Πέντε χρόνια μετά το 2009 υπάρχει μια αίσθηση ότι είμαστε όλοι ακινητοποιημένοι ή εγκλωβισμένοι ακόμα μέσα στην οικονομική κρίση σαν γεγονός, σαν κατάσταση ή και σαν διάθεση. Για όλους η κατάσταση άλλαξε, για άλλους περισσότερο, για άλλους λιγότερο. Συνεχίζουμε να ζούμε όμως, και όχι με λιγότερα πάθη και επιθυμίες από ότι πριν. Η ζωή συνεχίζεται, όπως πάντα. Η κρίση ως λέξη παρ’ όλα αυτά ακούγεται και γράφεται συνεχώς, κυριαρχεί τριγύρω μας σαν διαρκής υπενθύμιση, κάνοντας τα πράγματα να φαίνονται έκτακτα, εξαιρέσεις στον κανόνα, και αυτό μας αγκυλώνει σε ένα διαρκές έκτακτο παρόν. Άλλοτε συχνά βλέπουμε την έξοδο από την κρίση σαν μια επιστροφή στις ημέρες πριν το 2009, μια φυσιολογικότητα που κατοικεί στο παρελθόν, πράγμα που κάνει φυσικά δύσκολη μια προσπάθεια αποτίμησης γεγονότων ή κριτικής ανάλυσης του τι συνέβη και τι συμβαίνει σήμερα στην οικονομία της χώρας. Ενώ καθιστά ακόμη δυσκολότερο να απαντηθούν ερωτήματα του τύπου «ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας και με πιο τρόπο διαμορφώνουν την ελληνική οικονομία; Ποιες είναι οι ιδιομορφίες της οικονομίας μας σε σχέση με άλλες οικονομίες και τι μπορούμε να πράξουμε για αυτές;»
Η ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους βρήκε την μεγάλη συσσώρευση του ελληνικού κεφαλαίου έξω από τα όρια του νέου ελληνικού κράτους. Τα μεγάλα παραγωγικά κέντρα της ελληνικής αστικής τάξης ήταν η Αλεξάνδρεια, η Οδησσός, η Σμύρνη και η Τεργέστη. Παρ’ όλα αυτά η ελληνική κοινωνία προχώρησε μέχρι και τις μέρες μας δημιουργώντας τον δικό της παραγωγικό τύπο καπιταλισμού, βασισμένο και οριοθετημένο από τις ιδιομορφίες του ελλαδικού χώρου. Μικρή συσσώρευση κεφαλαίου, μικρός αγροτικός κλήρος και με την πλειοψηφία των οικονομικών μονάδων σε όλους τους κλάδους να είναι οικογενειακές. Κάποια νούμερα είναι χαρακτηριστικά για το πώς αποκρυσταλλώθηκε η ελληνική οικονομία. Το 57% όσων απασχολούνται στη «μη χρηματοοικονομική επιχειρηματική οικονομία» είναι είτε αυτοαπασχολούμενοι είτε σε επιχειρήσεις με λιγότερους από δέκα απασχολούμενους. Στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «27» ο δείκτης είναι 30%. Η Ιταλία είναι στο 47%, η Γαλλία στο 27%, η Μ. Βρετανία στο 21% και η Δανία στο 20%, για να αναφέρουμε μερικές ευρωπαϊκές χώρες. Στο σύνολο της οικονομίας μαζί με τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες, οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις άνω των 250 εργαζομένων δεν ξεπερνούν το 9% του εργατικού δυναμικού.
Οι οικογενειακές στρατηγικές προσθέτουν τις δικές τους ιδιομορφίες στις οικονομικές πρακτικές και στην οικονομική πραγματικότητα. «Μια οικονομία μικρών μονάδων ωθεί τα νοικοκυριά σε άλλες επιλογές από μια οικονομία υπαλλήλων και μεγάλων οργανισμών. Η οικογένεια αναζητά την σταθερότητα στην πολυέργεια, δηλαδή σε πολλαπλές πηγές εισοδήματος, όσες μπορεί να βρει και να προσποριστεί. Υπάρχει οικογενειακή αλληλεγγύη: τα πολλαπλά εισοδήματα απαιτούν πολλαπλά χέρια, ο πατέρας έχει το πρατήριο βενζίνης για τη σιγουριά, ο γιός σπουδάζει πληροφορική για το κάτι παραπάνω, αν όμως δεν του βγει, δεν θα πεινάσει. Η κόρη, κατά προτίμηση δασκάλα ή υπάλληλος του Δήμου, κάτι σταθερό, που αφήνει ελεύθερο χρόνο για να φροντίζει γέροντες γονείς και την επόμενη γενιά. Αν το οικογενειακό μαγαζί πάει καλά, το δουλεύει ολόκληρη η οικογένεια. Αν όχι , μένει να δουλεύει με ένα – δυο μέλη. Το σύστημα έχει θαυμαστή σταθερότητα , ευελιξία και διάρκεια. Σε οικονομία μικροϊδιοκτητών, οι επενδύσεις των νοικοκυριών διαφέρουν από αυτές στις οικονομίες της μεγάλης κλίμακας. Κατευθύνονται, απόλυτα ορθολογικά, σε ακίνητα και εκπαίδευση. Στις δυτικές οικονομίες οι αποταμιεύσεις επενδύονται συλλογικά μέσα από ασφαλιστικά ταμεία, ή από αμοιβαία κεφάλαια, ή από καταθέσεις. Καταλήγουν ως χρηματοδότηση στη βιομηχανία, στην τεχνολογία, σε υποδομές, και γενικά σε μεγάλους οργανισμούς. Στην ελληνική μικρή οικονομία η χρηματική αποταμίευση δεν έχει αξιόπιστες συλλογικές διεξόδους.
Το ανθρώπινο κεφαλαίο έχει άλλη μορφή στη μικροϊδιοκτησία. Στις δυτικές οικονομίες μπορεί να αναπτυχθεί μέσα από καριέρα, δηλαδή χτίζοντας σχέση με μια μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμό. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι χρήσιμη μόνο ως πρώτο βήμα στην καριέρα, αν η αγορά εργασίας δεν τη ζητά ούτε οι νέοι την επιδιώκουν. Στη μικρή ιδιοκτησία, η αξία του ανθρώπου επενδύεται στα ατομικά του στοιχεία. Η αγορά εργασίας δεν δίνει σαφή μηνύματα. Σημασία έχουν τα εφόδια που θα κατέχω σε μια γενικά αβέβαιη πορεία. Σπουδάζω μηχανικός όχι επειδή προσδοκώ να δουλέψω στη Volkswagen, αλλά επειδή θα έχω επιλογές ως έμπορος, κατασκευαστής, εργολάβος, μελετητής, ίσως και ως στέλεχος. Γι’ αυτό τα νοικοκυριά υπερεπενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών: σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών και πανελλαδικών εξετάσεων, σε δαπάνες διαβίωσης των φοιτητών. Στους εθνικούς λογαριασμούς, αυτές οι δαπάνες φαίνονται ως κατανάλωση. Αλλά είναι επένδυση.»
Ένα φυσικό επακόλουθο μεταξύ άλλων, όπως παρατηρεί ο Δοξιάδης, είναι ότι η ελληνική μεσαία τάξη, μια τάξη με σημαντικό πολιτικό και οικονομικό ρόλο στις σύγχρονες κοινωνίες, συγκροτήθηκε με διαφορετική δομή στο ελληνικό περιβάλλον. Την ελληνική μεσαία τάξη την απαρτίζουν λιγότερο στελέχη (από όλο το φάσμα της ιεραρχίας) που εργάζονται σε μεγάλες εταιρείες και οργανισμούς, οι λεγόμενοι white–collar workers, και περισσότερο ελεύθερα επαγγέλματα κοινωνικού κύρους. Αν την αμερικάνικη μεσαία τάξη την συμβολίζει ο Τζακ Λέμον στο Οικόπεδα με θέα του James Foley, ένας πωλητής που αγωνιά για την θέση του σε μια εταιρεία real estate, την ελληνική μεσαία τάξη στον κινηματογράφο την συμβολίζει ο δικηγόρος πότε ως Κωσταντάρας, πότε ως Παπαγιαννόπουλος. Ο τρόπος λειτουργίας μιας τέτοιας μεσαίας τάξης, οι προσδοκίες που τρέφει και τα συμφέροντα που υπερασπίζεται επηρεάζουν τα εργασιακά ήθη, τον τρόπο που συναλλάσσεται, που συναινεί και που πιέζει για παραχωρήσεις.
Το ίδιο το κράτος, που ο ρόλος του και η πολιτική του τουλάχιστον στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες πρέπει να βασίζεται σε μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη συναίνεση, στην Ελλάδα από τη μία πρέπει να συνδιαλλαγεί και να ικανοποιήσει πάμπολλες επαγγελματικές ομάδες με οποιαδήποτε κατακερματισμό προϋποθέτει αυτό στον οικονομικό και στον ασφαλιστικό τομέα (σχεδόν κάθε επαγγελματική ομάδα είχε το δικό της ασφαλιστικό σύστημα), στην εκπαίδευση και στη φορολογία. Από την άλλη, είναι αυτό το κράτος που επειδή διαθέτει την μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου, διευθύνει τις μεγαλύτερες εταιρείες και οργανισμούς ή εξασφαλίζει ροή κεφαλαίων σε μερίδα του ιδιωτικού τομέα με τον οποίο συναλλάσσεται. Σχεδόν νομοτελειακά μετατράπηκε δηλαδή άμεσα ή έμμεσα στον μεγαλύτερο εργοδότη. Η ανάγκη για διατήρηση των ισορροπιών, καθώς και οι πελατειακές σχέσεις έκαναν ένα τέτοιο σύστημα άκαμπτο μη δυνάμενο να αυτοβελτιωθεί.
Η κυριότερη συνέπεια του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε το ελληνικό οικονομικό περιβάλλον ήταν ότι δεν διαμορφώθηκε ένα θεσμικό περιβάλλον που να ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις ή την τάση μικρότερων να γίνουν μεγαλύτερες, οι οποίες να είναι προσανατολισμένες στις εξαγωγές, εκτεθειμένες δηλαδή στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Και ο λόγος ήταν ότι κανείς δεν πίεζε για αυτό. Εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα είναι οι δύο πετυχημένοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας. Η ποντοπόρος ναυτιλία και ο τουρισμός. Και οι δύο κλάδοι για διαφορετικούς λόγους ο καθένας μπόρεσαν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν επειδή δεν χρειάζονται κάποιο συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο και ελάχιστα έχει να κάνει το κράτος γι’ αυτούς.
«Οι ευρωπαϊκές χώρες που συγκεντρώνουν πολύ περισσότερο φόρο εισοδήματος από την Ελλάδα δεν έχουν μόνο καλύτερους μηχανισμούς ελέγχου. Έχουν επίσης πολύ μεγαλύτερες και παραγωγικότερες επιχειρήσεις. Αυτές έχουν βαθιές ρίζες στην χώρα τους, και ούτε φεύγουν ούτε κλείνουν επειδή οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές είναι υψηλές. Αυτό που τις κρατάει είναι σταθεροί θεσμοί, εργασιακή ειρήνη, εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, συνέργειες με την τοπική οικονομία: στοιχεία δηλαδή που δεν μπορούν να τα βρουν εύκολα σε μια νέα χώρα με χαμηλότερο κόστος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες που έχουν το υψηλότερο ποσοστό φόρων στο ΑΕΠ έχουν κατά κανόνα και πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ιστορικά, το σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό κράτος συνυπάρχει με μεγάλες, οργανωμένες, εξαγωγικές επιχειρήσεις με βαθιά τεχνογνωσία και ένταση κεφαλαίου. Είναι ένας τύπος κεφαλαίου που, σε αντίθεση με τη γνωστή ρήση έχει πατρίδα.»
Εντέλει η ελληνική οικονομία απέκτησε χρόνια προβλήματα. Είχε κάθε χρόνο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από το 1982 και στο εμπορικό ισοζύγιο από το 1962. Είχε σταθερά επί τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια πολύ υψηλή κατανάλωση (πολύ χαμηλή αποταμίευση) ως ποσοστό του ΑΕΠ. Είχε σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα κάθε χρόνο επί τουλάχιστον τριάντα χρόνια, και πολύ υψηλό προς το τέλος της περιόδου (2007 – 2009) και ως αποτέλεσμα είχε φτάσει να έχει σχεδόν το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση , ως ποσοστό του ΑΕΠ, μαζί με την Ιταλία και το Βέλγιο. Ο συνδυασμός αυτών των μεγεθών καθιστούσε την ελληνική οικονομία ευάλωτη. Όταν ήρθε η κρίση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές το 2008 βρεθήκαμε σε αδιέξοδο.
Ο Δοξιάδης στο βιβλίο του αναλύει την δομή της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με την νεοθεσμική οικονομική ανάλυση. «Στο ρεύμα αυτό οι θεσμοί (τυπική και άτυπη) καθώς και οι νοοτροπίες ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά των ανθρώπων, των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων, και εξηγούν γιατί κάποιες χώρες ευημερούν και άλλες όχι. Οι νεοθεσμικές θεωρίες επιδιώκουν να φωτίσουν και να εξηγήσουν τις μικροοικονομικές συμπεριφορές που διαμορφώνουν τα μακρομεγέθη, και πως αυτές διαφέρουν από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή. Στον πιο γενικό ορισμό, ο όρος περιλαμβάνει τους επίσημους θεσμούς (το σχολείο) και τους ανεπίσημους (το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο). Περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις (ιατρική νομοθεσία), τους οργανισμούς (το νοσοσκομείο), αλλά κα τις συχνές συμπεριφορές (το φακελάκι ). Περιλαμβάνει επίσης, σε μερικές θεωρήσεις, την ιδεολογία (τι είναι πρόοδος) και τη νοοτροπία (εργασιακή ηθική)».
Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει το πλεονέκτημα της μεγάλης εργασιακής εμπειρίας, αφού έχει εργαστεί σε επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους της οικονομίας και πολλά από τα παραδείγματα που προσφέρει είναι από πρώτο χέρι. Έχει αποφύγει έναν «στεγνό» ακαδημαϊκό λόγο, πράγμα που κάνει την μελέτη του ευανάγνωστη για ένα πλατύτερο κοινό. Αποκαλύπτει σταδιακά τις ιδιόμορφες δομές της ελληνικής οικονομίας και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που είχαν αυτές τόσο στις νοοτροπίες και συμπεριφορές των εργαζομένων και των οικογενειών όσο και στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Δεν αποφαίνεται ωστόσο ότι το ελληνικό παράδειγμα είναι ένας κακός τύπος καπιταλισμού γιατί δεν ακολούθησε συγκεκριμένα στάδια ωρίμανσης και ανάπτυξης. Αυτό δεν συνέβη πουθενά, μιας και κάθε χώρα είχε τις δικές τις ιδιομορφίες και διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο. Διαψεύδει όμως τις εύκολες εξηγήσεις και τις αφαιρετικές αφηγήσεις που κυριάρχησαν μετά την κρίση, είτε πρόκειται για μια δεξιά αφήγηση βασισμένη στη νεοκλασική θεωρία (η μείωση των μισθών, θα φέρει αύξηση των εξαγωγών), είτε πρόκειται για μια τεχνοκρατική αφήγηση (η αύξηση των φόρων θα φέρει αύξηση φορολογίσιμων ποσών), είτε τέλος μια τύπου αριστερή αφήγηση (οι αιτίες της κρίσης βρίσκονται έξω από τη χώρα στο κακό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κ.λ.π.).
Ο Δοξιάδης αυτό που κύρια θέλει να αναδείξει είναι ότι οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις (τι ταλαιπωρημένη λέξη!) και δημόσιες πολιτικές που εφαρμοσθούν, θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες στις κοινωνικές πρακτικές και δομές που υπάρχουν ήδη στην ελληνική οικονομία. Τα πλεονεκτήματα που διαθέτουμε δεν είναι λίγα. Η πολυέργεια και η καλή εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού υπάρχει. Η εξειδίκευση και ο συνδυασμός με καλά προϊόντα και καινοτομία μπορούν να κάνουν τις μικρομεσαίες μας επιχειρήσεις ανταγωνιστικές στο εξωτερικό. Μια αύξηση στο μέγεθος των επιχειρήσεων θα βοηθήσει. Τέλος, ένα κοινωνικό κράτος θα πρέπει να απευθύνεται σε ανθρώπους και όχι σε επαγγελματικές ομάδες και θα πρέπει να βασίζεται σε μια οικονομία που θα υπάρχουν και μεγάλες επιχειρήσεις με παραγωγικές επενδύσεις και εξαγωγές στην παγκόσμια αγορά. Θα πρέπει να βρούμε τρόπους να τα καταφέρουμε. Γιατί η ζωή συνεχίζεται. Πάντα.