Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της ηθοποιού Μάγκι Τζίλενχαλ θα μπορούσε να λέγεται και το “Πορτρέτο μιας Μητέρας που Φλέγεται”: από το λαμπερό αλλά ανηλεή ήλιο του ελληνικού ουρανού, από τις τύψεις για την πιο εγωιστική απόφαση που πήρε στη ζωή της, από θυμό και φθόνο για τους τουρίστες που την περιβάλλουν στις διακοπές της στις Σπέτσες, ανάμεσά τους και η νεαρή μαμά που υποδύεται η Ντακότα Τζόνσον. Μπορεί η εξόρμησή της να είναι σόλο, αλλά η γυναίκα δεν είναι στην πραγματικότητα μόνη της, αφού συνοδεύεται από αναμνήσεις, ενοχές και ανολοκλήρωτες επιθυμίες, οι οποίες αποκαλύπτονται σταδιακά μέσα από φλασμπάκ, στα οποία ο ρόλος της περνάει στην Τζέσι Μπάκλεϊ (Men), που κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ γι’ αυτή την ερμηνεία της, που συνδυάζει τη νεανική φλόγα με αμφιλεγόμενες επιλογές.
Ανάλογες κάνει και η Τζίλενχαλ, που υπογράφει το επίσης υποψήφιο για Όσκαρ σενάριο, προσπαθώντας να συλλάβει τη συναισθηματική αλήθεια του μυθιστορήματος της Έλενα Φεράντε. Στην αποδόμηση του αφηγήματος της συμβατικά επιθυμητής γονεϊκότητας, η Χαμένη Κόρη παρουσιάζει μια φιλόδοξη (υπάρχει χειρότερο είδος για την κοινωνία;) γυναίκα που είδε τον γάμο και την απόκτηση παιδιών σε νεαρή ηλικία ως εμπόδιο στην καριέρα, τις σπουδές και την ελευθερία της και μπορεί πλέον να απολαύσει την ανεξαρτησία της σε ένα μικρό νησί χωρίς τα οικιακά βάρη. Όμως σταδιακά η ταινία φροντίζει να ξεσκεπάσει την ανασφάλεια και την πικρία της, με σύμβολο μια κλεμμένη κούκλα, καθώς εκείνη επιχειρεί να συμβουλέψει μια αδελφή ψυχή, τουλάχιστον στα δικά της μάτια. Στο πρόσωπο της Κόλμαν διαγράφεται όλη η διαδρομή από το τραύμα στην αυτομαστίγωση κι από εκεί στον εγωισμό και στο πείσμα, ενώ η Τζόνσον φοράει το eyeliner της σαν φονικό όπλο μέχρι να κατασταλάξει σε μια πιο προσηλωμένη και τρυφερή εκδοχή του χαρακτήρα της. To σασπένς ανάμεσά τους σε κάθε τους συναναστροφή αποτελεί το πιο συναρπαστικό στοιχείο μιας ταινίας με καμιά φορά αποσπασματική ναρκοληψία.
Στη σύγχρονη εποχή, που έχει αναγάγει τη μητρότητα όχι μόνο σε ιερό καθήκον, αλλά και σε διαγωνισμό, η σκληρή ειλικρίνεια της ταινίας που ανατρέπει την εικόνα της ιδανικής μητέρας που λατρεύει το ρόλο της, αποτελεί μοναδική και ενδιαφέρουσα αφηγηματική προσέγγιση (δηλαδή απανωτά εγκεφαλικά για τις Μανούλες του Facebook). Κινηματογραφώντας τις Σπέτσες όχι σαν κάποιο πολυδιαφημισμένο παράδεισο για καλοκαιρινή χαλάρωση, αλλά σαν άλλη μια πηγή ενόχλησης, αγένειας και μιζέριας, η Τζίλενχαλ επεκτείνει το βεβαρημένο ψυχισμό της κεντρικής φιγούρας και στο γύρω περιβάλλον της, πετώντας αποφασιστικά στα σκουπίδια κάθε κόπια του Mamma Mia. Και επειδή καμιά φορά η μνήμη ξετυλίγεται με το δικό της ρυθμό, τον αναπαράγει και η ταινία, που συχνά επιπλέει χωρίς πυξίδα στον ηθικά διφορούμενο βάλτο που βρίσκεται η έτσι κι αλλιώς εσωστρεφής ηρωίδα της.