Περιπλανιέται στα Εξάρχεια -την περιοχή «όπου μία ακροαριστερή ομάδα σκότωσε έναν ντίλερ ναρκωτικών χωρίς οι μπάτσοι να τολμήσουν να επέμβουν».  Πίνει τα ποτά του στον «Ρινόκερω», ακούγοντας Sonic Youth από έναν dj που του γνωρίζει κάποιους με κότσια που αντιστάθηκαν στη χούντα και τους έχει μείνει ακόμα θάρρος για να τα βάλουν με την μαφιά των διακινητών. Κάπως έτσι ο Μακ Κας σαλπάρει για την Αστυπάλαια για να ξεπαστρέψει ένα κύκλωμα που εκμεταλλεύεται τους μετανάστες έχοντας ορμητήριο ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην άκρη ενός ακρωτηρίου.

Πρώην μπάτσος, μονόφθαλμος και καταθλιπτικός, ο Μακ Κας μαθαίνει ότι ο καλυτερός του φίλος, δεινός ιστιοπλόος, μαζί με την γυναίκα που ο Μακ αγάπησε όσο καμία άλλη χάθηκαν στη θάλασσα όταν το σκάφος τους ναυάγησε στη Μεσόγειο κοντά στο λιμάνι του Αλικάντε. Οι αρχές μοιάζουν απρόθυμες να ερευνήσουν την υπόθεση και ο Μακ αποφασίζει να ανακαλύψει μόνος του την αλήθεια. Το μόνο του εμπόδιο είναι η κόρη του η Αλίς, ένα κορίτσι δεκατριών χρονών που μόλις πρόσφατα, όταν πέθανε η μητέρα της, έμαθε την ύπαρξη της.

Βασανισμένος από τους προσωπικούς τους δαίμονες και συνειδητά αυτοκαταστροφικός, ο Μακ Κας ξεκινάει την έρευνα από την Βρέστη, σπέρνοντας μερικά πτώματα στη πορεία του. Επόμενος σταθμός η Αθήνα, μία πόλη που παρά τη συνεχή οικονομική ύφεση σφύζει από ζωή. Με συμμάχους τους παλιούς αντιστασιακούς, ανθρώπους που πιστεύουν κι αυτοί ότι η βία είναι κάποιες φορές απαραίτητη για να αποδοθεί δικαιοσύνη, θα ταξιδέψει στην Αστυπάλαια. Εκεί σύμφωνα με την παράδοση του γαλλικού νουάρ η τελική λύση θα είναι αιματηρή.

Ο Καρίλ Φερέ ταξιδεύει και γράφει. Στα μυθιστορήματά του το σκληροπυρηνικό νουάρ μπλέκεται πάντα με την πολιτική. Άλλωστε το αγαπημένο του συγκρότημα παραμένουν οι Clash, «η μόνη μπάντα που μετράει». Στα δύο προηγούμενα βιβλία του, το «Μαπούτσε» και το «Κόνδωρ», έγραφε για την Αργεντινή και τη Χιλή όπου είχε πολλά να πει από τους χιλιάδες αγνοούμενους της Χιλιανής χούντας μέχρι την εξολόθρευση των ιθαγενών στην Αργεντινή.

Το «Ποτέ πια μόνος» (εκδόσεις Άγρα) γεννήθηκε από τις εικόνες των προσφύγων να πνίγονται στο Αιγαίο. Το δυσοίωνο τραγούδι των Spoke Orkestra, «η σκόνη και η σύριγγα με έχουν τρελλάνει/ευτυχώς για μένα που απέμεινε το πιστόλι μου/ποτέ πια μόνος», βάφτισε το βιβλίο. Και ο Φερέ σκάρωσε μέσα σε τετρακόσιες σελίδες μία ιστορία όπου η απληστία των εφοπλιστών και το ξεπούλημα του λιμανιού του Πειραιά στην Cosco ανακατεύονται με το trafficking και την οδύσσεια των προσφύγων.

Κι όλα αυτά χωρίς διδακτισμό, πολιτική ορθότητα και μελόδραμα. Όπως αρμόζει σε ένα αυθεντικό νουάρ.


Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.