– Anthony Marra –
Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Επί δεκαοκτώ μέρες, η Νατάσα κοιμόταν θαρρείς και ο κόσμος των ονείρων της ήταν το πραγματικό της σπίτι, στο οποίο επαναπατριζόταν για δεκαπέντε ώρες την ημέρα. Οπότε, τι μπορούσε να κάνει η Σόνια; Η Νατάσα ήταν εκεί, ασφαλής, ζωντανή και αληθινή, έτοιμη ν’ αρχίσει να δυσανασχετεί. Στο άτονο λευκό φως του πρωινού, μπήκε στο υπνοδωμάτιο της αδελφής της, μ’ ένα καυτό φλιτζάνι τσάι στο χέρι, και περιεργάστηκε το σώμα της όπως θα εξέταζε ένα πτώμα ή έναν κωματώδη ασθενή ή κάποιον που μπορεί να ’χε ποθήσει κάποτε, καιρό πριν. Το βλέμμα της σύρθηκε πάνω στις καμπύλες των γοφών της Νατάσας, την αλλόκοτη γωνία των αγκώνων που μπορούσε να τους εξαρθρώσει και να τους λυγίσει όποτε ήθελε, τις φαγωμένες άκρες των νυχιών της, τα πόδια της, ακόμα μακριά, ακόμα ευλύγιστα, τις καστανές τριχούλες στα χέρια κάτω απ’ τον αγκώνα που, όταν είχαν πρωτοεμφανιστεί, στην εφηβεία, η Σόνια τις χρησιμοποίησε για ν’ αποδείξει στη Νατάσα ότι μεταμορφωνόταν σε αγόρι. Το δέρμα της Νατάσας έλεγε όσα εκείνη δε θα ’λεγε ποτέ. Στα δάχτυλα των ποδιών της, σημάδια απ’ τη συχνή χρήση ηρωίνης· ο αριστερός της ώμος, διάστικτος με καψίματα από τσιγάρο. Αν η Σόνια έβλεπε αυτές τις ουλές στο σώμα κάποιου ασθενή της στο νοσοκομείο, δε θα ’νιωθε ούτε ίχνος οίκτου, αλλά εκεί, στο υπνοδωμάτιο της Νατάσας, τον ένιωσε όλον. Επί δεκαοκτώ μέρες έμπαινε στο δωμάτιο να ξυπνήσει την Νατάσα κι έκανε πίσω, φοβούμενη από τι όνειρα θα ξυπνούσε η αδελφή της, κι ο πιο δυνατός ήχος ξυπνητηριού που μπορούσε ν’ αφήσει, ήταν ένα φλιτζάνι τσάι που κρύωνε στο κομοδίνο.
Αλλά η Νατάσα δεν ήταν καλά. Το δέκατο όγδοο βράδυ, η Σόνια, όρθια πάνω απ’ το ξύλο όπου ψιλόκοβε δύο κρεμμύδια και μια πατάτα, έθιξε για πρώτη φορά το θέμα. «Νομίζω πως πρέπει να μιλήσεις σ’ έναν ψυχίατρο… ή κάποιον τελοσπάντων.»
Το βλέμμα που της έριξε η αδελφή της, ήταν το ίδιο με το αν η Σόνια της είχε ανακοινώσει ότι για δείπνο θα έτρωγαν το ξύλο κοπής.
«Απλώς νομίζω ότι θα σου ’κανε καλό να μιλήσεις σε κάποιον. Γι’ αυτά που συνέβησαν στην Ιταλία. Και για το πώς νιώθεις που είσαι σπίτι» είπε η Σόνια.
«Και να μιλήσω, δε θα βγει τίποτα.»
«Κάτι θα βγει.» Η Σόνια υπογράμμισε τα λόγια της με μια μαχαιριά στο κρεμμύδι.
«Όλες οι λέξεις του κόσμου δεν μπορούν να ξανακολλήσουν αυτό το κρεμμύδι.»
«Το ανθρώπινο μυαλό είναι πιο περίπλοκο από ένα κίτρινο κρεμμύδι.»
Η Νατάσα έπιασε πίσω τα μαλλιά της καθώς άναβε ένα τσιγάρο απ’ το μάτι της γκαζιέρας· την είχε αγοράσει ο πατέρας της, πριν από δώδεκα χρόνια, μεταχειρισμένη, από μια γυναίκα η οποία δεν έμελλε να ξαναβρεί φλόγα που να ’ψηνε τόσο καλά ένα αβγό. «Οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρω, θα ήταν τυχεροί αν είχαν κάτι τόσο μεγάλο όσο ένα κίτρινο κρεμμύδι ανάμεσα στ’ αφτιά τους.»
Η Σόνια κατάλαβε ότι η αδελφή της απομακρυνόταν από εκείνην, απ’ το θέμα, από οτιδήποτε είχε συμβεί στην Ιταλία. «Σκέψου το μυαλό σαν να ’ταν μυς… ή κόκαλο» είπε, κοιτάζοντας κάτω για ν’ απευθυνθεί στο πιο προσηλωμένο ακροατήριό της: τις κομμένες πατάτες. «Το ψυχικό τραύμα δε γιατρεύεται μόνο του, όπως δε γιατρεύεται κι ένα σπασμένο κόκαλο αν δεν το δέσεις.»
Η Νατάσα έγνεψε καταφατικά στο ξύλο κοπής. «Πείσε εσύ τις πατάτες και τα κρεμμύδια να πηδήξουν μέσα στο τηγάνι, και τότε θα μιλήσω σε ψυχίατρο.»
Παρά τη δραματική επιδείνωσή της, σκέφτηκε η Σόνια, η αντίσταση της Νατάσας ήταν μάλλον καλό σημάδι. Το πείσμα ήταν μια στήλη παράλληλη με τη σπονδυλική της, που θα τη στήριζε όταν δεν θα ’ταν κολλημένη στα οπίσθια της Σόνιας. Κι ενώ θα ’δινε τα πάντα για λίγη ευγένεια που θα λάδωνε τη σκουριασμένη σχέση τους, υπέμενε ευχαρίστως το αντιμίλημα και τα γουρλωμένα μάτια, αφού διαπίστωνε ότι η Νατάσα δεν είχε χάσει την ικανότητά της να την τρελαίνει. H αδελφή της ήταν ένας πάγουρος, κυνικός και μανιοκαπνιστής, που βγήκε απ’ το καβούκι του επειδή ένιωθε ασφαλής με την παρουσία της Σόνιας. Όταν η Νατάσα πίστευε ότι ήταν μόνη –τις μέρες που η Σόνια κοπανούσε την πόρτα, αλλά δεν έφευγε, για να την κατασκοπεύει–, έψαχνε για παχύτερα καύκαλα. Ήταν φοβερό να βλέπει τη Νατάσα μέσα από την κλειδαρότρυπα να διαιρεί το δωμάτιό της σε μικρά μικρά άσυλα. Μετακινούσε το γραφείο, το κρεβάτι και τη συρταριέρα όπως το κάνει ένα παιδί για να φτιάξει ένα ψεύτικο κάστρο, μέχρι που περικύκλωνε την κατασκευή με μια τάφρο από ποτήρια με νερό. Απ’ την άλλη μεριά της κλειδαρότρυπας, η Σόνια παρακαλούσε, αυτό το κάστρο να κρατούσε τους δράκους μακριά· και κάθε φορά, η καρδιά της, σαν να ’ταν χάρτινη, τσαλακωνόταν. Το βράδυ, όταν επέστρεφε, το κάστρο ήταν αποσυναρμολογημένο, και τα έπιπλα είχαν επιστρέψει στα λευκά ορθογώνια του άδειου τοίχου. Ποτέ δεν της ανέφερε τι είχε δει, κρατώντας το σαν υπενθύμιση να είναι τρυφερή και υπομονετική την ώρα που μαγείρευε. Ψιθύριζε γλυκόλογα στις πατάτες και τα κρεμμύδια, αλλά αυτά τα μαλακισμένα ήταν το ίδιο πεισματάρικα με την αδελφή της, την πιο μαλακισμένη απ’ όλα.
Η Νατάσα ενέδωσε όταν η Σόνια τής επισήμανε ότι, σε σύγκριση με τις ανεξάντλητες παραινέσεις της, μια συζήτηση μ’ έναν ψυχίατρο θα ’ταν τόσο ευχάριστη όσο μια καλοκαιρινή εκδρομή. Και παραδέχτηκε ότι είχε μιλήσει με ψυχίατρο στο καταφύγιο γυναικών της Ρώμης, τον ψυχίατρο που της είχε συστήσει να παίρνει έξι μήνες Ribavirin, που συνήθως δίνεται στην ηπατίτιδα, που η Σόνια το ’χε βρει στο μπάνιο, που η Νατάσα αρνήθηκε ότι το ’χε, που η Σόνια πίστευε ότι όλα αυτά είναι μαλακίες.
«Μιλούσε ρώσικα μ’ αυτήν τη γελοία ιταλική προφορά» είπε η Νατάσα. «Και κάθε φορά έτρεμα μην αρχίσει να τραγουδάει άριες.»
«Ποτέ δεν δίνω υποσχέσεις στους ασθενείς μου, αλλά εσένα σου υπόσχομαι ότι αυτός που θα βρω, δε θα μιλάει λέξη ιταλικά.»
Και προσπάθησε. Ξεψάχνισε τις επαφές της, μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψει ότι όλοι οι ψυχίατροι της πόλης ήταν νεκροί, εξόριστοι ή αγνοούμενοι. Η επετηρίδα του προσωπικού τού νοσοκομείου δεν περιείχε ούτε έναν ειδικό στην ψυχική υγεία. Ένα απόγευμα που κάπνιζε στο πάρκινγκ του νοσοκομείου, της ήρθε μια ακατάσχετη επιθυμία να γρονθοκοπήσει τα σύννεφα, αλλά εκτονώθηκε σ’ ένα εγγύτερο αντικείμενο, το καπό ενός Volga, μοντέλο του ’83, τόσο σαραβαλιασμένου, ώστε την διαπέρασε ένα νοσηρό ρίγος, σαν να ’δερνε ένα πληγωμένο ζώο για να του επαναφέρει τον πόνο. Πώς είχε φτάσει σ’ αυτό το σημείο; Μιλούσε άψογα τέσσερις γλώσσες, κι ωστόσο, οι γροθιές της πάνω στο σκουριασμένο καπό ήταν η πληρέστερη διατύπωση της ήττας της. Λίγους μήνες πριν από τον επαναπατρισμό, η καρδιά της είχε σκληρύνει σε σχέση με την απουσία της αδελφής της, αφήνοντάς την ν’ αγαπήσει τη Νατάσα στη μνήμη της όπως δε θα την αγαπούσε ποτέ στην πραγματικότητα. Η δική της εξορία ήταν αυτή που υποκίνησε τη φυγή της Νατάσας; Ναι. Εκείνη είχε φύγει πρώτη από την Τσετσενία; Ναι. Είχε γλιτώσει από έναν πόλεμο που η Νατάσα τον υπέμεινε μόνη; Ναι. Ε, δεν ήταν λογικό να επιχειρήσει και η Νατάσα την ίδια συναλλαγή, με το μοναδικό νόμισμα που είχε στην κατοχή της, το σώμα της; Όμως τώρα ήταν σπίτι και χρειαζόταν ιατρική βοήθεια που η Σόνια δεν μπορούσε να παράσχει. Άλλο κακιά αδελφή, άλλο κακός γιατρός – κι αυτό το αμάρτημα είναι πολύ πιο βαρύ. Η Ντέσι την βρήκε στο πάρκινγκ, να βγάζει με γροθιές τη σκουριά από το καπό του Volga. Τα δάκρυά της έγιναν καφετιά όταν τα σκούπισε με τα χέρια της. «Θες να μιλήσουμε;» ρώτησε η Ντέσι. – «Άει στο διάολο» της απάντησε.
Στο δείπνο, η Νατάσα δέχτηκε τα νέα με τη χαρακτηριστική της υπεροψία. «Τόσο το καλύτερο» είπε. «Οι τρελογιατροί είναι κάτι παρακμιακό που δεν αρμόζει σε μια χώρα σαν τη δικιά μας. Είναι οι μπιντέδες του ιατρικού επαγγέλματος.»
«Θα μπορούσες να μιλήσεις σ’ εμένα» προσφέρθηκε η Σόνια, με αρκετή γκρίνια στη φωνή της, ώστε να είναι σίγουρη ότι η Νατάσα θ’ αρνιόταν. Και όντως, αρνήθηκε. Επτά ολόκληρα χρόνια και τρεις εβδομάδες, όταν η Νατάσα εξαφανίστηκε για δεύτερη φορά, το μυαλό της Σόνιας δεν ξεκολλούσε από εκείνη τη στιγμή, εξετάζοντας όλες τις πλευρές, αλλά χωρίς να καταλήξει σε συμπέρασμα: αν ήταν πιο επίμονη, πιο καλή, πιο γλυκομίλητη…;
Καθώς ο θόρυβος του δρόμου γέμιζε τα κενά της κουβέντας τους, η Σόνια εγκατέλειψε. Αν ο κόσμος το ’χε βάλει σκοπό να την πνίξει, εκείνη θα σταματούσε να κολυμπάει. Παρέτεινε την παραμονή της στη δουλειά, έπειτα παρέτεινε τις διαδρομές της. Στο παζάρι, πουλιόταν οτιδήποτε μπορούσε κάποιος να σηκώσει και να κουβαλήσει: σιτηρέσια έκτακτης ανάγκης, σακιά με σπόρους, τόπια άκοπο ύφασμα, ακατέργαστο μαλλί, σανίδες, συσκευές βιομηχανικής κουζίνας, εγκαταλειμμένα πολεμοφόδια του Κόκκινου Στρατού, φανάρια της τροχαίας, μηχανήματα διύλισης πετρελαίου. Στο δρόμο για το Έκτο Νοσοκομείο, περνούσε μπροστά από ράφια με φορεμένα παπούτσια που είχαν μετρήσει περισσότερα χιλιόμετρα απ’ όσα ένα μέσο μαχητικό αεριωθούμενο της Ομοσπονδίας, μπροστά από οικοδομικά τετράγωνα με περισσότερους κρατήρες απ’ ό,τι η αριστερή ωμοπλάτη της αδελφής της, μπροστά από εξωτερικές σκαλωσιές και οικοδόμους που ανέβαζαν καρότσια με μπετόν.
Και καθώς οι δεκαοκτώ μέρες έγιναν είκοσι, σαράντα, εξήντα, η αίθουσα των Επειγόντων έγινε η πρωτεύουσα της αναγεννημένης δημοκρατίας. Καθε μέρα κατέφθαναν ασθενείς με εμφράγματα και πέτρες στα νεφρά, τα απλούστερα έκτακτα περιστατικά εν καιρώ ειρήνης· όταν ένας άντρας μπήκε κουτσαίνοντας λόγω μιας κάκωσης που είχε υποστεί παίζοντας ποδόσφαιρο, τον φίλησε στο μάγουλο – αυτός ο άντρας και η γυναίκα του έμελλε να φτιάξουν την πλάκα που θα τιμούσε το προσωπικό του νοσοκομείου των χρόνων του πολέμου και θα τοποθετούνταν στο πεζοδρόμιο έντεκα χρόνια αργότερα, με ελάχιστες επίσημες φανφάρες. Ο πόλεμος είχε τελειώσει· κανείς δεν ήξερε ότι ήταν απλώς ο πρώτος. Ακόμα κι έτσι, η έλλειψη ιατρικού υλικού παρέμενε άλυτο πρόβλημα.
Ήρθε σε επαφή με τον αδελφό ενός άντρα με μουστάκι φτιαγμένο από πόδια νεκρής αράχνης, που του ’χε σώσει τη ζωή όταν μια νάρκη έχωσε στο αριστερό του πόδι οκτώ ρουλεμάν, τέσσερις βίδες και τρία κέρματα των δέκα καπικιών. Ο αδελφός τη δέχτηκε στο πίσω κάθισμα μιας Mercedes που έκανε μικρούς κύκλους σε μια ράμπα μεγέθους γηπέδου τένις, ακριβώς έξω απ’ το γκαράζ του στο Βολτσάνσκ, τη μόνη ακέραιη ασφαλοστρωμένη έκταση που ήταν αντάξια ενός τόσο κομψού Δυτικού αυτοκινήτου. Ο άντρας σφήνωσε ένα Marlboro ανάμεσα στα μανικιουρισμένα νύχια του. Η Σόνια δε χρειάστηκε να κοιτάξει πέρα από το πρώτο του δάχτυλο για να επιβεβαιώσει την πρόσβασή του στους δρόμους του κοντραμπάντου που φιδοσέρνονταν ανάμεσα στα βουνά του νότου.
«Έσωσες τη ζωή του Άλου» είπε ο αδελφός, τοποθετώντας το τσιγάρο ανάμεσα στα λεπτά του χείλη που ενυδατώνονταν κάθε νύχτα με βάλσαμο αλόης. «Σου χρωστάω χάρη. Όχι πολύ μεγάλη, μη νομίζεις, γιατί τον Άλου τον συμπαθώ λιγότερο απ’ τους έξι αδελφούς μου.»
Του έδωσε μια λίστα με το ιατρικό υλικό που μπορούσε να προμηθευτεί πιο εύκολα: απορροφητικές κομπρέσες, αυτοκόλλητους επίδεσμους, αντισηπτικές αλοιφές, αναπνευστικά φράγματα, γάντια λάτεξ, ρολά γάζας, θερμόμετρα, ψαλίδια, νυστέρια, ασπιρίνες, αντιβιοτικά, χειρουργικές λεπίδες πριονιών και παυσίπονα. «Είναι βασικά πράγματα. Τα βρίσκεις σε κάθε διανομέα ιατρικών ειδών. Τα περισσότερα υπάρχουν σε κάθε κουτί Πρώτων Βοηθειών. Απλώς, τα θέλω σε μεγαλύτερες ποσότητες.»
«Ο Άλου μού μίλησε με πολύ καλά λόγια για σένα» γκρίνιαξε ο αδελφός. «Έπρεπε να το περιμένω ότι θα ’σουν βαρετή. Τίποτ’ άλλο;»
«Νόμιζα ότι μου χρωστούσες μόνο μία χάρη.»
Για το έργο:
Τις τελευταίες μέρες του 2004, σ’ ένα χωριουδάκι της Τσετσενίας, η οκτάχρονη Χαβάα κρύβεται στο δάσος όταν οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις αρπάζουν τον πατέρα της. Ο γείτονάς τους, Άχμεντ, ένας αποτυχημένος γιατρός, την φυγαδεύει στο βομβαρδισμένο νοσοκομείο της πιο κοντινής πόλης, όπου η μοναδική γιατρός, η Ρωσίδα Σόνια, περιθάλπει ένα αδιάκοπο κύμα τραυματισμένων ανταρτών και προσφύγων, ενώ πενθεί για την εξαφανισμένη αδελφή της. Μέσα σε πέντε δραματικές μέρες, ο Άχμεντ και η Σόνια ανατρέχουν ο καθένας στο δικό του παρελθόν, ψάχνοντας να λύσουν έναν μυστηριώδη γρίφο συμπτώσεων, προδοσίας και συγγνώμης που τους δένει απροσδόκητα και αποφασίζει για τη μοίρα τους.
Ο Marra συνθέτει γύρω από τους έξι βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου ένα πολυπρισματικό ανθρώπινο μωσαϊκό, αντάξιο των πιο επιβλητικών και συγκλονιστικών μυθιστορηματικών τοιχογραφιών του 19ου αιώνα.
Το βιβλίο είναι υποψήφιο για το βραβείο National Book Award 2013,
Για τον συγγραφέα:
Ο Anthony Marra μεγάλωσε στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ, ενώ έζησε και σπούδασε στη Ρωσία. Το 2010, το διήγημά του “Τσετσενία” τιμήθηκε με τα βραβεία Narrative και Pushcart. Το 2012, με τον Αστερισμό ζωτικών φαινομένων, ο Marra τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα Whiting Writers’ Award, βραβείο που έχουν λάβει στο παρελθόν μεταξύ άλλων, ο David Foster Wallace και ο Jeffrey Eugenides.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΙΚΑΡΟΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: 188 ΤΙΜΗ: € 14,00