Σε ένα φαινομενικά ιδανικό πάντρεμα σκηνοθέτη και υλικού, ο Πολ Βερχόφεν, αιώνιος προβοκάτορας και υμνητής του “καλού κακού γούστου”, επανέρχεται με μια ιστορία παράνομου λεσβιακού έρωτα και θρησκευτικής υποκρισίας που προτίμησε να κρατήσει στο συρτάρι του για χρόνια προκειμένου να την παρουσιάσει για πρώτη φορά στις Κάννες.
Ίσως γιατί το Μπενεντέτα, που παρακολουθεί με ειρωνεία, απόλαυση αλλά και δημιουργική κούραση την κρυφή σχέση μιας “άγιας” καλόγριας (Βιρζινί Εφιρά) με μια νεοφερμένη (Δάφνη Πατακιά) σε μοναστήρι του 17ου αιώνα, χρειάζεται το πέπλο του πρεστίζ που προσφέρει το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του πλανήτη για να διατηρήσει τον αντιπερισπασμό και να περάσει ως σοβαρή ψυχο-κοινωνική κριτική της τυφλής εξουσίας αντί για μια παιδαριώδη τρολιά.
Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, από το RoboCop ως το Βασικό Ένστικτο κι από το Showgirls ως το Elle, τον Βερχόφεν έχουν απασχολήσει θέματα πίστης, σάρκας, δύναμης και σεξ, όμως εδώ οι αδέξιες προσπάθειες για χιούμορ, η low budget σάτιρα και η επιφανειακή σύγκρουση του ιερού με το ασήμαντο κάνουν την ταινία να μην αντιστοιχεί με τίποτα παραπάνω από φάρσα σε σχολικό προαύλιο. Μπαλαντέρ αποτελεί μόνο η Πατακιά, που ενσωματώνει τα στοιχεία του αγριμιού που υποδύεται και στην ερμηνεία της, φέρνοντας μια μικρή επανάσταση στο καθόλου ηλεκτρισμένο σύμπαν της ταινίας.
Είδαμε την Εξουσία του Σκύλου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Τορόντο τον περασμένο Σεπτέμβριο, γράφοντας τότε: “Μια θεαματική απομάκρυνση από την επί της οθόνης περσόνα του επιχειρεί ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς στο The Power of the Dog, τη μεγαλύτερη οσκαρική ελπίδα του Netflix για φέτος, που ενθουσίασε τους κριτικούς στο Φεστιβάλ Βενετίας και έφυγε από εκεί με το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας για την Τζέιν Κάμπιον. Η Νεοζηλανδή σκηνοθέτις κάνει τη μεγάλου μήκους επιστροφή της 12 (!) χρόνια μετά το Bright Star μεταφέροντας στο σινεμά το ομώνυμο μυθιστόρημα το Τόμας Σάβατζ και κάνοντας και μια savage αποδόμηση της αρρενωπότητας μέσα από το παραδοσιακότερο ίσως κινηματογραφικό της όχημα, το γουέστερν. Ο Κάμπερμπατς, στο ρόλο ενός καουμπόι με αρκετό Ντάνιελ Πλέινβιου στο DNA του, βασανίζει εξαντλητικά τη νέα σύζυγο (Κίρστεν Ντανστ) του αδερφού του (Τζέσι Πλέμονς) και το μικρό της γιο για τη μαλθακότητα και την καλοσύνη τους – το κατά πόσο πετυχαίνει να βρει την ανθρωπιά αυτού του τέρατος θα είναι μια από τις συχνότερες συζητήσεις αυτής της οσκαρικής σεζόν.” Δύο μήνες μετά, μπορεί να έχει μπει φρένο στην ορμή της ταινίας, όμως παραμένει μια αξιοσημείωτη (αν και βασανιστικά αργή) αποδόμηση κατεστραμμένων ανδρών, αντιμέτωπων με τον οδοστρωτήρα της προόδου, που κινδυνεύουν να ξεχαστούν στην απεραντοσύνη των τοπίων που τους περιβάλλουν.
Με την υστεροφημία των Sopranos να παραμένει ανέγγιχτη σχεδόν δύο δεκαετίες μετά από το μυθικό fade-to-black της σειράς, ο δημιουργός της σειράς, Ντέιβιντ Τσέις, τολμά να σκαλίσει το παρελθόν του Τόνι Σοπράνο στην ταινία Οι Άγιοι της Μαφίας, ένα πρίκουελ που εκτυλίσσεται στις δεκαετίες του 1960 και ’70 και παρακολουθεί τις βρωμοδουλειές του μαφιόζου Ντίκι Μολτισάντι (Αλεσάντρο Νιβόλα) και του αγαπημένου έφηβου ανιψιού του, Τόνι Σοπράνο (Μάικλ Γκαντολφίνι), με φόντο τις αναταραχές του Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ το 1967 και τον πόλεμο του Βιετνάμ. Μεγαλύτερη απορία κι από το αν η ταινία μπορεί να συγκριθεί με τη σειρά (προφανώς και όχι) ήταν το αν η ενσάρκωση του νεαρού Τόνι από το γιο του αδικοχαμένου Τζέιμς Γκαντολφίνι είναι κάτι παραπάνω από ένας συγκινητικός φόρος τιμής: δεν είναι (παρόλο που οι υποψίες βίας και θυμού που χαρακτήρισαν τον Τόνι στη σειρά σιγοβράζουν κάποιες στιγμές) – και δεν πειράζει. Απευθυνόμενο κυρίως στους φαν της σειράς, το Οι Άγιοι της Μαφίας λύνει πολλά από τα μυστήρια που συνδέονται με τον Ντίκι (ο Τόνι είναι περιφερειακός παίκτης εδώ), αλλά του λείπει το ψυχολογικά πολυσύνθετο υπόβαθρο των Sopranos για να κάνει το πέρασμα σε κάτι πραγματικά σπουδαίο.