Το φθινοπωρινό Παρίσι, εκτός από τους υπέροχους συννεφιασμένους ουρανούς του με αυτό το χαρακτηριστικό φως που δεν βρίσκει κανείς πουθενά αλλού, αλλά και τα αμέτρητα χρώματα των φύλλων σε μια πόλη όπου οι εποχές φτάνουν πάντα στην ώρα τους, είναι γνωστό και για κάτι ακόμη: το Φεστιβάλ του Φθινοπώρου, ένα μυθικό φεστιβάλ θεατρου, χορού και μουσικής που μόνο κατ’όνομα ταυτίζεται με την εποχή, καθώς ξεκινά μεν στις αρχές του Σεπτέμβρη, αλλά ολολκηρώνεται λίγο μετά τον ερχομό του νέου έτους! Μερικές μέρες, λοιπόν, πριν πέσει η αυλαία του φετινού Festival d’Automne, η Popaganda σάς ξεναγεί σε κάποιες από τις χαρακτηριστικές στιγμές του. Κι ας ξεκινήσουμε από τους νεώτερους Γάλλους θεατρικούς σκηνοθέτες…

Particules2presse

Τα Στοιχειώδη Σωματίδια

I sit and watch the children play

Doing things I used to do

They think are new

I sit and watch as tears go by…

Θυμάμαι την πρώτη διδάξασα του αριστουργηματικού τραγουδιού Marianne Faithfull να εκφράζει την απορία της πώς ο Mick Jagger κατάφερε, σε τόσο νεαρή ηλικία, να αποδώσει αυτό το αίσθημα, που ταιριάζει σε κάποιον που αγγίζει την ωριμότητα. Με ανησυχεί το γεγονός πως οι εν λόγω στίχοι μού έρχονταν διαρκώς στο μυαλό όσο έβλεπα τη συγκεκριμένη παράσταση. Ιδού γιατί…

Τα Στοιχειώδη Σωματίδια, είναι η θεατρική διασκευή του περίφημου ομώνυμου μυθιστορήματος του Μισέλ Ουελμπέκ. Ο θαυμασμός μου για τον συχνά προκλητικό, αλλά σπανίως ρηχό συγγραφέα, καθώς κι ο απόηχος από το Φεστιβάλ της Αβινιόν δυο καλοκαίρια πριν, όπου η συγκεκριμένη παράσταση είχε θεωρηθεί ως μια από τις αποκαλύψεις της έκδοσης του 2013, με έκαναν να οδεύσω προς το Atelier Berthier, δεύτερη σκηνή του μυθικού παρισινού θεάτρου Odeon, ξεκινώντας το νεφοσκεπές εκείνο απόγευμα με τους καλύτερους οιωνούς. Εις μάτην όμως…

Η οδός που επέλεξε ο νεαρότατος σκηνοθέτης Ζυλιέν Γκοσλέν και η ομάδα του για να αντιμετωπίσουν το εκτενέστατο και πολυδαίδαλο κείμενο, μπορεί και να τους φάνηκε καινούρια: ο καθένας από τους ηθοποιούς σε πολλούς ρόλους με χρήση μιμικής και πρόχειρες μεταμφιέσεις με περούκες, γυαλιά κλπ, στήσιμο ανφάς μπροστά σε μικρόφωνα, στοιχειώδης μουσική με 2-3 ακόρντα που εκτελείται επί σκηνής από τους ίδιους τους μουσικούς, γυμνό σε διάφορες στιγμές, είτε αυτό υποστηριζόταν από τη δραματουργία είτε όχι, ταχύλογο πέρασμα όποιων κομματιών θεωρούνταν ως λιγότερο σημαντικά… Σας θυμίζουν τίποτε όλα αυτά; Μήπως, πριν προλάβετε να αναρωτηθείτε για ποιο λόγο θα έπρεπε να σας ενδιαφέρει ή να σας αφορά το πόνημα, επιτυχημένο ή μη, μιας νεανικής ομάδας στη Γαλλία, αναγνωρίζετε τις μανιέρες διαφόρων εγχώριων, νεώτερων ή μη,  ομάδων ή σκηνοθετών, που γνωρίζουν μάλιστα μεγάλη επιτυχία και απολαμβάνουν υποστήριξης και αναγνώρισης από διάφορους φορείς και κατευθύνσεις; (όπως άλλωστε κι ο Γκοσλέν: παρών στην Αβινιόν, στο Φεστιβάλ του Φθινοπώρου στο Οντεόν, αλλά και σε πολλές άλλες κρατικές γαλλικές σκηνές). Ακόμα περισσότερο: μήπως, στους λίγο παλαιότερους, θυμίζουν πειραματικά πονήματα δικών μας «πρωτοποριακών» σκηνοθετών – οι οποίοι, με τη σειρά τους, αντέγραφαν ανερυθρίαστα, χωρίς την παραμικρή επεξεργασία ή αφομοίωση, πράγματα που είχαν δει στο εξωτερικό, σε παραστάσεις ρηξικέλευθων ομάδων, συγχρόνων τους ή και ακόμα παλαιότερων, βασιζόμενοι στο δόγμα «έλα μωρέ, δε βαριέσαι, ποιος θα τα έχει δει αυτά στο Ελλάντα;»; Και μη νομίζετε πως είχαν άδικο: στο ελληνικό τοπίο, προ της έλευσης του Λούκου στο Φεστιβάλ Αθηνών και της ίδρυσης της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, για να έχεις τέτοια ενημέρωση έπρεπε να ταξιδεύεις τακτικά στο εξωτερικό, οπότε οι περισσότεροι εξ ημών πολύ αργότερα αντιλήφθηκαν τις λαθροχειρίες…

particule1presse

Το πρόβλημα όμως με αυτές τις νεώτερες ομάδες μοιάζει να είναι ακόμη βαθύτερο: φοβάμαι πως η άγνοιά τους των εγχειρημάτων του παρελθόντος δεν είναι προσποιητή, αλλά απολύτως αληθής. Πως το θάρρος της αγνοίας οφείλεται σε βαθύτατη έλλειψη όχι μόνο θεατρικής παιδείας, αλλά και γενικότερης καλλιέργειας. Και πως η προχειρότητα αυτών των προσπαθειών, η οποία περνιέται και για άποψη, ενθαρρύνεται από ένα ολόκληρο διεθνές κύκλωμα φεστιβάλ και σκηνών, είτε κρατικά είτε ιδιωτικά επιχορηγούμενων, που ζητούν όλο και ταχύτερα νέες παραγωγές, και που αναμασούν «ταλέντα» και «πρωτοπόρες ομάδες και καλλιτέχνες» κάνοντάς τους πάσα ο ένας στον άλλο. Πολλές φορές, όπως και στο Τα Στοιχειώδη Σωματίδια, η έλλειψη βάθους στην ανάγνωση οδηγεί σε τραγικές παρερμηνείες: ο Γκοσλέν και η ομάδα του απέτυχαν να διακρίνουν την ειρωνεία στο φινάλε του Ουελμπέκ, που προβλέπει ένα μάλλον ζοφερό μέλλον στην εξέλιξη του ανθρώπου, και το απέδωσαν κυριολεκτικά, παίρνοντάς το στα σοβαρά και θεωρώντας το ως ελπιδοφόρο! Αυτό δεν εμπόδισε την – κατάμεστη, καθότι η παράσταση ήταν sold out, ή αν το προτιμάτε γαλλιστί, guichet fermé – αίθουσα να τους αποθεώσει, όταν οι μαρτυρικές για μας, τους ολίγους σκεπτικιστές που δεν χειροκρότησαν, τρεις ώρες και σαράντα πέντε λεπτά, της διάρκειάς της είχαν επιτέλους εκπνεύσει.

line-630
Idiot_Philippe_Delacroix

Ηλίθιε! Γιατί θα έπρεπε να είχαμε αγαπηθεί…

Πίσω από τον ασυνήθιστο αυτό τίτλο κρύβεται η τετράωρη (!) ελεύθερη διασκευή που επεφύλαξε ο Βενσάν Μακέην σε – τι άλλο; – τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι.  Πρόκειται για τη νέα επεξεργασία μιας διαβόητης παράστασης που είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος το 2009. Είχα ανακαλύψει τον Μακέην στο Φεστιβάλ της Αβινιόν του 2011, με αφορμή το Τουλάχιστον Θα Είχα Αφήσει ένα Ωραίο Πτώμα, ελεύθερη διασκευή του Άμλετ, που είχε διχάσει κοινό και κριτικούς. Ομολογώ πως, παρόλες τις αρχικές μου επιφυλάξεις, είχα γοητευτεί τότε από τη βιαιότατη, στοιχειωμένη και αιμοσταγή βερσιόν του, θεωρώντας πως φώτιζε κάποιες πτυχές του σαιξπηρικού έργου με τρόπο αληθινά πρωτότυπο. Την αρχική εκδοχή του Ηλίθιε! δεν την είχα δει, όμως η σημερινή δεν ήταν παρά μια κόπια της επιτυχίας του της Αβινιόν,  και μάλιστα με τρόπο απολύτως αναίσχυντο: η ίδια εισαγωγή που προέτρεπε, σχεδόν εκβιαστικά, το κοινό να συμμετάσχει, ο ίδιος ρυθμός, οι ίδιες μεταμφιέσεις και υστερίες στη σκηνή, μια αντιγραφή σχεδόν λεπτό προς λεπτό. Με μια διαφορά: ενώ στο Τουλάχιστον… μπορούσε κανείς, έστω και με κόπο, να διακρίνει τη δραματουργική σχέση των επιλογών του με το κείμενο του Άμλετ πάνω στο οποίο βασίστηκε, εδώ οι αυθαιρεσίες του Μακέην παρέμειναν αδικαίωτες, αφήνοντας, επιπλέον, μια αίσθηση φτηνού λαϊκισμού: τα διαρκή κλεισίματα του ματιού προς το κοινό του οποίου την αποδοχή σχεδόν εκλιπαρούσε, οδήγησαν τους θεατές να γελούν ακόμα και στις τραγικές στιγμές του θεάματος. Καθόλου περίεργο: όταν ωθείς το κοινό σου να κανιβαλίσει, δεν θα το κάνει μόνο τις στιγμές που θέλεις εσύ… Παρόλα αυτά, ο Μακέην δεν είναι ατάλαντος (όπως ο Γκοσλέν που προανέφερα). Αν μπορέσει να ξεφύγει από την παγίδα της μεγάλης επιτυχίας του και να υπερνικήσει την αγωνία του να αρέσει, σίγουρα έχει πράγματα να δώσει στο μέλλον.

Idiot1presse

Από τα ενδεικτικά παραδείγματα των δύο σκηνοθετών, που ανήκουν αμφότεροι στη νεώτερη γενιά, παρόλη τη δεκαετία που χωρίζει τον 27χρονο Γκοσλέν από τον 36χρονο Μακέην, γίνεται εμφανής η κρίση που μαστίζει το γαλλικό – και όχι μόνο – θέατρο, κι από την οποία δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το Φεστιβάλ του Φθινοπώρου 2014. Κι απέφυγα να σας μιλήσω για το Το Κεφάλαιο κι ο Μιμητής του του Συλβαίν Κρεζβώ, εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ το Σεπτέμβριο, βασισμένη στο Κεφάλαιο του Μαρξ, γιατί δεν συνηθίζω να αναφέρομαι σε παραστάσεις που δεν άντεξα να παρακολουθήσω ως το τέλος. Σε επόμενα κείμενα, όμως, θα μιλήσουμε για τις παραστάσεις εμπειρότερων και διασημότερων δημιουργών στο ίδιο φεστιβάλ, καθώς και για το σύγχρονο χορό, που δεν σταματά τα τελευταία χρόνια να μας εκπλήσσει.