγματικά αν δεν είχα το La Soiree de Votanique και ήθελα να ζήσω από τον κινηματογράφο, δεν μπορώ να φανταστώ πως θα μπορούσε να γίνει. Έτσι, το 2017 γυρίστηκε το (Never Again) ², μετά τον Μάρτιο του 2019 τα «Διαμάντια» που έκαναν πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ενώ πριν 15 μέρες ολοκλήρωσα την δεύτερη μικρού μήκους ταινία, το Silence (είχα πει δε θα ξανά κάνω μικρού μήκους, άλλα υπέκυψα), η οποία έχει πάρει τον δρόμο της. Άλλα, ουσιαστικά, τον τελευταίο χρόνο ασχολούμαι με την άλλη μου μεγάλη αγάπη. Την Βαβέλ. Είμαι στο «βαθύ μοντάζ» της νέας μου ταινίας καταγραφής για το περιοδικό κόμικς Βαβέλ και τα φεστιβάλ αυτού βέβαια. Μια ιστορία κοντινή στα «Διαμάντια» αλλά ταυτόχρονα διαφορετική. Βασικά, Jazz FM και Βαβέλ με διαμόρφωσαν, για αυτό ήταν και τα πρώτα. Τέλος, έχω ξεκινήσει γυρίσματα για ένα ντοκιμαντέρ που ξεφεύγει από την θεματολογία του αστικού πολιτισμού που έχουν τα δυο προηγούμενα. Ή όχι; Πάντως θα ονομάζετε Close to the Core. Έχω και ένα για την Νίσυρο, άλλα αυτά ξέρεις, παίρνουν χρόνια. Γενικά όπως σου είπα, δεν μου αρέσει να κάθομαι.
Τι σου δημιούργησε μεγαλύτερη ικανοποίηση: η διαδικασία δημιουργίας του ντοκιμαντέρ ή όταν το είδες να προβάλλεται ολοκληρωμένο στην αίθουσα; Η διαδικασία δημιουργίας δεν συγκρίνεται με τίποτα. Να ξυπνάς κάθε πρωί και να νιώθεις την αγωνία του πρώτου ραντεβού. Να προσπαθείς να υλοποιήσεις όλες τις τρέλες ιδέες που σου έρχονται στο μυαλό. Να πηγαίνεις στον Λυκαβηττό 4:00 το πρωί για να γυρίσεις το «τέλειο» ξημέρωμα, προσπαθώντας να αποφύγεις τα ζευγαράκια, μιας και «Τι θέλει αυτός ο ανώμαλος με μια κάμερα 4:00 το πρωί στον Λυκαβηττό; Ε;». Και δίκιο είχαν οι άνθρωποι. Η ζωή που σου δίνει η διαδικασία πραγμάτωσης μιας ιδέας είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να βιώσεις. Εντάξει, ναι, θες μετά να το μοιραστείς με άλλον κόσμο, να το νιώσεις , σε πυρήνες, στην παρέα. Αλλά αυτό ξέρεις δεν είναι πάντα στο χέρι σου, ενώ η διαδικασία είναι σχεδόν πάντα.
Τελικά για σένα τί είναι η τζαζ; Μαγεία και συνεχής δημιουργία σε ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ, ενώ ταυτόχρονα μόνιμα εξελίσσεται.