10
Alien 3
(1992)
Ένα μνημειώδες φιάσκο που ο Φίντσερ αρνείται να σχολιάσει μέχρι σήμερα (εκτός από την περίφημη ατάκα του “well, if you hate it, I hate it more”), το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του αποτελεί ακόμα και τώρα παράδειγμα προς αποφυγή στο Χόλιγουντ. Ανερχόμενος βιντεοκλιπάς με cool cred αναλαμβάνει τα ηνία κορυφαίου τρομο-franchise, συγκρούεται καθημερινά με αγχωμένα κοστούμια του στούντιο (που παρόλα αυτά θεώρησαν καλή ιδέα να αναθέσουν σε έναν πρωτάρη να διαδεχτεί τον Ρίντλεϊ Σκοτ και τον Τζέιμς Κάμερον) και η αιώνια κόντρα ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργικότητα και τα corporate bottom lines αποκτά 7ψήφιο μπάτζετ σε ένα πετσοκομμένο threequel. H Ρίπλεϊ προσγειώνεται μετά τα γεγονότα της προηγούμενης ταινίας σε έναν πλανήτη-φυλακή και συνειδητοποιεί το Alien-αντίστοιχο του “the call is coming from inside the house!” (όπου the house = η κοιλιά της.) Φυσικά η μετέπειτα θεοποίηση του Φίντσερ οδήγησε πολλούς σε μια διστακτική επανεκτίμηση της ταινίας, με έμφαση στο αδάμαστο ταλέντο του σκηνοθέτη που δεν κατάφεραν ούτε οι συνεχείς παρεμβάσεις των άπληστων executives να καταπνίξουν. Πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά η ταινία είναι χάλια. Το franchise του Alien ξεμύτισε ξανά πριν λίγα χρόνια (μέσω Λαμίας στην περίπτωση του Προμηθέα του Σκοτ και με το εκπληκτικό, τρομερά αδικημένο Alien: Covenant), ενώ ο Φίντσερ απέκτησε ιερό status στον κόσμο της σινεφιλίας, οπότε τέλος καλό όλα καλά.
9
Tο Παιχνίδι
(1997)
Το επόμενο βήμα του Φίντσερ μετά το Se7en απογοήτευσε κοινό και κριτικούς (βέβαια δεν θα ξεπερνούσε εύκολα τον εαυτό του μετά από εκείνη την ταινία), όμως σήμερα θεωρείται από πολλούς «προφητικό» κι αρκετά παρεξηγημένο, ενώ το πρεστίζ του ανέβηκε αφότου συμπεριλήφθηκε και στην υψηλού προφίλ Criterion Collection. Ένα δυσεπίλυτο παζλ με κεντρική φιγούρα τον Μάικλ Ντάγκλας ως πλούσιο που συμφωνεί να λάβει μέρος σε ένα παιχνίδι ψυχολογικής και σωματικής δοκιμασίας για υψηλόβαθμους executives, το The Game σατιρίζει τον καπιταλισμό, τη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια ελάχιστων, τις δομές ισχύος, την ίδια τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας – όμως είναι κι απρόσμενα συγκρατημένο και αδιέξοδο εκεί όπου πνευματικοί του απόγονοι όπως το The Matrix τόλμησαν να τα δώσουν όλα. Έχει πλάκα, ωστόσο, ότι από όλες τις ταινίες του Φίντσερ, η συγκεκριμένη έχει γίνει συχνότερα αντικείμενο παρωδίας, ξεκινώντας από τους Simpsons (στο επεισόδιο “The Great Money Caper“) και φτάνοντας ως την ημι-ξεχασμένη κωμωδία Ραντεβού για Παντρεμένους με τον Στιβ Καρέλ και την Τίνα Φέι.
8
Δωμάτιο Πανικού
(2002)
Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ σε πρόσφατη συνέντευξή του περιγράφει το Δωμάτιο Πανικού ως την ταινία του Φίντσερ στην οποία επιστρέφει συχνότερα και θυμάται πόσο του ανέβηκε η πίεση όταν παρατηρούσε το φίλο του στο μοντάζ, να μετράει με λέιζερ ακριβείας τη φωτεινότητα του πλάνου. Το Δωμάτιο Πανικού, στο οποίο μια γυναίκα και η κόρη της (Τζόντι Φόστερ και Κρίστεν Στιούαρτ) προσπαθούν να αντιμετωπίσουν διαρρήκτες εγκλωβισμένες μέσα στο σπίτι τους, είναι το αποκορύφωμα της λατρείας του Φίντσερ για την τεχνική πλευρά του σινεμά και η διέξοδος για τις πολύ συγκεκριμένες εμμονές του με τις δυνατότητες του μέσου. (Είναι λογικό αυτή η ταινία να αποτελεί αγαπημένη του επίσης ακραία nerdy Σόντερμπεργκ.) Για τους περισσότερους, αυτή η κλειστοφοβική, αγωνιώδης αναμέτρηση του Φίντσερ με το τέλειο καδράρισμα υστερεί σε σχέση με τα μετέπειτα αριστουργήματά του, αλλά μακάρι το αμιγώς ποπκορνίστικο σινεμά να ήταν συχνότερα τόσο διεξοδικό και καλοστημένο.
7
Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον
(2008)
Ή αλλιώς «Όταν έκλαψε ο Φίντσερ». Μεταφέροντας τη νουβέλα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ με ήρωα έναν άντρα που γερνάει αντίστροφα, ο Φίντσερ άφησε τον κυνισμό του στην άκρη κι, επηρεασμένος από το θάνατο του πατέρα του, απέρριψε τις προσφιλείς θεματικές του και ξεγυμνώθηκε συναισθηματικά –για τα δεδομένα του ανθρώπου που έκανε το Se7en– με μια Oscar-friendly υπερπαραγωγή εκπληκτικής ομορφιάς (σε μεγάλο βαθμό χάρη στη μεταφορά της δράσης στην πάντα κινηματογραφική Νέα Ορλεάνη και στο πρωταγωνιστικό δίδυμο Μπραντ Πιτ-Κέιτ Μπλάνσετ – εκείνος αργεί λίγο, αλλά οι δυο τους δεν ήταν ποτέ πιο φωτογενείς). Εξαιτίας της ανορθόδοξης κατάστασής του, ο Μπέντζαμιν Μπάτον δεν έχει άλλη επιλογή παρά να διασχίζει την Ιστορία σαν σιωπηλός μάρτυρας, όμως ο Φίντσερ πασχίζει να βρει το ενδιαφέρον στο χαρακτήρα του πέρα από τη φιλοσοφική του υπόσταση και την αψεγάδιαστη τεχνική του. Ωστόσο, μια γκράντε ιστορία αγάπης οφείλει να υπάρχει σε κάθε φιλμογραφία που σέβεται τον εαυτό της. Άλλωστε ο Φίντσερ συνέχισε αμέσως μετά στο γνωστό νιχιλιστικό μονοπάτι του, οπότε οι φανατικοί θαυμαστές του (που δεν εκτιμούν ιδιαίτερα αυτή την ταινία), μπόρεσαν να κοιμηθούν (αν)ήσυχοι.
6
Το Κορίτσι με το Τατουάζ
(2011)
Στο line-up με τους συνήθεις υπόπτους της φιλμογραφίας του Φίντσερ (δηλαδή τους κατά συρροή δολοφόνους), το Κορίτσι με το Τατουάζ δεν καλείται πολλές φορές να κάνει ένα βήμα μπροστά, επισκιασμένο από τις μεγαλύτερες εμπορικές ή καλλιτεχνικές επιτυχίες του σκηνοθέτη. Η Έιμι Πασκάλ, τότε πρόεδρος της Sony, προσέγγισε τον Φίντσερ με την πεποίθηση ότι «τα franchises δεν είναι απαραίτητο να απευθύνονται σε 11χρονα» και μπορεί εισπρακτικά να αποδείχθηκε λάθος απόφαση, αλλά η μεταφορά του πρώτου μέρους της παγκόσμιας μπεστ σέλερ τριλογίας του Στιγκ Λάρσον έδωσε την ευκαιρία στον Φίντσερ να ανακαλύψει την αγαπημένη του ίσως πρωταγωνίστρια (η Ρούνεϊ Μάρα σε υποψήφια για Όσκαρ breakout ερμηνεία), να βυθιστεί για άλλη μια φορά στις μικρολεπτομέρειες μιας σχολαστικής έρευνας, να ξεσκεπάσει τη θαμμένη κάτω από το χιόνι υποκρισία της ανώτερης τάξης. Κυρίως, όμως, μέσα από μια ασυνήθιστη δομή 5 πράξεων στην οποία ένας δημοσιογράφος (Ντάνιελ Κρεγκ) ερευνά μια παλιά εξαφάνιση για λογαριασμό μιας πλούσιας οικογένειας και συνεργάζεται με μια αμφισεξουαλική, αντικοινωνική χάκερ, αναγκάζει το κοινό, αλλά και την ίδια τη βιομηχανία του, να έρθουν αντιμέτωποι με άβολες αλήθειες για τη βία ενάντια στις γυναίκες. Η ταινία κυκλοφόρησε πολύ κοντά με την πιο τυπική σουηδική μεταφορά του ίδιου βιβλίου, με την Νούμι Ραπάς ως Λίζμπεθ Σαλάντερ, χάνοντας λίγο από το momentum, αλλά παραμένει φιντσερική ως το κόκκαλο, με τους ήρωές της να φτάνουν στα όριά τους προσπαθώντας να ανακαλύψουν την αλήθεια.
5
Fight Club (1999)
Υπάρχει ιδανικότερος άνθρωπος να τοποθετήσει στη σωστή του θέση το Fight Club από τον ίδιο τον dark tyler; Υποκλέψαμε το chat μας με τον Θοδωρή Δημητρόπουλο του oneman.gr, στο οποίο αναλύουμε την, καθοριστική για την κουλτούρα γενικότερα, κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Τσακ Πολάνικ, απαντώντας, σε έναν συναγωνισμό κριτικού δαιμονίου, στη μοναδική κρίσιμη ερώτηση που χρειάζεται να γίνει για το Fight Club 21 χρόνια μετά:
4
The Social Network
(2010)
Ποιος είναι ο χειρότερος «βασισμένος σε αληθινό πρόσωπο» κοινωνιοπαθής στο σύμπαν του Φίντσερ, ο δολοφόνος Ζόντιακ ή ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ; Μπορεί ο δεύτερος να μην είναι κυριολεκτικά σφαγέας, αλλά η τυφλή, αρρωστημένη φιλοδοξία του ενεργοποίησε όλες τις φιντσερικές εμμονές με αποτέλεσμα το κινηματογραφικό πορτρέτο του να είναι για πολλούς η καλύτερη ταινία της περασμένης δεκαετίας (αλλά όχι για εμάς, που το βάλαμε στο #16). Κι ενώ σαν ακτινογραφία της σύγχρονης εποχής γίνεται όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο καίρια (κάτι που γίνεται πιο συναρπαστικό εφόσον ζούμε το σίκουελ σε πραγματικό χρόνο, στην αληθινή ζωή), αυτή η καταγραφή της εφεύρεσης του Facebook πλάθει το αφήγημα της αλήθειας (ο βραβευμένος με Όσκαρ σεναριογράφος Άαρον Σόρκιν ξέρει ποια είναι τα σωστά λόγια που κάνουν συναρπαστικές όλες τις εκδοχές της) κατά βούληση – όπως, άλλωστε, και το αμφιλεγόμενο αλλά παντοδύναμο μέσο κοινωνικής δίκτυωσης. Στο ρόλο του Ζάκερμπεργκ, ο Τζέσι Άιζενμπεργκ μετατρέπεται από ανυπόμονο whiz kid σε παγερό επιχειρηματία στα δύο timelines που είναι μοιρασμένη η ταινία και που στην πορεία αποκαλύπτουν οικουμενικές παραδοχές για τη δύναμη, την εντιμότητα, τον φθόνο, την αφοσίωση, την κοινωνική θέση και, φυσικά, τα ατομικά κόμπλεξ (η πρώτη σκηνή της ταινίας στοιχειώνει τον Ζάκερμπεργκ για πάντα). Ο Φίντσερ μεταχειρίστηκε αυτήν την κόντρα ανάμεσα σε μια παρέα κομπιουτεράκηδων σαν αρχαία τραγωδία, ρίχνοντας μια προειδοποιητική βολή στη σημερινή γενιά.
3
Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε
(2014)
Ο Φίντσερ έμοιαζε με ανορθόδοξη επιλογή για να μεταφέρει στο σινεμά το trashy στην καρδιά, έξυπνο στο μυαλό υπερεπιτυχημένο μυθιστόρημα της Τζίλιαν Φλιν για την εξαφάνιση μιας παντρεμένης (Ρόζαμουντ Πάικ) που μπορεί να έχει δολοφονήσει ο άντρας της (Μπεν Άφλεκ), αλλά μια και μόνο απόφασή του ήταν αρκετή για να αποδείξει ότι η ψυχρή, οξυδερκής ματιά του ήταν η σωστότερη προσέγγιση αυτής της αποδόμησης του όχι και τόσο ιερού θεσμού του γάμου: διάλεξε τον Άφλεκ για πρωταγωνιστή επειδή του φαινόταν μοιχός. (Όλα αυτά πριν το σκάνδαλο με τη νταντά, εννοείται.) «Μια κυνική μάχη των φύλων κι ένα his and hers νοσηρό παιχνίδι εντυπώσεων, το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε βρήκε τον καταλληλότερο εκφραστή του στο σινεμά στο πρόσωπο του Φίντσερ», γράφαμε πριν από ένα χρόνο που τοποθετήσαμε την ταινία στην 6η θέση των καλύτερων της δεκαετίας του 2010, για να καταλήξουμε: «…μια χειρουργικής ακρίβειας μελέτη των σύγχρονων σχέσεων ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, με μια γκραν γκινιόλ κορύφωση κι ένα αρρωστημένο φινάλε που αντλεί σατανική ευχαρίστηση από την υποκρισία των κοινωνικών συμβάσεων, του έρωτα και της τυφλής αισιοδοξίας των ανθρώπων που τολμούν να ξεκινήσουν μια κοινή ζωή. Ο Φίντσερ φωνάζει “κορόιδα!” από τη γωνία, αλλά εκείνα θα κάνουν πάντα ότι δεν ακούν».
2
Se7en
(1995)
Δύο ντετέκτιβ (Μπραντ Πιτ και Μόργκαν Φρίμαν) αναζητούν έναν serial killer που δολοφονεί τα θύματά του σύμφωνα με τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα, σε μια απροσδιόριστη αμερικάνικη μεγαλούπολη όπου βρέχει συνεχώς. Κάπως έτσι ο Φίντσερ μάς καλωσορίζει στην απόλυτη κόλαση, σε ένα από τα πιο ζοφερά, καταθλιπτικά κι απαισιόδοξα mainstream θρίλερ που έχουν γυριστεί ποτέ. Το Se7en σπρώχνει την meta θεωρία της Σιωπής των Αμνών στα (απάνθρωπα) άκρα της: η αφήγηση ελέγχεται από τον δολοφόνο, με τους διώκτες του να είναι απλώς μάρτυρες του μεγάλου σχεδίου του – το ίδιο και ο θεατής, που δεν βλέπει ποτέ τα νοσηρά εγκλήματα αλλά αφήνεται να τα φανταστεί από τις ψυχρές περιγραφές των αστυνομικών, με ακόμα πιο ανατριχιαστικά αποτελέσματα. Η ταινία περιλαμβάνει μάλλον τις πιο μνημειώδεις σεκάνς της φιλμογραφίας του Φίντσερ, σε συνδυασμό με τις πιο αριστοτεχνικές εμπνεύσεις του σκηνοθέτη: η ανάγνωση στη βιβλιοθήκη (που καθρεφτίζει τους τίτλους αρχής), το μαεστρικό κυνηγητό που προσγειώνεται ακριβώς στη μέση της ταινίας και φυσικά το αξέχαστο φινάλε, εκεί όπου την ταχυπαλμία διαδέχεται μια καταβύθιση στην απελπισία (και μια ατάκα για την pop culture αιωνιότητα: “What’s in the box?”). Και στον επίλογο, η φωνή του Φρίμαν -σε voiceover για πρώτη φορά- δεν είναι καθησυχαστική, αφού μετά από όσα προηγήθηκαν, δύσκολα πείθει η ρήση του Έρνεστ Χέμινγουεϊ ότι ο κόσμος είναι ένα μέρος για το οποίο αξίζει να αγωνίζεσαι.
1
Zodiac
(2007)
Κάθε διεκδίκηση της αλήθειας αντιστοιχεί σε μια δομή εξουσίας, σύμφωνα με τον Φουκώ (αυτόν με το εκκρεμές; Who knows…), και το Zodiac, ένα σχολαστικό procedural στο οποίο ένας σκιτσογράφος (Τζέικ Τζίλενχαλ), ένας δημοσιογράφος (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ) κι ένας ντετέκτιβ (Μαρκ Ράφαλο) μπαίνουν σε ένα μπαρ μαραίνονται σταδιακά από τη μανιώδη αναζήτηση ενός serial killer που έδρασε στα 60s και τα 70s στο Σαν Φρανσίσκο, θυμίζει πολύ αυτή τη μοναδική του προσέγγιση στην έννοια της αλήθειας. Η ιδιοφυία του Zodiac κρύβεται στην αντίφαση της θέσης του ως της πιο εξαντλητικά σκηνοθετημένης ταινίας του Φίντσερ που όμως η σκηνοθεσία της είναι εντελώς αόρατη. Οι ήρωες χάνονται ηθελημένα σε ένα λαβύρινθο πληροφοριών κι ο Φίντσερ τρελαίνεται να κινηματογραφεί την τυφλή αφοσίωση στα γρανάζια της έρευνας (την επαγγελματική γλώσσα, τη διασταύρωση στοιχείων) και να χρησιμοποιεί τους χαρακτήρες μόνο για εξυπηρετήσουν έναν αυστηρά προδιαγεγραμμένο σκοπό. Οι αδιέξοδες προσπάθειές τους αντηχούν στα μετέπειτα λόγια του Φίντσερ ότι «οι ταινίες δεν τελειώνουν, απλώς εγκαταλείπονται». Το Zodiac είναι η τρανή απόδειξη και, γι’αυτό, το αριστούργημα της μέχρι τώρα καριέρας του Φίντσερ.