Όταν έχεις υπάρξει μέρος ενός από τα πιο δακτυλοδεικτούμενα μουσικά ρεύματα από καταβολής popular music είναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγεις από τον κακόφημο θρύλο που το περικλείει. Και λογικό, μιας και το νορβηγικό black metal είχε από όλα: από εμπρησμούς σε εκκλησίες μέχρι αυτοκτονίες και έριδες που κατέληξαν σε φόνους (περισσότερα μπορείτε να μάθετε στο σχετικό ντοκιμαντέρ).
Ο Attila Csihar εμφιλοχώρησε στις αρχές των 90s στους «αρχηγούς» του νορβηγικού black metal, Mayhem, και αποτελεί τη φωνή τους μέχρι και σήμερα, έχοντας ηχογραφήσει μαζί τους μεταξύ άλλων το άλμπουμ-ορόσημο για το είδος, De Mysteriis Dom Sathanas. Όμως ο Csihar δεν έμεινε εκεί, έχοντας βάλει ανά τα χρόνια το χέρι του σε πολυάριθμα μουσικά πρότζεκτ, με πιο αναγνωρίσιμο το σχήμα των Sunn O))) στους οποίους αναλαμβάνει τα φωνητικά στις ζωντανές τους εμφανίσεις.
Το ανήσυχο πνεύμα του οδήγησε και σε μια άλλη απροσδόκητη συνεργασία που θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε ζωντανά στην Αθήνα, αυτή με την κολεκτίβα των Lüüp, την οποία ο ιθύνων νους τους, Στέλιος Ρωμαλιάδης περιγράφει ως εξής: «ένα μουσικό πρότζεκτ στο οποίο το κάθε κομμάτι ενός άλμπουμ είναι διαφορετικό από τα άλλα και το κάθε άλμπουμ είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα. Δηλαδή μια μουσική κολεκτίβα που μπορεί να αποτελείται από ένα έως όσα άτομα χρειάζεται (ενορχηστρωτικά) το κάθε μουσικό του έργο, ελεύθερο να μπορεί να κινηθεί προς οποιαδήποτε μουσική εξερεύνηση και συνδυασμό διαφορετικών αναφορών, είτε μέσω της σύνθεσης είτε μέσω του αυτοσχεδιασμού. Με κοινό παρονομαστή ίσως τη σύγχρονη μουσική με ακουστικά όργανα».
Οι Lüüp παντρεύουν λοιπόν την κλασική ακουστική μουσική δωματίου με occult σκοτεινές αναφορές, όπως απέδειξαν και με τον τελευταίο τους δίσκο Canticles of The Holy Scythe. Ο δίσκος θα ακουστεί ολόκληρος την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου στο Temple με guest τον Attila Csihar, ενώ η βραδιά θα περιλαμβάνει και αυτοσχεδιασμούς αλλά και το “Freezing Moon” των Mayhem όπως μάλλον δεν το έχουμε ξανακούσει. Ως τότε, ο Attila Csihar μιλάει μαζί με τον Στέλιο Ρωμαλιάδη για αυτή την συνεργασία αλλά και για τον ακραίο ήχο, ενώ παραδέχεται ότι γι’ αυτόν ευτυχία είναι να ανεβαίνει στη σκηνή και να βλέπει τα παιδιά του χαρούμενα.
Έχεις υπάρξει μέρος ενός από τα πιο ακραία μουσικά παρακλάδια, όχι μόνο μουσικά αλλά και από την κοινωνική σκοπιά, το νορβηγικό black metal. Για σένα, τι σημαίνει ακρότητα; Νομίζω πως είναι ένα μέρος της φύσης μου. Έχει να κάνει πάντα με το να ωθείς κάτι στα όρια, να κάνεις κάτι που δεν έχει ξαναγίνει, να γίνεσαι κατά έναν τρόπο πρωτοπόρος σε ό,τι κάνεις. Το έχω στην προσωπικότητά μου, έχω μια τάση προς αυτό. Όταν κάνω κάτι, θέλω πάντα να το δοκιμάζω κάπως διαφορετικά και να προσπαθώ να είμαι ο καλύτερος.
Ένιωσες ποτέ πως λόγω όλου αυτού του θρύλου που ακολούθησε τη νορβηγική σκηνή, η μουσική ίσως έμενε ένα βήμα πίσω; Το έβλεπα εξ αρχής διαφορετικά. Είχα πρώτα μια μπάντα στην Ουγγαρία, τους Tormentor που ήταν αρκετά extreme. Ήταν το ’85, ήμουν πολύ νέος. Ήταν δύσκολο να βγάλουμε δίσκο αλλά ευτυχώς μπορέσαμε να φτιάξουμε μια κασέτα. Οι φαν μας το έστειλαν στη Νορβηγία και κάπως έτσι ήρθα σε επαφή με τους Mayhem. Δεν ήξερα πολλά γι’ αυτούς τότε. Άκουγα τις ιστορίες, αλλά ήταν κάτι που έπαιζε πολύ στο Τύπο της Σκανδιναβίας τότε. Η φοβερή σύμπτωση είναι ότι το παρατσούκλι μου στους Tormentor ήταν Mayhem! Ήρθε σε επαφή μαζί μου ο Euronymous, μου έστειλε να ακούσω Darkthrone και Burzum. Βρήκα τον ήχο ακραίο και κουλ αλλά δεν εντυπωσιάστηκα τόσο. Με ενδιέφερε, χωρίς να βιώσω κάποιο σοκ. Όταν όμως άκουσα τα demos για το De Mysteriis Dom Sathanas, αυτό «με έπιασε». Επομένως για να επιστρέψω στην ερώτησή σου, για μένα είχε να κάνει πάντα με τη μουσική. Όταν το άκουσα είπα «Γαμώτο! Δεν έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο». Ήταν ένας μοναδικός ήχος και κατά μία έννοια φουτουριστικός. Όταν αργότερα πήγα στη Νορβηγία για τις ηχογραφήσεις, κατάλαβα πόσο «μεγάλη» ήταν η όλη ιστορία της σκηνής στα media. Αλλά για μένα η αρχή όλων ήταν η μουσική.
Στην Αθήνα θα παίξεις με την μουσική κολεκτίβα των Lüüp. Έχουμε δει αρκετές φορές την κλασική μουσική να μπλέκεται με το μέταλ. Πιστεύεις τελικά πως τα δύο είδη είναι τόσο μακριά μεταξύ τους; Υπάρχει σίγουρα μια σύνδεση. Στον King Diamond π.χ. στις αρχές υπήρχε η ιδέα της ένταξης ενός κλασικού στοιχείου. Όταν ήμουν παιδί αγαπούσα το μέταλ, ήταν το πιο σημαντικό πράγμα για μένα. Αλλά την ίδια στιγμή μου άρεσε και η κλασική μουσική, άκουγα πολύ από μικρή ηλικία Modest Mussorgsky. Είναι όλα αυτές οι πτυχές της μουσικής που καταπιάνονται με το σκοτάδι. Επομένως χαίρομαι πολύ που θα παίξω με μια τέτοια μπάντα. Το έχω δοκιμάσει ήδη με τους Current 93, οπότε έχω μια σχετική εμπειρία. Κι έχω παίξει το ρόλο του Καιάφα στο μιούζικαλ Jesus Christ Superstar. Αυτή ήταν πολύ ωραία εμπειρία γιατί υπήρχε και το ροκ και το κλασικό στοιχείο. Έλεγα στους μουσικούς ότι τους θαυμάζω που μπορούν να διαβάζουν μουσική και μου έλεγαν ότι κι αυτοί θαυμάζουν ότι παίζουμε χωρίς νότες. Ανυπομονώ γι’ αυτή τη φορά γιατί τα πάντα θα είναι ακουστικά, δεν θα υπάρχουν ηλεκτρικά όργανα.
Στέλιος Ρωμαλιάδης: Για μένα το black metal (τουλάχιστον οι μπάντες που έχω συνδέσει εγώ ως black metal) είναι μια αντίδραση στη νόρμα, μια κραυγή ενάντια στο συντηρητισμό, μια μουσική ακραία, σκοτεινή, ενστικτώδης, επικίνδυνη, ανοιχτόμυαλη, ακομπλεξάριστη να ακουστεί «χύμα» και με μια πνευματικότητα που δύσκολα βρίσκεις σε δημοφιλή μουσικά «είδη». Στην «κλασική» μουσική πάντα υπήρχαν σκοτεινά μέρη από πολλούς συνθέτες ανά τους αιώνες και σίγουρα μια αντισυμβατικότητα και μια επικινδυνότητα επίσης. Πολλά έργα κλασικής μουσικής στην εποχή τους χαρακτηρίστηκαν ως «βάρβαρα». Είναι μακριά αυτά τα δυο είδη (και ειδικά η κλασική μουσική έχει τεράστιο εύρος και υποείδη) αλλά υπάρχουν και κοινά σημεία σε όποιον θα ψάξει να τα βρει. Όλη η μουσική απορρέει από μια πηγή, τον άνθρωπο με όλες του τις πτυχές και αντιφάσεις.
Πώς προέκυψε η συνεργασιά; Ήμασταν σε επαφή με τον Στέλιο Ρωμαλιάδη για πάνω από έναν χρόνο και μιλούσαμε γι’ αυτό το show. Άκουσα τη μουσική των Lüüp και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι μεν κλασική αλλά έχει κάτι από black metal.
Σ. Ρ.: Θαυμάζω το ερμηνευτικό εύρος και την προσαρμοστικότητα του Attila Csihar στα πολλά πρότζεκτ που έχει συμμετάσχει και παρακολουθώ την πορεία του. Πιστεύω ότι η προσέγγισή του ταιριάζει πολύ καλά με το τελευταίο άλμπουμ των Lüüp και έτσι του έστειλα ένα email με τη μουσική – έτσι ήρθαμε σε επαφή για ένα ενδεχόμενο live. Είναι μεγάλη μου τιμή να συνεργαστώ μαζί του όπως και με όλους τους άλλους συμμετέχοντες του πρότζεκτ.
https://www.youtube.com/watch?v=4t9e76fTofs
Για να γυρίσω την κουβέντα πίσω στον ακραίο ήχο. Πιστεύεις πως από τα 80s ως σήμερα έχει αλλάξει; Όχι μόνο μουσικά αλλά και σε επίπεδο σκηνής. Μέσα σε 30 χρόνια έχουν αλλάξει πολλά. Η μουσική, η τεχνολογία, η νέα γενιά που έχει έρθει. Πίσω στη δεκαετία του ’80, το heavy metal ήταν ήδη μεγάλο, αλλά το extreme metal ήταν στο περιθώριο. Σκέψου πως είχαμε θέμα ακόμη και με τους δημοσιογράφους του heavy metal, δεν τους πολυαρέσαμε. Τότε, αν φόραγες ανάποδο σταυρό ήσουν ακραίος, οπότε το έκαναν λίγοι. Φαντάζομαι πως έτσι πάει με όλα βέβαια, όταν έρχεται κάτι καινούργιο, ξενίζει όσους έχουν μια πιο «ορθόδοξη» αντίληψη. Συν τοις άλλοις, η σκηνή ήταν και πολύ μικρή ακόμη κι αν στη Νορβηγία υπήρχαν όλες αυτές οι μαλακίες με τα media. Στην αρχή παίζαμε σε μικρά venues και όλα ήταν τρελά, δεν υπήρχε ασφάλεια, γενικά πολύ κακές συνθήκες. Αν δεις στην πορεία πολλές μπάντες «μαλάκωσαν» τον ήχο τους. Οκ, όχι οι Slayer, αλλά οι Destruction, ακόμη κι οι Celtic Frost άλλαξαν λίγο. Αλλά τότε στη Νορβηγία δεν υπήρχαν φεστιβάλ όπως υπάρχουν σήμερα. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες χαίρομαι γιατί η μουσική μας είναι πια πιο προσβάσιμη. Ίσως έγινε ο κόσμος πιο extreme και απλά η μουσική μας άρχισε να βγάζει περισσότερο νόημα.
Πιστεύεις πως το ίντερνετ βοήθησε σε αυτό; Στην τελευταία δεκαετία, ναι. Αλλά ήδη από πριν τα πράγματα μεγάλωναν. Κοίτα για παράδειγμα το καλοκαίρι, είναι φοβερό ότι υπάρχουν τόσα μέταλ φεστιβάλ στον κόσμο. Και το extreme metal συγκαταλέγεται στα μεγάλα φεστιβάλ, δεν διαχωρίζονται πια. Έχει τον σεβασμό και του πιο mainstream metal κοινού, όπως κι εμείς σεβόμαστε το heavy metal. Το νεαρό κοινό ενδιαφέρεται και για τις παλαιότερες μπάντες. Από την άλλη, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το να γίνεται κάτι πιο εμπορικό δεν το βοηθάει πάντα από όλες τις απόψεις.
Έχεις αναμιχθεί σε πολλά και διαφορετικά μουσικά πρότζεκτ. Πόσο διαφορετικά εκφράζεσαι σε κάθε περίπτωση; Είναι αρκετά προσωπικό, το έχω συνηθίσει και το χρειάζομαι πλέον για να ισορροπώ. Για παράδειγμα, όταν με κάλεσαν στους Mayhem είχα μια μπάντα στην Ουγγαρία, τους Plasma Pool που ήταν ηλεκτρονικό πρότζεκτ, δεν υπήρχαν φυσικά όργανα. Η βάση μου είναι το μέταλ αλλά θέλω πάντα να πειραματίζομαι, όπως για παράδειγμα με τους Sunn O))). Ένας πειραματισμός θα είναι και το live με τους Lüüp.
Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις μουσικά και πιθανότητα δεν περνάει από το μυαλό μας; Θα ήθελα κάποια στιγμή να κάνω κάτι ηλεκτρονικό πάλι. Ξέρω βέβαια ότι δεν μπορώ να κάνω τα πάντα.
Στην ως τώρα καριέρα σου, για τι νιώθεις πιο ευγνώμων και τι θα ήθελες να ξεχάσεις; Οι Tormentor ήταν σημαντικοί γιατί ήταν το «μουσικό μου λύκειο». Οι Mayhem ήταν ορόσημο για μένα. Την ίδια στιγμή, εύχομαι να μπορούσα να πάω τον χρόνο πίσω και να βοηθούσα να αποφευχθούν κάποια πράγματα. Ξέρεις, οι φίλοι μας σκοτώθηκαν μεταξύ τους, είναι πολύ βαρύ αυτό. Ακόμη και σήμερα αυτό θα με σόκαρε πλήρως, σκέψου πως τότε ήμουν και πολύ νέος. Μουσικά, δεν θα μετάνιωνα για πολλά. Ίσως ότι σταμάτησα με τους Aborym. Πολλές φορές μπαίνουν στη μέση τα «εγώ». Πιστεύω πως ο μεγαλύτερος εχθρός ενός καλλιτέχνη είναι το ίδιο το δικό του κακό. Δεν λέω πως είμαι καλύτερος, αλλά αυτό είναι το δυσκολότερο κομμάτι.
Τελικά για σένα, τι είναι ευτυχία; Οπωσδήποτε το να είμαι στη σκηνή. Κάθε live είναι μια εκστατική εμπειρία, τις στιγμές που νιώθω ότι είμαι έξω από το σώμα μου νιώθω ευτυχία. Χαίρομαι όταν άνθρωποι μου λένε ότι αυτή ήταν η καλύτερη συναυλία της ζωής τους. Ασχολούμαι με τον πνευματισμό που επίσης με γεμίζει. Φυσικά, ευτυχία είναι και να βλέπω τα παιδιά μου χαρούμενα.
https://www.youtube.com/watch?v=z8VIhIIq-kk